Με 55°C θερμοκρασία εδάφους στον Θεσσαλικό Κάμπο καταγεγραμμένη από τον ευρωπαϊκό δορυφόρο Sentinel-3 / Copernicus στις 13 Ιουνίου του 2024, η ομάδα του Cantina ήταν εκεί για να αποτυπώσει την κατάσταση του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγικού κάμπου της Ελλάδας. Δύο ημέρες πριν, ενώ ο υδράργυρος χτυπούσε κόκκινο, είχαμε ήδη διανύσει οδικώς πάνω από 1.000 χιλιόμετρα για να βρούμε τα όσπρια των Φαρσάλων, τους αμπελώνες της Καρδίτσας και του Τυρνάβου, τις κομπίνες να θερίζουν, τις βιομηχανικές ντομάτες στην καρπόδεση, τα κεράσια στη συγκομιδή.
Κοιτάξαμε κατάματα τον ήλιο που έπεφτε κάθετα στον ταμιευτήρα του Πλατυκάμπου, μάθαμε πώς έδεναν εκεί παραδοσιακά τα σκόρδα, γευτήκαμε άγουρα φουντούκια, μαζέψαμε αχλάδια, μετρήσαμε τα βερίκοκα στα ψυγεία, σηκώσαμε drone στην Κάρλα, ακολουθήσαμε τη ροή του Ενιπέα, αναζητήσαμε τη δύση του ήλιου στον Τιταρήσιο, αφήσαμε το βλέμμα μας να ξεκουραστεί αγναντεύοντας την τροφή που έσβηνε στο βάθος του θεσσαλικού ορίζοντα.
Κάποιοι σταθμοί μας: Μικρό και Μεγάλο Ευύδριο, Σοφάδες, Δασοχώρι, Μελισσοχώρι, Καρποχώρι, Παλιούρι, Βλοχός, Ρίζωμα, Τύρναβος, Ελασσόνα, Λόγγος, Παλαμάς, Ιτέα, Συκούριο, Αγιά, Πλατύκαμπος, Γλαύκη, Πρόδρομος, Κιλελέρ, Στεφανοβίκειο, Κάρλα.
Το τεράστιο έπος της παραγωγής
Ο Θεσσαλικός Κάμπος αποτελεί ένα πολύπλοκο μωσαϊκό όπου η φύση, η γεωργία και ο ανθρώπινος κόπος συνθέτουν ένα εντυπωσιακό γεωργικό τοπίο. Από τα Φάρσαλα μέχρι τον Τύρναβο, από την Καρδίτσα έως την Αγιά και από τα Τρίκαλα μέχρι το Πήλιο, ο Κάμπος παράγει πολύτιμη ποσότητα προϊόντων δίνοντας τροφή και ζωή όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
«Λένε πως πρέπει να τον βλέπουμε μόνο την άνοιξη με τα λαμπρά του χρώματα. Μα η ομορφιά του δεν είναι τα χρώματα, είναι το επίπεδο. Είδα το επίπεδο μετά τον θερισμό. Εξαίσιο θέαμα. Ήταν η διάρκεια, η μορφή. Στη θερισμένη επιφάνεια, στην αχρωμία του είχαν μείνει μόνο αόριστες αποχρώσεις, φαίνονται οι ελαφρές διαφορές των χωραφιών, αρκετές για να δείχνουν όρια, ίχνη, ιστορίες και να διαβάζωμε στην ατάραχη ομαλότητα του επιπέδου το τεράστιο και προαιώνιο έπος της παραγωγής», περιγράφει στα Σχεδιαστικά Περιγράμματα του Θεσσαλικού ο ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου.
Η Πίνδος με τα Άγραφα, η Όθρυς, το Πήλιο, η Όσσα (Κίσσαβος), ο Όλυμπος, το Ξεροβούνι οριοθετούν τον Θεσσαλικό Κάμπο και τη διάταξη των κλήρων. Περίπου στη μέση, μια σειρά χαμηλών λόφων χωρίζει κάθετα την πεδιάδα σε δύο μικρότερες. Στα δυτικά απλώνεται η πεδιάδα της Καρδίτσας με τους αμπελώνες και τα βιομηχανικά κηπευτικά, ενώ στα ανατολικά βρίσκεται η πεδιάδα της Λάρισας με τα καρποφόρα και τους μεγαλύτερους κλήρους μονοκαλλιέργειας. Προς τα βόρεια διακρίνονται η αμπελοοινική περιοχή του Τυρνάβου και τα βοσκοτόπια, ενώ στο κέντρο και προς τα νότια ευδοκιμούν οι καλλιέργειες των σιτηρών και των οσπρίων.
