«Δεν νομίζω ότι τα ζητήματα ασφάλειας επιδέχονται ιδεολογικό πρόσημο. Ο μέσος τηλεθεατής αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος, την έξαρση της ανομίας, την μη εφαρμογή του νόμου και της τάξης παντού. Όταν βλέπει τα δελτία ειδήσεων, οι πρώτες ειδήσεις αφορούν τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με ειδεχθή εγκλήματα, με καταστροφές σε πανεπιστήμια, με εισβολές κουκουλοφόρων, με το άβατο των Εξαρχείων που δεν είναι μόνον εκεί αλλά επεκτείνεται διαρκώς. Άρα το ζήτημα της εγκληματικότητας είναι μια πραγματικότητα, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε αν θέλουμε να παραμείνουμε μια ευνομούμενη πολιτεία, ένα κράτος δικαίου, μια αστική δημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου». Τα παραπάνω τόνισε μεταξύ άλλων ο αναπληρωτής τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιος για θέματα Προστασίας του Πολίτη, βουλευτής Λαρίσης κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, κληθείς να σχολιάσει την κριτική που ασκεί ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στην κυβέρνηση για την έξαρση της εηκληματικότητας (σε συνέντευξή του στην ΘΕΣΣΑΛΙΑ Τηλεόραση και τον δημοσιογράφο κ. Γιάννη Κολλάτο).
Το στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στηλίτευσε την πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημα της ασφάλειας λέγοντας ότι «εδώ μιλούμε για πολιτικές αποφάσεις, νομοθετικές πρωτοβουλίες και συγκεκριμένες συμπεριφορές που τροφοδοτούν την εγκληματικότητα. Συλλαμβάνονται  κακοποιοί και σε σύντομο διάστημα ξανακυκλοφορούν ελεύθεροι με τον νόμο -έκτρωμα- Παρασκευόπουλου. Ο “νόμος Γαβρόγλου”, επαναφέρει το άσυλο της ανομίας σε όλη του την έκταση στα Πανεπιστήμια, που γίνονται άντρα της ανομίας και εγκληματικών ενεργειών. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με “στοργή” τις λεγόμενες “συλλογικότητες”, όπως τις αποκαλεί ο κ. Τόσκας».
Για την κριτική που ασκείται στις πολιτικές που οδήγησαν στην σημερινή κρίση, ο κ. Χαρακόπουλος, δήλωσε ότι «σήμερα ζούμε αυτές τις συνέπειες της άφρονος πολιτικής του Αντρέα Παπανδρέου, μιμητής του οποίου εμφανίζεται και καυχάται ο κ. Τσίπρας. Όλοι αυτοί που κάνουν τους τιμητές από την αριστερά δεν τους θυμάμαι σε καμία διαδήλωση, να λένε μη δίνετε συντάξεις πρόωρες, δεν τους θυμάμαι να λένε να είναι λελογισμένες οι αυξήσεις. Πλειοδοτούσαν, όταν δίνονταν αυξήσεις: να δοθούν τόσα και άλλα τόσα. Δεν ήταν αυτοί που έλεγαν να απλώνουμε το πάπλωμά μας όσο μας παίρνει».