Ερώτηση προς τους συναρμόδιους Υπουργούς Οικονομικών,Ενέργειας & Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης & Επενδύσεων κατέθεσε η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής ν. Λάρισας, Ευαγγελία Λιακούλη, σχετικά με την προβληματική λειτουργία του συστήματος εισροών εκροών υγρών καυσίμων, με συνέπεια τη εκτεταμένη φοροδιαφυγή, λόγω λαθρεμπορίου.

Η λαθρεμπορία καυσίμων αποτέλεσε μείζον ζήτημα για σειρά κυβερνήσεων, που προσπάθησαν κατά καιρούς να την πατάξουν, χωρίς ωστόσο ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Συγκεκριμένα, υπολογίζεται πως κάθε χρόνο χάνονται κρατικά έσοδα της τάξης των 250 εκατομμυρίων ευρώ– ποσό το οποίο ισοδυναμεί περίπου με τη μείωση του ΕΚΑΣ για 140.000 χαμηλοσυνταξιούχους το 2018.

Σε αυτό το πλαίσιο, και η προηγούμενη κυβέρνηση αντί να εισπράξει όπως διατείνονταν 1 δις € φόρους από το λαθρεμπόριο καυσίμων, τελικά, μείωσε τους ελέγχους για το λαθρεμπόριο, ανέβαλε με νόμο του 2016 την εγκατάσταση GPS στα μέσα μεταφοράς καυσίμων και αύξησε την φορολογία από τα καύσιμα κατά 500 εκ. € το χρόνο.

Συνέπεια ωστόσο όλων αυτών των καθυστερήσεων είναι το πρόσθετο βάρος στους Έλληνες φορολογούμενους.

Με την ερώτησή της η βουλευτής Λάρισας ζητά να μάθει αν η παρούσα κυβέρνηση προτίθεται να αξιοποιήσει τα δεδομένα που υπάρχουν, προκειμένου να προχωρήσει σε περισσότερους  διασταυρωτικούς ελέγχους, καθώς και το τι  μέλλει γενέσθαι σχετικά με το ύψος των φόρων στα καύσιμα, που αυτή την στιγμή αποτελούν μεγάλο εμπόδιο και αυξάνουν το κόστος των παραγωγικών δραστηριοτήτων και των πολιτών.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:

ΕΡΩΤΗΣΗ

Προς:  1) Υπουργό Οικονομικών κ. Χ. Σταϊκούρα
           2) Υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος κ. Χατζηδάκης
           3) Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Αδ. Γεωργιάδη

Θέμα:  Λαθρεμπόριο καυσίμων, μεγάλη φοροδιαφυγή από την ελλιπή λειτουργία του συστήματος εισροών εκροών
Την στιγμή που γίνονται συζητήσεις για πιθανά δημοσιονομικά κενά στον προϋπολογισμό του 2020 μια μεγάλη πληγή φοροδιαφυγής, αυτής του λαθρεμπορίου καυσίμων παραμένει ανοικτή. Το λαθρεμπόριο καυσίμων υπολογίζεται έως και 250 εκατ. ευρώ το χρόνο – ποσό όσο περίπου η  μείωση του ΕΚΑΣ για 140.000 χαμηλοσυνταξιούχους το 2018.

Οι ενέργειες για την εγκατάσταση συστήματος εισροών - εκροών  στα πρατήρια και GPS στα φορτηγά μεταφοράς καυσίμων ξεκίνησε το 2010 και το 2012 υιοθετήθηκε το σύστημα που έπρεπε να εφαρμοσθεί στη χώρα. Προβλεπόταν μεταβατική περίοδος μέχρι το 2017 για την ολοκληρωμένη λειτουργία του.  Από ελέγχους στην διακίνηση καυσίμων εισπράχθηκαν πρόστιμα, το 2013 15,5 εκ €, το 2104 11,4 εκ €, το 2015 4,4 εκ €, το 2016 3,7 εκ € και το 2017 3,1 εκ €.

Στην περίοδο 2015-2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αντί να εισπράξει όπως έλεγε 1 δις € φόρους από το λαθρεμπόριο καυσίμων, μείωσε τους ελέγχους για το λαθρεμπόριο, ανέβαλε με διάταξη σε νόμο το 2016 την εγκατάσταση GPS στα μέσα μεταφοράς καυσίμων και αύξησε την φορολογία από τα καύσιμα κατά 500 εκ € το χρόνο. Τον Απρίλιο του 2019 με νέα Τροπολογία που έφερε στη Βουλή ανέβαλε τη πλήρη λειτουργία του συστήματος για το 2021.

Πέραν όμως αυτής της καθυστέρησης που πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι, σημειώνονται και σοβαρά προβλήματα στην αξιοποίηση των δεομένων από την  σημερινή λειτουργία του συστήματος σε 6.500 περίπου πρατήρια από την ΑΑΔΕ. 

Δεν γίνονται οι διασταυρώσεις που είναι εφικτές και δεν υπάρχει τεκμηριωμένη ανάλυση κινδύνου για στοχευμένους ελέγχους που θα μειώσουν το λαθρεμπόριο. Καθυστερούν επίσης και αποφάσεις κλειδιά για την λειτουργία του συστήματος όπως αυτής του  συστήματος στις φορολογικές αποθήκες καθώς και αυτής για τις προδιαγραφές για έγκριση των συστημάτων GPS στα μέσα μεταφοράς καυσίμων

Μετά τα παραπάνω ερωτώνται οι κ.κ. υπουργοί

1)    Προτίθεται η κυβέρνηση να  επιταχύνει τις διαδικασίες ώστε να εφαρμοσθεί νωρίτερα η πλήρης λειτουργία του συστήματος καταπολέμησης του λαθρεμπορίου καυσίμων  και πότε;

2)    Πώς και πότε προτίθεται η κυβέρνηση να αξιοποιήσει τα δεδομένα που υπάρχουν για να προχωρήσει σε περισσότερους  διασταυρωτικούς ελέγχους και ανάλυση κινδύνου πώς και πότε;

3)    Τι θα γίνει με το ύψος των φόρων που αυτή την στιγμή αποτελούν μεγάλο εμπόδιο και αυξάνουν το κόστος των παραγωγικών δραστηριοτήτων και των πολιτών;