Ενεργειακές και αροτραίες καλλιέργειες, σιτηρά για καρπό, βρώσιμα όσπρια, βιομηχανικά κηπευτικά, πεπονοειδή, αμπέλια, οπωροφόρα, πυρηνόκαρπα, ακρόδρυα. «Αυτός ο κάμπος δεν θα πεινάσει ποτέ», δηλώνει ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας.
Το μικροκλίμα κάνει τη διαφορά
Κάθε περιοχή έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η Καρδίτσα έχει το κατεξοχήν μεσογειακό κλίμα, με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια, δροσερούς χειμώνες και σημαντικό ύψος σε βροχοπτώσεις. Ωστόσο, όταν τα δύο βουνά μαλώνουν, «ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή» και οι περισσότερες βροχοπτώσεις σημειώνονται στην περιοχή της Αγιάς. Στην καρδιά του Κάμπου, όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη μονοκαλλιέργεια της χώρας, σημειώνεται η χαμηλότερη βροχόπτωση, με ασθενείς ανέμους και μεγάλη ηλιοφάνεια. Ζωτικής σημασίας ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος παίζει ο ρους του Πηνειού με τους παραποτάμους του, που δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για γεωργία μεγάλου εύρους καλλιεργειών, καθιστώντας τον έναν από τους πιο εύφορους τόπους της χώρας.
Το καλλίρροον ύδωρ
Ο Πηνειός είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ελλάδας με σημαντικό ρόλο στον Θεσσαλικό Κάμπο. Η ροή του ξεκινά δυτικά από την Πίνδο, στην περιοχή των Μετεώρων, και διασχίζει όλη τη Θεσσαλία προς τα ανατολικά περνώντας από την πόλη της Λάρισας και την πεδιάδα, πριν φτάσει στο στενό της κοιλάδας των Τεμπών. Οι παραπόταμοι Τιταρήσιος (Ξεριάς), Ενιπέας, Καλέντζης, Ληθαίος και Πάμισος ή Παλιούρης απλώνονται σε όλη τη Θεσσαλία, συμβάλλοντας καταλυτικά στη γεωργική ανάπτυξη της περιοχής.
Οι κλέφτες, οι αρματολοί και το τσίπουρο της Ωραίας Κοιμωμένης
Περίπου 487 χρόνια διήρκεσε η τουρκοκρατία στη Θεσσαλία. Κατακτήθηκε το 1393 και απελευθερώθηκε το 1881. Για πέντε αιώνες οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν τους αρματολούς προκειμένου να αποκαταστήσουν την ασφάλεια στον Κάμπο όπου υπήρχε σκλαβιά, ενώ στα γύρω βουνά έβρισκε καταφύγιο η λεβεντιά. «Όλοι πήγαιναν πάνω στα βουνά γιατί είχαν προστριβές με τους Τούρκους. Το 1525, με τη γνωστή Συνθήκη του Ταμασίου (των Αγράφων), οι Τούρκοι είπαν: “Μη μας ενοχλείτε, δεν σας ενοχλούμε, πάρτε ό,τι θέλετε, απλά μην έρχεστε κάτω στον Κάμπο”. Οι κάτοικοι είχαν πολλά αμπέλια, αλλά δεν μπορούσαν να πουλήσουν το κρασί πουθενά. Πόσο να πιουν; Είχε κοιτάσματα χαλκού προς την Ευρυτανία, οπότε άρχισαν να φτιάχνουν καζάνια και έτσι δημιουργήθηκε η παράδοση του τσίπουρου στα Άγραφα. Οι Αγραφιώτες, επειδή δεν είχαν πού να πουλήσουν ούτε το τσίπουρο, μετανάστευσαν προς Τρίκαλα, Λάρισα, Τύρναβο, Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη», αφηγείται ο χημικός και οινοποιός-αποσταγματοποιός Θάνος Καραθάνος.
