Ο Όλυμπος ξαναμετρήθηκε για πρώτη φορά πέρυσι, μετά από ένα αιώνα, και βρέθηκε στο ύψος του, μας πληροφορεί ρεπορτάζ της εφημερίδας Καθημερινή.

Όπως σημειώνει ο συντάκτης Γιάννης Παπαδόπουλος, το μακρινό 1921 ο Ελβετός τοπογράφος και αλπινιστής Μαρσέλ Κουρτς, με οδηγό τον Χρήστο Κάκκαλο, βρέθηκε στην κόψη των μεγαλοπρεπών πλαγιών του Ολύμπου σε μια ειδική αποστολή.

Σκοπός δεν ήταν μόνο να σκαρφαλώσει μέχρι τον Μύτικα. Εχοντας εξασφαλίσει ειδική άδεια από τις ελληνικές αρχές θα επιχειρούσε να χαρτογραφήσει το βουνό εφαρμόζοντας τις στερεοφωτογραμμετρικές μεθόδους της εποχής.

Η επιχείρηση κράτησε 12 ημέρες στο πεδίο και ακολούθησε επιπλέον έρευνα για τον προσδιορισμό των υψομέτρων. Η εργασία του ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα με την έκδοση του βιβλίου «Le Mont Olympe». Είχε υπολογίσει τότε το υψόμετρο στα 2.917,85 μέτρα.

Στον έναν αιώνα που μεσολάβησε αυτή ήταν η μόνη επίσημη μέτρηση, καθώς άλλες σποραδικές απόπειρες που έγιναν έπειτα από δεκαετίες δεν τελεσφόρησαν, ενδεχομένως και λόγω καιρικών συνθηκών. Ο υπολογισμός του Μαρσέλ Κουρτς αποτυπώθηκε σε χάρτες και εγχειρίδια, σχολικά βιβλία και εγκυκλοπαίδειες. Ηταν το μοναδικό σημείο αναφοράς.

Ωσπου μια ομάδα ορειβατών, γεωλόγων - ερευνητών και τοπογράφων αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει το υψόμετρο του Ολύμπου με σύγχρονες μεθόδους. Ονόμασαν το εγχείρημά τους Altizeus. Τι θα έδειχναν τα δικά τους όργανα και πόσο ακριβής ήταν η εργασία του Ελβετού τοπογράφου;

Συνήθης πρακτική

Οπως εξηγεί στην «Καθημερινή» ο Μιχάλης Στύλλας, γεωλόγος - ερευνητής και μέλος της ομάδας, οι διαχρονικές μετρήσεις του υψομέτρου είναι συνήθης πρακτική σε άλλα βουνά ανά τον κόσμο. Τα στοιχεία που προκύπτουν μπορεί να προσφέρουν σημαντικές γεωλογικές πληροφορίες στους επιστήμονες, να δείξουν εάν συνεχίζεται η ορογένεση ή τι επίδραση είχαν στο βουνό και πώς μπορεί να το παραμορφώνουν βίαια τεκτονικά γεγονότα όπως μεγάλοι σεισμοί. Μπορούν να φανερώσουν ανυψώσεις ή καθιζήσεις. Αλλωστε ο Ολυμπος, όπως επισημαίνει ο κ. Στύλλας, βρίσκεται μπροστά από ένα ρήγμα που έχει δώσει μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν.

Πέρα από τον Κουρτς, άλλο εγχείρημα καταγραφής του υψομέτρου στο «βουνό των Θεών» πιστώνεται στον Ξεναγόρα από τον 2ο αιώνα π.χ., ο οποίος είχε εκτιμήσει τότε το υψόμετρο των δυτικών κορυφών (Φλάμπουρο και Κακάβρακας) που μπορούσε να διακρίνει από το Πύθιο. Μετά τους υπολογισμούς του Κουρτς η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού δεν μέτρησε ξανά το υψόμετρο, παρότι είχε κατασκευάσει στην ψηλότερη κορυφή το τριγωνομετρικό της βάθρο. Η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε τις πρώτες μετρήσεις το 2022 και επέστρεψε στο βουνό τον περασμένο Οκτώβριο για να συλλέξει νέα δεδομένα.

Η ομάδα Altizeus προχώρησε στις πρώτες μετρήσεις της τον Σεπτέμβριο του 2022. Τότε στο περιθώριο του επιστημονικού προγράμματος Palaeolus, το οποίο μελετάει το παλαιοκλίμα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη συλλέγοντας πυρήνες πάγου από τη Χιονότρυπα, φόρτωσαν και τον δικό τους τοπογραφικό εξοπλισμό (GPS/GNSS, χωροβάτες υψηλής ακρίβειας, τρίποδες, drones, υπολογιστές και τρυπάνια) στον 1,5 τόνο εργαλείων, συσκευών και άλλων προμηθειών που κουβάλησαν πάνω στο βουνό.

Πραγματοποίησαν μετρήσεις σε διάφορα σημεία και επέστρεψαν για νέα συλλογή δεδομένων τον Οκτώβριο του 2023. Από την επεξεργασία που ακολούθησε, υπολόγισαν το υψόμετρο στον Μύτικα στα 2.917,727 μέτρα. Ο Κουρτς, όπως φαίνεται, δεν είχε πέσει έξω στη δική του εκτίμηση.

«Αποδεικνύεται ότι και εκείνος τότε με τις μεθόδους που εφάρμοζε και τον εξοπλισμό που διέθετε, έβγαλε το ίδιο υψόμετρο με εμάς», λέει στην «Καθημερινή» ο τοπογράφος Γιώργος Μοσχόπουλος, ένα από τα μέλη της ερευνητικής ομάδας.

«Δεν μπορούμε να μιλάμε για απόκλιση από τη στιγμή που δεν είναι ίδιες οι μέθοδοι μετρήσεων και δεν γνωρίζουμε το ακριβές σημείο που είχε επιλέξει. Κάναμε ακριβή και τεκμηριωμένη μέτρηση που θα βοηθήσει μελλοντικά. Είναι μια αρχή ώστε τα επόμενα χρόνια, αν όχι εμείς, οι επόμενες γενιές να μπορέσουν να διαπιστώσουν εάν συνεχίζεται η ορογένεση», προσθέτει.

Η ερευνητική ομάδα, αποτελούμενη από τους Βασίλη - Κλέαρχο Δεληγιάννη, Μιχάλη Στύλλα, Γιώργο Μοσχόπουλο, Δημήτριο Αμπατζίδη, Νίκο Βούτση, Αντώνιο Μουρατίδη και Αλέξανδρο Τσιμερίκα, προχώρησε πρόσφατα σε επιστημονική δημοσίευση με τα δεδομένα που κατέγραψε. Στην προσπάθειά της είχε τη συνδρομή αναρριχητών, προσωπικού καταφυγίων και πολλών ακόμη ανθρώπων του βουνού. Οπως σημειώνεται, οι πληροφορίες που έχει συλλέξει μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον για τη διαχρονική μελέτη της παραμόρφωσης, ανύψωσης και διάβρωσης του Ολύμπου. Είναι πλέον ένα νέο σημείο αναφοράς.

thessaliaeconomy.gr (από το ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου, στην Καθημερινή)