«Το άτοµο ηττάται πάντα στο τέλος», σύµφωνα µε τον Αµερικανό συγγραφέα, Φίλιπ Ροθ. Της ίδιας άποψης είναι και οι άνθρωποι του Συνεταιρισµού Αρωµατικών και Βιολογικών Φυτών Φαρσάλων µε έδρα την Υπέρεια, που συνάντησε η Agrenda. Πρόκειται για µία οµάδα παραγωγών που έχει συσπειρωθει και στραφεί στην εναλλακτική καλλιέργεια της µέντας αναζητώντας καλύτερες προοπτικές. Ξεκίνησε το 2009 ως άτυπη οµάδα έρευνας για να εξελιχθεί τον Αύγουστο του 2016, αξιοποιώντας το νέο νόµο, σε Αγροτικό Συνεταιρισµό.

«Όλη η ιστορία ξεκίνησε το 2009 από 3 ανθρώπους που γυρίζαµε όλη την Ελλάδα και παρακολουθήσαµε όποια ενηµέρωση και οµιλία γινόταν για να βρούµε ένα προϊόν µε προοπτικές που θα µας έβγαζε από το βαµβάκι. ∆εν µπορούσαµε να είµαστε συνέχεια στο πλην», αφηγείται στην Agrenda ο πρόεδρος του Συνεταιρισµού, Στέργιος Λαδίκας.
Για τον κ. Λαδίκα ο συνεργατισµός ήταν η µοναδική βιώσιµη λύση στην περίπτωση τους: «Τι κι αν ο Μπλιάτσος φωνάζει “Μαζευτείτε ρε!” , οι αγρότες  δεν µαζεύονται. Υπάρχουν τόσα εκκοκκιστήρια και τόσοι µύλοι που  κανείς δεν τα νοικιάζει γιατί δεν υπάρχουν οµάδες  να τα αναλάβουν. Εµείς, από την πλευρά µας πιστεύουµε ότι η µόνο διέξοδος είναι τα συλλογικά σχήµατα. “Ό,τι κι αν κάνεις αγρότη φουκαρά µόνο λίγα ψίχουλα θα πάρεις”.  Έτσι δε λένε; Φυσικά µιλάµε για ένα συλλογικό σχήµα στην ουσία του, και όχι αυτά που δηµιουργήθηκαν για κάποιο πρόγραµµα. Σε αυτό φταίει βέβαια και ο κεντρικός σχεδιασµός. Το φως είναι πολύ δυνατό και τραβάει. Μετά προσπαθούµε να µαζέψουµε τα ασυµµάζευτα µε ανόητες  εφαρµογές, τύπου Natura».
Στους λόγους που ώθησαν την οµάδα να επιλέξει το σχήµα του συνεταιρισµού ο πρόεδρός του ανέφερε: «Το επιλέξαµε επειδή υπήρχε το δέλεαρ του φορολογικού συντελεστή στο 13% και φυσικά για να ενισχύσουµε τη διαπραγµατευτική µας ισχύ. Επιπλέον, θεωρήσαµε ότι το όχηµα του συνεταιρισµού θα ήταν πιο αρεστό στους πελάτες µας».
Στο ξεκίνηµα της οµάδας µπήκαν εκατοντάδες παραγωγοί, όµως µετά το ξεκαθάρισµα απέµειναν 22 παραγωγοί µε επιµονή και πίστη στην εµπορική αξία της µέντας. «Η  οµάδα µας ασχολείται µε τη µέντα, η οποία καλύπτει το 80% των 150 στρεµµάτων των καλλιεργειών µας. Ακολουθεί η ρίγανη, η λεβάντα και το δεντρολίβανο. Απευθυνόµαστε στην ελληνική αγορά και στο εξωτερικό πάντα µε χύµα προϊόν. Έχουµε δικά µας ξηραντήρια και µηχανές κοπής, που φτιάξαµε µόνοι µας αλλά µας λείπουν ακόµη οι µηχανές τυποποίησης για να παράγουµε ένα προϊόν έτοιµο για τον τελικό καταναλωτή, που είναι και ο απώτερος στόχος µας. Τα προϊόντα µας είναι όλα βιολογικά».
Με επιµονή παρά τις δυσκολίες
Ο καιρός δεν φέρθηκε φέτος καλά τους παραγωγούς από τα Φάρσαλα, εκείνοι όµως δεν το βάζουν κάτω: «Οι βροχές µας κατέστρεψαν την µέντα, εµείς όµως θα ξεκινήσουµε από την αρχή. Επιµένουµε στην µέντα, αν και είναι πολύ ευαίσθητη, γιατί δεν υπάρχει άλλη  µεγάλη καλλιέργεια της στην Ελλάδα. Σε άλλους τύπους αρωµατικών η αγορά έχει κορεστεί και τα στάνταρ έχουν πέσει. Η σταθερότητα της ζήτησης, αυτό µας πείθει», καταλήγει ο κ. Λαδίκας.
Σταθερότητα στη ζήτηση
Η ευχέρεια στη διαχείριση ενός αποξηραµένου προϊόντος έπεισε τους παραγωγούς από τα Φάρσαλα να στραφούν στη µέντα. Ωστόσο, ο κ. Λαδίκας ξεκαθαρίζει ότι: «στα αρωµατικά χρειάζεται χρόνος για να εισπράξεις». Η τιµή της µέντας κυµαίνεται στα 7,50-8,00 ευρώ το κιλό, ενώ ο συνεταιρισµός έχει πιάσει µέχρι 13 ευρώ, πάντα προσηλωµένος στην ποιότητα. «Οι πελάτες µας, κυρίως οι φαρµακοβιοµηχανίες, είναι πολύ αυστηροί. Ζητούν πιστοποιητικά βιολογικής καλλιέργειας αλλά δεν αρκούνται σε αυτά. Γι’ αυτό προχωράµε σε δικούς µας ελέγχους. Αν εκτεθείς µία φορά σε διαγράφουν. Επιπλέον, οι εταιρείες στο εξωτερικό απαιτούν συνεχή ροή. Για το λόγο αυτό αναζητούµε τρόπο να µπούµε σε προστατευµένο περιβάλλον, όπως τα διχτυοκήπια».