Από τους κολίγους στους σύγχρονους γαιοκτήμονες
Την περίοδο 1881-1910 η σύγκρουση τσιφλικάδων και κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική και πολιτική ζωή. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 αύξησε την έκταση του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και του πληθυσμού κατά 18%.
Εκείνα τα χρόνια η Θεσσαλία ήταν αραιοκατοικημένη, με 270.890 κατοίκους. Τα 395 τσιφλίκια που υπήρχαν τότε κατείχαν περίπου 6.000.000 στρέμματα (από τα οποία τα 2.755.000 ήταν καλλιεργήσιμη γη), κυρίως στις επαρχίες Καρδίτσας, Λάρισας και Τρικάλων. Διακρίνονταν σε μισακάρικα και τριτάρικα, ανάλογα με τη συμμετοχή του τσιφλικά στις καλλιεργητικές δαπάνες. Οι Οθωμανοί γαιοκτήμονες είχαν δικαίωμα εξουσίας της γης, την οποία παραχωρούσαν σε καλλιεργητές με αντάλλαγμα ποσοστό της παραγωγής. Ο Αλή Πασάς είχε ονομάσει τσιφλίκια του ακόμα και τα ημιορεινά χωριά με καλλιέργειες και δάση. Με τις διώξεις του εναντίον των αρματολών, περιόρισε τα θεσσαλικά αρματολίκια στο ελάχιστο, κυριάρχησε στα ορεινά και μετέτρεψε τα περισσότερα χωριά σε τριτάρικα για να εισπράττει το 1/3 της σοδειάς.
Το 1881 με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης οι Οθωμανοί πούλησαν τα κτήματά τους κυρίως σε Έλληνες χρηματιστές και τραπεζίτες της Κωνσταντινούπολης και των παροικιών. Οι μεταβιβάσεις αυτές δημιούργησαν ένα νέο καθεστώς γαιοκτημόνων που άλλαξε ριζικά τη σχέση των ντόπιων με τη γη.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα ξεκίνησαν από το Κιλελέρ, το σημερινό χωριό Κυψέλη, δυναμικές κινήσεις με πολλά θύματα. Το αγροτικό κίνημα προκάλεσε κοινωνική πίεση για την επίλυση των αγροτικών ζητημάτων. Από το 1910, με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ξεκίνησαν μεταρρυθμίσεις που ολοκληρώθηκαν το 1923 με την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η αναδιανομή της αγροτικής γης έβαλε τέλος στην εποχή των τσιφλικιών.
Ο σιτοβολώνας της Ελλάδας
Η καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού ξεκίνησε κατά τη Νεολιθική Εποχή και τεκμηριώνεται από σπόρους που βρέθηκαν στους πρώτους οικισμούς Άργισσα και Σέσκλο. Τα σιτηρά, εκτός από βασική τροφή, είχαν συναλλακτική αξία με υψηλή ζήτηση στις αγορές. Όσο οι αγρότες έσπερναν, θέριζαν και λίχνιζαν χωρίζοντας την ήρα από το σιτάρι, ο Κάμπος έσφυζε από ζωή. «Τα χρόνια που κυριαρχούσε ο Αλή Πασάς, η Θεσσαλία συγκέντρωνε γύρω στα 6.400.000 κιλά σιτάρι», αφηγείται ο καθηγητής Οικονομικών Βασίλης Πατρώνης.
Η σιτάρκεια καλύφθηκε μετά την προσάρτηση, όταν «οι εύποροι γαιοκτήμονες ακολούθησαν τη συμπεριφορά της Δύσης και προχώρησαν σε σημαντικές επενδύσεις επιφέροντας την τεχνική και παραγωγική αναβάθμιση. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι υπόλοιποι κτηματίες και αγρότες, μετατρέποντας τη Θεσσαλία σε σιτοβολώνα της Ελλάδας και επιλύοντας το χρόνιο έλλειμμα της χώρας σε δημητριακά», αναφέρει ο καθηγητής Ιστορίας του Αγροτικού Κόσμου Δημήτρης Γ. Παναγιωτόπουλος.
