Όχι δεν πρόκειται για πρωταπριλιάτικο αστείο αλλά για πραγματικότητα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ύστερα από απόφαση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, από την προσεχή Παρασκευή 1η Απριλίου 2016, το αρχαίο Θέατρο της πόλης θα είναι πλέον μόνιμα ανοικτό στο κοινό, καθημερινά από τις 10:00 π.μ. έως τη 1:00 μ.μ. Η είσοδος στο μνημείο θα είναι ελεύθερη και θα πραγματοποιείται από την οδό Βενιζέλου. Υπενθυμίζεται ότι ανοικτός στο κοινό είναι και ο χώρος της Βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου.
Η ιστορία του
Το Α΄ αρχαίο θέατρο της Λάρισας, από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα του ελληνικού χώρου, κατασκευάσθηκε στις νότιες υπώρειες του λόφου Φρούριο, όπου βρισκόταν η οχυρωμένη ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Μάλιστα, φαίνεται ότι ήταν ενταγμένο στον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας Λάρισας, καθώς οι δρόμοι των παρόδων του αποτελούσαν συνέχεια των μεγάλων δημόσιων πομπικών οδών της. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η κατασκευή του ανάγεται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Στους πρώτους αιώνες λειτουργίας του, εκτός από χώρος για την τέλεση θεατρικών παραστάσεων, χρησιμοποιήθηκε και για τις συνελεύσεις του ανώτατου διοικητικού οργάνου της περιοχής, του Κοινού των Θεσσαλών. Στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα και με αυτή τη μορφή συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το τέλος του 3ου αι. μ.Χ., ενώ την περίοδο αυτή, οι θεατρικές παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις πραγματοποιούνταν στο λιτό Β΄ αρχαίο θέατρο της πόλης.
Μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου βρισκόταν κάτω από ιδιωτικά οικόπεδα και κατοικίες, αλλά με τις εκσκαπτικές εργασίες των τελευταίων ετών αποκαλύφθηκε σχεδόν ολόκληρο. Πρόκειται για τεράστιο μνημείο, κτισμένο σχεδόν αποκλειστικά από μάρμαρο, με πλούσιο πλαστικό διάκοσμο. Το κοίλο αποτελούσε η ίδια η πλαγιά του λόφου, που είχε διαμορφωθεί σε αναβαθμούς για την τοποθέτηση των εδωλίων, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο, που προέρχεται από το αρχαίο λατομείο στο Καστρί Αγιάς. Το διάζωμα, ένας διάδρομος πλάτους 2 μ., χώριζε το κοίλο στο κάτω ή κυρίως θέατρο και στο επιθέατρο. Το επιθέατρο έχει καταστραφεί στο μεγαλύτερο μέρος του, αλλά γνωρίζουμε ότι με 20 κλιμακίδες ανόδου χωριζόταν σε 22 κερκίδες, με 14 ως 18 σειρές εδωλίων η καθεμιά. Στα πλαϊνά του ήταν πιο περιορισμένο, δημιουργώντας χώρο για ράμπα ή κλίμακα για την άνοδο των θεατών. Το κυρίως θέατρο χωριζόταν με 10 κλιμακίδες ανόδου σε 11 κερκίδες, η καθεμιά από τις οποίες διέθετε 25 σειρές εδωλίων. Το πέρας του κυρίως θεάτρου προς την ορχήστρα ήταν κατασκευασμένο με μαρμάρινους κυβόλιθους, που χρησίμευαν για την αντιστήριξη των κερκίδων. Κατά τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα, τον 1ο αι. π.Χ., αφαιρέθηκαν οι τέσσερις πρώτες σειρές εδωλίων για να διευρυνθεί η ορχήστρα κατά 4 μ. περίπου, ενώ επάνω στην παλαιά πέμπτη σειρά, που έγινε πλέον πρώτη, τοποθετήθηκαν μαρμάρινα ενεπίγραφα θυρώματα σε δεύτερη χρήση. Τα εδώλια που αφαιρέθηκαν, τοποθετήθηκαν για στατικούς λόγους κάτω από τα θυρώματα. Στόχος αυτών των μετατροπών ήταν η προστασία των θεατών. Μπροστά από το κατώτατο τμήμα του κυρίως θεάτρου και περιμετρικά της ορχήστρας βρέθηκε κτιστός αποχετευτικός αγωγός, πλάτους 1 μ., καλυμμένος με λειασμένες μαρμάρινες πλάκες. Ο αγωγός διαπερνά τη θεμελίωση της σκηνής με δύο εξόδους και κάπου πίσω από αυτή θα έστριβε προς τον Πηνειό ποταμό. Η ορχήστρα δεν έχει ακόμα ανασκαφεί, αλλά υπολογίζεται ότι είχε διάμετρο μεγαλύτερη από 25 μ. Οι δύο πάροδοι, μαζί με τους αναλημματικούς τοίχους τους, που αποτελούνται από λειασμένους κυβόλιθους λευκού μαρμάρου, αν και δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρως, διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.