Λάθος να κοιτάς τι κάνει ο γείτονας
Στις παραµέτρους που δυσκολεύουν το εγχείρηµα της οµάδας από τα Φάρσαλα ο κ. Λαδίκας αναφέρει κυρίως το ζήτηµα της κουλτούρας: «Οι αγρότες δεν βλέπουν την εκµετάλλευσή τους ως επιχείρηση. Ανεξαρτήτως ηλικίας έχουν µία νοοτροπία παλιάς κοπής. Υπάρχουν φυσικά και εκείνοι µε την κατάλληλη εκπαίδευση που πετυχαίνουν, αλλά στο σύνολο βλέπουµε τη νοοτροπία ‘‘Θα κάνω ότι µου λέει ο γείτονας ή πατέρας µου’’. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν µπορούν να διαχειριστούν τη σχέση εσόδων-εξόδων. ∆εν υπολογίζουν τα ηµεροµίσθια της εργασίας τους ή δεν ξέρουν τι είναι οι αποσβέσεις για να µπορούν να κάνουν στο τέλος µία σούµα».
Ακόµα το βλέπουν συµπληρωµατικά
Στα προβλήµατα που εντοπίζει ο κ. Λαδίκας σε σχέση µε τους Έλληνες παραγωγούς είναι επίσης το γεγονός ότι συνήθως βλέπουν τα αρωµατικά ως κάτι δεύτερο: «Ένα από τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουµε είναι ότι οι παραγωγοί βλέπουν αυτή τη δραστηριότητα ως συµπληρωµατική, αλλά έτσι δεν µπορούµε να προχωρήσουµε. Μερικοί εξ ηµών λένε ‘‘∆εν µπορώ να ασχοληθώ τώρα γιατί πρέπει να περάσω λάστιχα στο βαµβάκι’’. Η αλήθεια είναι όµως ότι δεν µπορείς να πάρεις λεφτά από κάτι αν το βλέπεις σαν κάτι δεύτερο. Επιπλέον, είναι ένα δύσκολο εγχείρηµα γιατί χρειάζεται εξειδίκευση κάτι που δεν υφίσταται στην Ελλάδα».
Τα μυστικά της καλλιέργειας
«Αν η λογική του παραγωγού είναι πάµε ποτίζουµε και φεύγουµε τότε οι αποδόσεις του  παραγωγού θα είναι πολύ µικρές, της τάξεως των 50 κιλών ανά στρέµµα. Σε µία καλή χρονιά όµως, µε όλες τις απαραίτητες φροντίδες µπορεί να φτάσει και τα 250 κιλά ανά στρέµµα. Είναι κάτι εφικτό και το έχουµε δει να γίνεται», ανέφερε στην Agrenda ο κ. Λαδίκας αναφορικά µε τις ανάγκες της καλλιέργειας.
Συνεχίζοντας ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για µία δύσκολη καλλιέργεια.Ένα από τα βασικότερα ζητήµατα είναι η αντιµετώπιση των ζιζανίων. «Αν δεν αντιµετωπίσεις τα χόρτα αµέσως τελείωσες. Από την άλλη παίζει ρόλο ο τρόπος που ποτίζεις και η ποσότητα και η ώρα. ∆εν πρέπει φερ’ ειπείν να ποτίζεις από πάνω και να µένει νερό στα φύλλα της µέντας. Η καλλιέργεια θέλει νερό, τακτικά και µε µικρή ροή. Η µέντα είναι πάρα πολύ ευπαθής στις µυκητιάσεις που αν εξαπλωθούν σε µεγάλη κλίµακα είναι δύσκολο να τις αντιµετωπίσεις».
Μετά τη συγκοµιδή το βάρος πέφτει στην αποξήρανση, η οποία «ιδανικά πρέπει να γίνει αµέσως µετά την κοπή. Έτσι µόνο µπορείς να πάρεις προϊόν µε την καλύτερη δυνατή ποιότητα» τονίζει ο πρόεδρος της οµάδας και συνεχίζει: «Εµείς την ξήρανση την κάνουµε σε φυσικό ξηραντήριο και στη συνέχεια προχωράµε στην κοπή σε µηχανήµατα που έχουµε φτιάξει µόνοι µας. Το φυσικό ξηραντήριο λειτουργεί µε τη φυσική ροή του αέρα και η διαδικασία µπορεί να καθυστερεί γιατί δεν είναι απολύτως ελεγχόµενη. Το καλύτερο είναι να έχεις φούρνο. Για ένα φούρνο 3x7 m απαιτείται επένδυση 20.000 ευρώ».
Λόγω της βιολογικής διαχείρισης το κόστος των παραγωγών από τα Φάρσαλα φτάνει και τα 600 το στρέµµα. «Βέβαια όσο οργανώνεσαι τόσο αυτό το κόστος πέφτει» επισηµαίνει ο κ. Λαδίκας, ο οποίος υπολογίζει ότι µια µονάδα επεξεργασίας για την παραγωγή 20 καλλιεργητών ξεκινώντας από το µηδέν χρειάζεσαι περίπου 500.000 ευρώ για να στηθεί.
agronews.gr (Mαρίνα Σκοπελίτου)