Τον τίτλο του σιτοβολώνα της Ελλάδας κατείχε έως τα τέλη του 20ού αιώνα ο Θεσσαλικός Κάμπος, ενώ σήμερα την πρωτιά έχει ο Κάμπος της Μακεδονίας. «Το 40% της καλλιέργειας σκληρού σιταριού απορροφάται από τις βιομηχανίες ζυμαρικών και το 60% εξάγεται, σε αντίθεση με την καλλιέργεια μαλακού σιταριού που είναι αρκετά μικρή και για να καλυφθούν οι ανάγκες οδηγούμαστε σε εισαγωγές», εξηγεί ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας.
Η συνολική κατανάλωση αλεύρων, ψωμιού και δημητριακών στα νοικοκυριά, ανά άτομο, φτάνει στα 12,9 κιλά/μήνα, με το 1 κιλό (957 γρ.) να καλύπτουν τα ζυμαρικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βιομηχανία ζυμαρικών Stella, που από το 1957 έως σήμερα επεξεργάζεται αποκλειστικά σκληρό σιτάρι από τον Κάμπο.
Το 51% της αμυγδαλιάς ανθίζει στον θεσσαλικό κάμπο
Οι κλιματικές και εδαφολογικές συνθήκες καθιστούν ιδανική την καλλιέργεια καρποφόρων δέντρων, και ειδικότερα της αμυγδαλιάς, βάζοντας τη Θεσσαλία στην πρώτη θέση της εθνικής παραγωγής, με ποσοστό που αγγίζει το 51%. Το 2022 η Λάρισα έφτασε στα 66.321 στρέμματα αμυγδαλοπαραγωγής, ενώ η Μαγνησία στα 21.728.
«Επιλέξαμε περιοχές που είχαν ετήσιες καλλιέργειες και δροσίσαμε τον Κάμπο εφαρμόζοντας πράσινες μεθόδους πυκνής βλάστησης. Φυτέψαμε πέντε φορές περισσότερα δέντρα απ’ ό,τι συνηθίζεται στη συμβατική καλλιέργεια», αναφέρει η Ειρήνη Σπανούλη, μέλος του συνεταιρισμού «Καρπολόγιο» και πρώτη νικήτρια του θεσμού γυναικείας ενδυνάμωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για τις ανάγκες της παραγωγής της, η παλαιότερη ελληνική σοκολατοβιομηχανία προμηθεύεται σε ετήσια βάση 2.000 τόνους αμύγδαλα που καλλιεργούνται στην περιοχή του Συκουρίου. «Η ΙΟΝ αγοράζει αποκλειστικά όλη την ποσότητα αμυγδάλων που χρειάζεται από αυτή την περιοχή. Για να εξασφαλίσουμε την απόλυτη ποιότητα, εφαρμόζουμε σύστημα Ολοκληρωμένης Διαχείρισης στα κτήματα των συνεργατών», εξηγεί ο διευθυντής Μάρκετινγκ Μιχάλης Φιλιππίδης.
Ο υπεραιωνόβιος φουντουκεώνας
Στη σκιά του Κισσάβου, στην Αγιά, η πέμπτη γενιά της οικογένειας Πέτρου καλλιεργεί σε 100 στρέμματα 3.000 φουντουκόδεντρα, τα οποία μεταποιεί στην καθετοποιημένη μονάδα της. «Η φουντουκιά στην Ελλάδα είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Η καλλιέργεια μειώθηκε στα τέλη του ’80. Αιτία όμως δεν ήταν η κλιματική αλλαγή, αλλά η μόδα που αντικατέστησε τις φουντουκιές με άλλες καλλιέργειες, όπως φρούτα, καθώς και πιο εύκολες μονοετείς καλλιέργειες, όπως το καλαμπόκι», μας εξήγησε ο Ιωάννης Πέτρου.
Το 53% της ελληνικής φάβας καλλιεργείται στα Φάρσαλα
Η μεγαλύτερη παραγωγή οσπρίων σημειώνεται στην ευρύτερη περιοχή των Φαρσάλων. Στο σύνολο της εγχώριας παραγωγής, τα φασόλια καλλιεργούνται σε ποσοστό 12%, οι φακές σε 36%, τα ρεβίθια σε 35% και το μεγαλύτερο ποσοστό σημειώνει η φάβα (λαθούρι) Φαρσάλων σε ποσοστό που αγγίζει το 53%. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ανήσυχοι παραγωγοί των Φαρσάλων και της Καρδίτσας πειραματίζονται με αναβιωμένες ποικιλίες και νέες καλλιέργειες, όπως κεχρί και κινόα.