Η σκηνή, που αποτελείται από τέσσερα δωμάτια με τρεις εισόδους ανάμεσά τους, είναι το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του θεάτρου. Σε αυτή διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη (πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.), που είναι σύγχρονη με την κατασκευή του θεάτρου, οι τοίχοι ήταν κτισμένοι με λαξευτούς πωρόλιθους και κοσμούνταν με ζωγραφικούς πίνακες. Τα δυο πλαϊνά δωμάτια είχαν ανεξάρτητες εισόδους από το νότιο τοίχο και ήταν απλώς σκευοθήκες, ενώ τα δύο εσωτερικά δωμάτια επικοινωνούσαν με εσωτερικές θύρες και ήταν χώροι για την ετοιμασία των υποκριτών. Στη δεύτερη φάση (πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ.), μπροστά στη σκηνή, προς την πλευρά της ορχήστρας, προστέθηκε το προσκήνιο, συνολικού μήκους 20 μ. και πλάτους 2 μ. Είχε έξι παραστάδες και έξι μονολιθικούς δωρικούς ημικίονες σε παράταξη, και επάνω στην κιονοστοιχία του στηριζόταν δωρικός θριγκός, ενώ όλη η κατασκευή υποβάσταζε ένα ξύλινο πατάρι, το λογείο, όπου έπαιζαν οι υποκριτές. Στην τρίτη οικοδομική φάση, των αρχών του 1ου αι. μ.Χ., η σκηνή υπέστη σοβαρή αλλοίωση, που σχετιζόταν και με τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα. Τότε προστέθηκαν πολυτελείς μαρμάρινες επενδύσεις, ημικίονες, πεσσοί και γλυπτά, καθώς και δεύτερος όροφος, για τη μορφή του οποίου δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά στοιχεία.
Το θέατρο ήταν ορατό στο ανώτερο μέρος του μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ωστόσο ύστερα από το σεισμό που έγινε στη Λάρισα το 1868, το κοίλο καλύφθηκε με τα ερείπια των πλινθόκτιστων σπιτιών που καταστράφηκαν, και επάνω στην επίχωση αυτή οικοδομήθηκαν νέα κτήρια. Επί πλέον, όσο το μνημείο ήταν ορατό, πολλοί λίθοι του απομακρύνθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό. Οι ανασκαφές για την αποκάλυψή του ξεκίνησαν το 1910, με τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Απόστολο Αρβανιτόπουλο, που έφερε στο φως ένα μέρος της σκηνής. Αποφασιστικής σημασίας για την αποκάλυψη του μνημείου, όμως, υπήρξε το ευρύτατο πρόγραμμα απαλλοτριώσεων, που άρχισε το 1990, συνεχίσθηκε το 1998 και ολοκληρώθηκε το 2000.
ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων