Η συμβολή που έχει η βιταμίνη D και οι μεταβολίτες της στη διαμόρφωση της φυσικής ιστορίας της οστεοπόρωσης, ήρθε ξανά στην επιφάνεια έπειτα από τις τελευταίες μελέτες που έγιναν. Το καινούργιο στοιχείο έχει να κάνει περισσότερο με την άμεση εξάρτηση της συγκεκριμένης ουσίας και της κληρονομικότητας όσον αφορά την οστεοπόρωση. Επιπλέον, υπάρχει άμεση σύνδεση και στη σταθεροποίηση ή επιδείνωση μιας τέτοιας νοσηματικής κατάστασης.

Οι γονιδιακοί παράγοντες επηρεάζουν την οστική μάζα με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι άμεσος και αφορά τον έλεγχο της σύνθεσης των δομικών της στοιχείων από πλευράς ποιότητας και ποσότητας, (ίνες κολλαγόνου, πρωτεογλυκάνες κ.ά.). Ο δεύτερος είναι έμμεσος και έχει να κάνει με την ευαισθητοποίηση ή όχι του ανθρώπου σε εξωγενείς βλαπτικές επιδράσεις.

Οι διάφορες εξετάσεις των δειγμάτων κατέδειξαν με απόλυτη σαφήνεια τη σχέση που έχει η βιταμίνη D όσον αφορά την επιβράδυνση του ρυθμού εξέλιξης της οστεοπόρωσης. Οι διάφορες μελέτες συνεχίζονται για να αποδειχτεί ποια είναι η κατάλληλη δοσολογία σε καθημερινή βάση για όλες τις ηλικιακές ομάδες και με ποιον τρόπο είναι προτιμότερο να λαμβάνεται από τον οργανισμό μας η συγκεκριμένη βιταμίνη.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό κυρίως για τους ηλικιωμένους ανθρώπους, αφού είναι γνωστό ότι τα χαμηλά επίπεδα 25(ΟΗ)D3 στο αίμα, οδηγούν προοδευτικά σε οστεοπορωτικά κατάγματα, ιδιαίτερα του ισχίου. Παράλληλα με τις συγκεκριμένες έρευνες διεξάγονται και άλλες όσον αφορά τη χρησιμότητα της συγκεκριμένης ουσίας σε άλλες παθήσεις (καρκίνος, καρδιοπάθειες).