Στον Ενιπέα 100 μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού καλλιεργούν, μεταξύ άλλων, όσπρια όπως φακές, φασόλια και ρεβίθια τύπου Αμοργού. «Είναι 3-4 χρόνια που έχουμε καταργήσει τις άλλες ποικιλίες. Η καλλιέργεια της Αμοργού, επειδή είναι ελληνική, είναι ανθεκτική στο κλίμα και φιλική στο περιβάλλον, έχει μικρότερη απόδοση, όμως ψεκάζουμε πολύ λιγότερο», εξηγεί ο γεωργός Νίκος Γούσιος. «Η περσινή χρονιά ήταν μέτρια λόγω των βροχοπτώσεων.
Μαζέψαμε 40 τόνους ρεβίθια και φέτος υπολογίζουμε στους 60 τόνους. Επίσης, πέρυσι είχαμε 25 τόνους φακές και 10 τόνους φασόλια μεσαία, στα οποία φέτος αυξήσαμε την καλλιέργεια και υπολογίζουμε ότι θα δώσουν 25 τόνους», αναφέρει η γεωπόνος Χαρούλα Καρατοσίδου.
Στο 51% η καλλιέργεια βιομηχανικής ντομάτας
Παγκοσμίως η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην παραγωγή βιομηχανικής ντομάτας και η μεταποίησή της είναι ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα.
Στη Θεσσαλία η καλλιέργεια αγγίζει το 51% της συνολικής εγχώριας παραγωγής, που αντιστοιχεί σε 21.208 στρέμματα (146.172 τόνοι). Ωστόσο, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι υψηλό λόγω του υπερβολικού ποτίσματος από την έναρξη της ωρίμασης έως τη συγκομιδή. Οι αζωτούχες λιπάνσεις οδηγούν μεν σε υπερπαραγωγές, υποβαθμίζουν όμως την ποιότητα πιέζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα.
Τα σκόρδα Πλατυκάμπου
Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το μικροκλίμα του Πλατυκάμπου με τις σημαντικές διαφορές θερμοκρασίας ημέρας και νύχτας ευνοεί την καλλιέργεια του σκόρδου. «Ο σπόρος είναι παλιός και υπήρχε πάντοτε στην περιοχή. Όλη η διαδικασία γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο, χειρωνακτικά, όπως μάθαμε από τους παππούδες μας», αναφέρει ο Γιάννης Κουκούτσης, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλατυκάμπου, και συνεχίζει: «Ποιοτικά βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας αγοράς και δυστυχώς δεν έχει πάρει την αναγνώριση που πρέπει.
Στο πρόσφατο παγκόσμιο συμπόσιο για τα σκόρδα, οι Κινέζοι επιβεβαίωσαν ότι έχει τη μεγαλύτερη αντιοξειδωτική δράση, είναι πραγματικό φάρμακο». Τα 12 μέλη της Ομάδας Παραγωγών Σκόρδου καλλιεργούν αποκλειστικά το Entopio που διεκδικεί αναγνώριση ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Στις αρχές του χρόνου ανακοινώθηκε η συνεργασία με την ιαπωνική Wakunaga Pharmaceutical Company και τη χρήση του αποκλειστικά για φαρμακευτικούς σκοπούς.
Πάντως, σύμφωνα με ενημέρωσή μας από την Περιφέρεια Θεσσαλίας, ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί κάποια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάθεση του φακέλου, όπως για παράδειγμα ένα συσκευαστήριο και τυποποιητήριο στον Πλατύκαμπο, που θα δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό ΠΟΠ.
Τι φρούτα παράγει ο Κάμπος;
Την πρώτη θέση των φρούτων κατέχουν τα αχλάδια Τυρνάβου, καλύπτοντας το εντυπωσιακό 56% της εθνικής παραγωγής, ενώ εξίσου έντονη παραγωγή με εξαγωγική δραστηριότητα σημειώνουν τα μήλα Αγιάς, τα βερίκοκα, τα ροδάκινα και τα κεράσια.
