Με αισθήματα δέους, περιέργειας και ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία, δρασκελίσαμε το κατώφλι του αρχοντικού Σολωμού (πρώην Δροσινού) στα Αμπελάκια.

Στις πλαγιές της Οσσας, κοντά στα Τέμπη, τα ιστορικά Αμπελάκια ήταν νανουρισμένα στη θεσσαλική ζέστη, στη σκιά πλατάνων ανάμεσα σε λιθόκτιστα σπίτια, ορισμένα με ηλικία πάνω από 200 χρόνια.

Η Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη μας περίμενε στο πατρογονικό αρχοντικό, που αναστήλωσε η ίδια μαζί με τον αδελφό της, στρατηγό Γεώργιο Σολωμό, κατά το ένα τρίτο μόνο, συνεπεία των καταστροφών του πολέμου και της φθοράς του χρόνου. Αυτό που βλέπει ο επισκέπτης, όμως, είναι θαυμαστό.

Είχα οδηγηθεί στον ιστορικό αυτόν οίκο από τον Νίκο Παπαθεοδώρου, τον αφοσιωμένο μελετητή της ιστορίας της Λάρισας και της Θεσσαλίας ολόκληρης και από τον Παναγιώτη Δομούζη, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας.

Πριν φθάσουμε στο σπίτι, ο Νίκος Παπαθεοδώρου, κινούμενη εγκυκλοπαίδεια, μας έλεγε με το ασκημένο βλέμμα του για όσα προσπερνούσαμε. Λίγοι γνωρίζουν τη Θεσσαλία όσο εκείνος.

Η απλότητα της υποδοχής που μας επεφύλαξε η Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη είχε όλη εκείνη την αρχοντιά που έρχεται από πολύ παλιά. Πολύς κόσμος τη γνωρίζει από τα βιβλία της, τον «Γάμο» (που μεταφέρθηκε επιτυχώς και στη σκηνή), το «Γράμμα», το «Σπίτι με τις δύο πόρτες» (που είναι μια ελεύθερη βιογραφία του αρχοντικού).

Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι η οικογένεια Σολωμού είναι από τις ιδρυτικές του συνεταιρισμού των Αμπελακίων, της Κοινής Συντροφίας, η διακήρυξη της οποίας αποτελεί έκθεμα προς ανάγνωση μέσα στο αρχοντικό Σολωμού.

Η Βάσα Σολωμού - Ξανθάκη

Αναστηλωμένο σχεδόν με τρόπο χειρώνακτο, με τα ξυλόγλυπτα, τα βιτρό, τα σπαράγματα από τοιχογραφίες, αυτό το μεγάλο σπίτι του 1786 φέρει όλες τις στρώσεις των γενεών που το κατοίκησαν.

Αρχικά, ανήκε στην οικογένεια Δροσινού, επίσης ανάμεσα στους ιδρυτές του συνεταιρισμού, που στα χρόνια της ακμής του (1778-1812) ήταν ένα πρότυπο παγκοσμίως οικονομικής διαχείρισης και ανάπτυξης.

Τα Αμπελάκια αναδύθηκαν στον ευρωπαϊκό χάρτη χάρη στη βαφή νημάτων, στο κόκκινο χρώμα που έβγαινε από το φυτό ριζάρι, και απέκτησαν διεθνή φήμη και αμύθητο πλούτο.

Το αρχοντικό μέσα στο οποίο βρισκόμασταν, με το βλέμμα μας να σαρώνει διακριτικά κάθε λεπτομέρεια, ήταν απόδειξη εκείνης της ευημερίας, που είχε βασιστεί στην ευρηματικότητα, στο ταλέντο και στην εργατικότητα εκείνων των γενεών.

Ο Αναστάσιος Σολωμός, από τα ιδρυτικά μέλη της Κοινής Συντροφίας, είχε παντρευτεί κόρη Σβαρτς (στο αρχοντικό Σβαρτς ήταν η έδρα του συνεταιρισμού) και αργότερα, όταν η οικογένεια Δροσινού εγκατέλειψε τα Αμπελάκια, μετά το 1820, και διασπασμένη κινήθηκε προς τον Πόρο και τη Βιέννη, μία από τις θυγατέρες Δροσινού παντρεύτηκε γόνο της οικογενείας Σολωμού και έμεινε στα πάτρια.

Ετσι, το αρχοντικό Δροσινού έγινε, ως προικώο, αρχοντικό Σολωμού. Η ίδια η Βάσα Σολωμού- Ξανθάκη μιλάει για «τις ξυλόγλυπτες επενδύσεις των τοίχων, τα βιτρό με τα χαρούμενα χρώματα και τις ζωγραφιές στις επάνω ζώνες των τοιχωμάτων και τις οροφές, με τον πλούτο των εγχώριων και ξένων μοτίβων, με κυρίαρχη απεικόνιση πάντοτε την Κωνσταντινούπολη...».

Ανάμεσα στα κειμήλια και τις φωτογραφίες βλέπω το παιδικό χαμόγελο του Αντώνη Καρκαγιάννη, που ήταν πρώτος ξάδελφος.

Παρατηρώ τα βιβλία του πατέρα της, μιας εξέχουσας προσωπικότητας, του Σωκράτη Σολωμού, μεγαλωμένου στο Κάιρο, αποφοίτου της Αμπετείου Σχολής, με σπουδές Νομικής και Παιδαγωγικής, με επιδόσεις στη μουσική και στη ζωγραφική, με όλη εκείνη την παιδεία του μεσοπολεμικού κοσμοπολιτισμού. «Ονειρό του ήταν να επιστρέψει στα Αμπελάκια και να διδάξει στη Μανιάρειο Σχολή», όπου διετέλεσε διευθυντής, ώς τη δολοφονία του, το 1944.

Η Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη φέρει τη μνήμη και την αγάπη για τον τόπο. Μας φιλεύει καλοκαιρινές γεύσεις από το μποστάνι. Νιώσαμε την αύρα της Ιστορίας, ως αφήγηση αλλά και ως βίωμα.

NIKOΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)