Ξινόμηλα Αγιάς στα τελάρα
«Η οικογένειά μας καλλιεργεί κεράσια περισσότερο από 35 χρόνια. Φέτος, που δεν είχαμε χειμώνα, είχαμε μειωμένη παραγωγή. Ο καύσωνας έχει αλλάξει το πρόγραμμα συγκομιδής και ερχόμαστε στο κτήμα απογεύματα για να έχει πέσει η ζέστη. Τώρα μαζεύουμε τα τελευταία γιατί έχουμε ειδοποίηση για χαλάζι μεθαύριο», εξηγεί η κερασοπαραγωγός Βασιλική Δρόλια.
Προστατευόμενες Προελεύσεις και Γεωγραφικές Ενδείξεις
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγικούς κάμπους δεν έχει αρκετά κατοχυρωμένα προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ). Η απουσία τους έχει σημαντικές επιπτώσεις καθώς χάνεται η ευκαιρία για αύξηση της προστιθέμενης αξίας των παραγόμενων προϊόντων και οι παραγωγοί καλούνται να αντιμετωπίσουν το ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με άλλες περιοχές, ενώ περιορίζεται η προβολή της τοπικής ταυτότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Με ανακοίνωση του περιφερειάρχη Θεσσαλίας Δημήτρη Κουρέτα, στο πλαίσιο του προγράμματος «Δράσεις προώθησης τοπικών προϊόντων της Θεσσαλίας», εγκρίθηκαν και προχώρησαν στο επόμενο στάδιο οι φάκελοι για τις έξι περιοχές ΠΓΕ: Μήλα Αγιάς, Ρεβίθια Αμοργός Φαρσάλων, Αμύγδαλο Τεμπών, Ακτινίδιο Δέλτα Πηνειού, Βοσκοτύρι Λιβαδιού και Οινικά Προϊόντα Τύρναβος. Επίσης, προς πιστοποίηση εγκρίθηκαν οι φάκελοι για τα επτά προϊόντα ΠΟΠ: Κάστανα Πηλίου, Κάστανα Μελιβοίας, Κάστανα Αμπελακίων, Κάστανα Καρίτσας, Εντόπιο Σκόρδο Πλατυκάμπου, Αχλάδι Κρυστάλι Τυρνάβου και Οινικά Προϊόντα Πρόποδες Αγράφων.
«Η Περιφέρεια Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, έχει εκπονήσει μελέτες για τα οινικά προϊόντα που έχουν ήδη ένδειξη ΠΓΕ, προκειμένου να διεκδικήσουν την αναβάθμιση σε ΠΟΠ και να λάβουν την προστιθέμενη αξία που τους αναλογεί», διευκρινίζει ο κ. Κουρέτας.
Τα αμπελοτόπια της Θεσσαλίας
«Στον Νομό Καρδίτσας πιο διάσημη ποικιλία είναι η Μεσενικόλα. Άλλες κύριες ποικιλίες είναι το Μαύρο Μοσχάτο, μικρόρωγο, αρωματικό, που δεν έχει τόσο χυμό και γίνεται κυρίως τσίπουρο, αλλά και Ροδίτης, Μπατίκι, Ξινόμαυρο, Syrah, Ασύρτικο, Μαλαγουζιά και Λημνιώνα. Στη δική μου οικογένεια, κάναμε πάντοτε τσίπουρο και υπήρχε μια μικρή παράδοση στην παλαίωση, γιατί έβαζαν κάποια αποστάγματα σε βαρέλια, χωρίς όμως να γίνεται συστηματικά. Έτσι, από μικρός πειραματιζόμουν, ενώ με τα ταξίδια μου σε όλο τον κόσμο παρατήρησα πως υπήρχαν καταπληκτικά αποστάγματα χωρίς καλή πρώτη ύλη, ενώ εδώ, με άριστη πρώτη ύλη, δεν υπήρχε παλαίωση. Οπότε, όταν ασχολήθηκα επιστημονικά, αφιερώθηκα στην παλαίωση του τσίπουρου. Αν και πειραματίζομαι περισσότερο από 30 χρόνια, το 2009 ξεκίνησα επίσημα τις πρώτες παλαιώσεις και το 2011 έγινε η πρώτη εμφιάλωση του Púro», μας λέει ο αποσταγματοποιός και οινοποιός Θάνος Καραθάνος που δραστηριοποιείται στο Παλιούρι Καρδίτσας.
Ο αμπελώνας του Χρήστου Ζαφειράκη με λημνιώνα στον Τύρναβο
Στον Τύρναβο τώρα, ο οινοποιός Χρήστος Ζαφειράκης, εκφραστής της νέας αμπελοοινικής εποχής, αφηγείται: «Εδώ βρίσκεται το 55% των αμπελώνων της Θεσσαλίας. Πριν ανοίξει ο συνεταιρισμός, αλλά και μετά, οι περισσότεροι είχαν βαρέλια στα υπόγεια και έφτιαχναν κρασί από Ξινόμαυρο, Λημνιώνα, Μοσχάτο, Μπατίκι, Κουκούλι, Κοκκινάδι. Οι ιστορικές αναφορές αποδεικνύουν ότι οι παππούδες μας είχαν Λημνιώνα και γνωρίζουμε ότι μετά τη φυλλοξήρα αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί ως ποικιλία είναι ευαίσθητη στις βροχές και το κρύο και δεύτερον για λόγους οικονομικούς. Είχαν στα χέρια τους Μοσχάτο Τυρνάβου, το οποίο πουλιόταν ως βρώσιμο, γινόταν κρασί μυρωδάτο και μετά τσίπουρο – γιατί λοιπόν να μην αφοσιωθούν σε αυτό; Εμείς, κυκλοφορήσαμε για πρώτη φορά μονοποικιλιακή Λημνιώνα στην ελληνική αγορά το 2009 από τον τρύγο του 2007».
Σήμερα, 24 οινοποιεία και αποσταγματοποιεία συμμετέχουν στους Δρόμους του Κρασιού Θεσσαλίας. Η παραγωγή οίνων ΠΓΕ Θεσσαλία, ΠΟΠ Ραψάνη και Μεσενικόλα, η καλλιέργεια της ανερχόμενης Λημνιώνας, αλλά και το Μαύρο Μοσχάτο Τυρνάβου ή Αμβούργου τα χαρακτηρίζουν κατά κύριο λόγο.
Κάρλα, η λίμνη που 'θελε να 'ναι θάλασσα
Η Κάρλα, γνωστή στην αρχαιότητα ως Βοιβηίς, ήταν μία από τις μεγαλύτερες λίμνες της Ελλάδας, προσφέροντας πλούσιες δυνατότητες στην αλιεία, στην άρδευση και την καλλιέργεια. Τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο ενός μεγάλου αρδευτικού έργου, η λίμνη αποξηράνθηκε, ταράζοντας το οικοσύστημα και τις τοπικές κοινωνίες. Οι ψαράδες που ζούσαν γύρω της άφησαν πίσω τη μέχρι τότε παραδοσιακή αλιεία και έγιναν γεωργοί. Μερικές δεκαετίες αργότερα, η αποξήρανση είχε αρνητικές συνέπειες και το 2000 ξεκίνησε το μεγάλο έργο της αποκατάστασης του οικοσυστήματος.
Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου 2023, ο κυκλώνας Daniel χτύπησε τον Κάμπο. Ένα ακραίο φαινόμενο κατά το οποίο 3,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα βρόχινου νερού έπεσαν πάνω από την περιοχή της κοίτης του Πηνειού, από τα οποία περίπου 3 δισ. έπεσαν μέσα σε 48 ώρες. Μόλις 20 ημέρες μετά, ακολούθησε η έλευση του κυκλώνα Elias με επίσης μεγάλη ένταση ως φαινόμενο και με ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες.
Η Κάρλα δέχθηκε τόσο νερό που έγινε η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας. Πλημμύρισε με εκατοντάδες εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού από το σπάσιμο των αναχωμάτων κοντά στη Γυρτώνη και καλύφθηκαν με νερό περίπου 140.000 στρέμματα γεωργικής γης.
Η λίμνη Κάρλα σήμερα και αύριο
Ακόμα και σήμερα η Λίμνη Κάρλα παραμένει πλημμυρισμένη, ενώ η αποθηκευτική της ικανότητα δεν μπορεί να καλύψει μελλοντικά ακραία καιρικά φαινόμενα. Σε αναζήτηση λύσεων, ζητήθηκε από την ολλανδική εταιρεία συμβούλων HVA να προτείνει ένα γενικό σχέδιο για τη διαχείριση των υδάτων και την αντιμετώπιση των γεωργικών προκλήσεων. Το master plan που παρέδωσε περιλαμβάνει μια σειρά από γενναία μέτρα:
• Να αυξηθεί η αποθηκευτική ικανότητα της λίμνης ώστε να μπορεί να συγκρατήσει τέτοιες ποσότητες.
• Να οριστούν καλλιεργημένες περιοχές ως ζώνες ελεγχόμενης πλημμύρας για να κατευθύνονται εκεί πλεονάζοντα ύδατα σε περίπτωση έντονων καιρικών φαινομένων.
• Να αποτραπεί η απόρριψη των πλημμυρικών υδάτων προς τη λίμνη, με την ενίσχυση των αναχωμάτων και την κατασκευή ενός υπερχειλιστή στο φράγμα της Γυρτώνης.
• Να αποσυρθούν ορισμένες γεωργικές εκτάσεις από την παραγωγή και να μετατραπούν σε φυσικές περιοχές (nature areas).
• Σταδιακή μετάβαση των καλλιεργειών χαμηλής αξίας και υψηλών απαιτήσεων σε νερό (βαμβάκι, καλαμπόκι) σε καλλιέργειες κηπευτικών και φρούτων, που απαιτούν λιγότερο νερό και έχουν υψηλότερη αξία παράγοντας μεγαλύτερο εισόδημα.
Ως απάντηση, η Περιφέρεια Θεσσαλίας, σε συνεργασία με ομάδα επιστημόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, προτείνει:
• Να κατασκευαστεί τάφρος μεταφοράς νερού από την περιοχή της Γυρτώνης προς τη νέα Κάρλα.
• Να αυξηθεί η λίμνη σε μέγεθος έτσι ώστε να εξυπηρετήσει πλημμυρικά φαινόμενα και να αποτρέψει, για παράδειγμα, την πλημμύριση της πόλης της Λάρισας.
• Η επέκταση να καταλάβει έκταση περίπου 60.000 στρεμμάτων. Από αυτά, τα 100 εκατ. κ.μ. νερού να χρησιμοποιηθούν για την άρδευση περίπου 230.000 στρ. βαμβακιού ή άλλων καλλιεργειών παραπλήσια χαμηλών υδατικών αναγκών. Η επέκτασή της νέας λίμνης μπορεί να επιτευχθεί με:
• Τη χρησιμοποίηση 11.000 στρ. παρακαρλίων εκτάσεων του Δημοσίου που δεν έχουν αποδοθεί σε γεωργούς.
• Τη χρησιμοποίηση 10.000-12.000 στρ. που αποδίδονται για γεωργοκτηνοτροφική χρήση, αλλά λόγω αλατότητας και μεγάλης κατακράτησης νερού είναι πολύ χαμηλής παραγωγικότητας και μεγάλου ρίσκου πλημμύρας.
Άνω-κάτω ο υδροφόρος ορίζοντας
Από τη μία οι καταστροφικές πλημμύρες και από την άλλη η κλιματική αλλαγή φέρνουν τα πάνω κάτω στη γεωργική ζωή. Οι καλλιέργειες των καρποφόρων είναι υπερπρώιμες, ενώ η Κάρλα παραμένει πλημμυρισμένη. Συνακόλουθα, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων υποβαθμίζει την ποιότητα του εδάφους και η υπερεντατική άντληση, ακόμα και τις μεσημεριανές ώρες με καύσωνα, απειλεί τα αποθέματα του υδροφόρου ορίζοντα.
Την ίδια στιγμή, η αγροοικολογική μετάβαση, η στροφή των καταναλωτών προς την αυθεντικότητα και η δυνατότητα να γίνουν τα θεσσαλικά προϊόντα αναγνωρίσιμα για την ποιότητά τους, αντί να επικεντρώνονται στη μείωση του κόστους παραγωγής, αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις για την αναδιάρθρωση του Θεσσαλικού Κάμπου. ©
πηγή: cantina