Σημαντικές ενστάσεις για το νέο θεσμικό πλαίσιο που προωθεί η κυβέρνηση για την πάταξη του φαινομένου του «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος», ως προς την αποτελεσματικότητα και την επάρκεια των διατάξεων του νομοσχεδίου, εξέφρασε από το βήμα της βουλής, ο βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Βασίλης Κόκκαλης.
Πρόκειται για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με θέμα την πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Μεταξύ άλλων ο κ. Κόκκαλης ανέφερε:
«Νομιμοποίηση εσόδων- «ξέπλυμα μαύρου χρήματος» είναι από τους νόμους ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαφωνιών στην πράξη τη δικαστηριακή. Είναι ένας νόμος, από το 1995 ο πρώτος νόμος, ο οποίος αντιμετώπισε πολλές δυσχέρειες από τους ερμηνευτές του.
Κατά την άποψή μου, οι δυσχέρειες αυτές οφείλονταν στις λάθος νομοθετικές επεμβάσεις, σε κάποιες πρόχειρες νομοθετικές παρεμβάσεις.
Τι είναι το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος», η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα;
Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, οι οποίες ξεκίνησαν από το 1995 και συνεχίζονται, σύμφωνα με τις Οδηγίες τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να ενσωματώσουμε, είναι εγκληματική δραστηριότητα η οποία περιγράφεται που αφορά δράστη ή δράστες που τελούν κύρια, βασικά, κρίσιμα αδικήματα, συμμετέχουν αυτοί οι δράστες σε μια οργανωμένη ομάδα η οποία έχει σκοπό να προσθέσει ακόμη έναν αρμό στην ενίσχυση της διεισδυτικότητας -αυτό είναι το πιο σημαντικό- για τον έλεγχο της οικονομίας και της εξουσίας, είτε η οικονομία είναι τοπική είτε είναι εθνική, είτε η εξουσία είναι τοπική είτε είναι εθνική.Με ποιο τρόπο;
Με την προσπάθεια η περιουσία η οποία προέρχεται από συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα να γίνει νόμιμη, επενδυόμενη αυτή σε νόμιμους τομείς της οικονομίας.
Ο ν. 3691/2008 ήρθε και με αυτόν τον νόμο κάθε αξιόποινη πράξη η οποία είχε ένα οικονομικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι και νομιμοποίηση εσόδων, θα μπορούσε να είναι και «ξέπλυμα μαύρου χρήματος».
Συμβαίνει το εξής παράδοξο. Η χώρα μας, κινούμενη δυστυχώς στα όρια της διεθνούς νομιμοποίησης, μη αντιλαμβανόμενη και αδυνατώντας να συλλάβει την αληθινή εκδοχή του «ξεπλύματος μαύρου χρήματος» διεύρυνε τη βάση του αδικήματος, δημιούργησε μια ποινική ύλη, ώστε να μπορεί εκπροσώπως να λέει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς κοιτάξτε πόσες καταδίκες έχουμε για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Το θέλει, όμως, αυτό πραγματικά ο νομοθέτης;
Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο κρίσιμα προβλήματα που αντιμετώπισε ο νομός ήταν αν ο δράστης του βασικού εγκλήματος μπορεί να είναι ίδιος με τον δράστη του ύστερου, του επόμενου αδικήματος. Ποιο είναι το έννομο αγαθό; Αναρωτηθήκατε ποτέ, τουλάχιστον οι νομικοί, που προσβάλλεται με αυτά τα δύο αδικήματα; Είναι το ίδιο ή είναι διαφορετικό; Όλα αυτά τα αντιμετώπισε η νομολογία. Και είναι κρίμα να μην λαμβάνεται υπόψη σπουδαία και πλούσια νομολογία, τουλάχιστον αρεοπαγιτική, για τη διαμόρφωση των σχετικών νομοθετημάτων.
Έχουμε αφενός τα βασικά εγκλήματα, από τα οποία τουλάχιστον ο ερμηνευτής του δικαίου μπορεί να αντλήσει κάποια σημαντικά πράγματα κι έχουμε την περίπτωση ΚΑ΄, κάθε αξιόποινη πράξη που απειλείται με ποινή στερητική της ελευθερίας και έχει οικονομικό αποτέλεσμα, συνεπώς όλα τα αδικήματα τα οποία έχουν οικονομικό αποτέλεσμα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν μαζί με τις αξιόποινες πράξεις ως συνοδευτικά αδικήματα το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Η έννοια, ο σκοπός των ευρωπαϊκών συνθηκών, τις οποίες ενσωματώνουμε, έχω την εντύπωση ότι δεν είναι αυτός. Να σας πω ένα παράδειγμα: Μικρομεσαίος επιχειρηματίας οφείλει στην εφορία από μη καταβολή ΦΠΑ -έχει τελέσει, συνεπώς, το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο- και ταυτόχρονα κάνει δωρεά στο γιό του μία μοτοσυκλέτα. Θα μπορούσε ή όχι να θεωρηθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα εφόσον έχει τελέσει το αδίκημα το βασικό, το οποίο τυποποιείται στον νόμο;
Εδώ είναι αξιοσημείωτο να πούμε το εξής: Το 1998 κυρώθηκε η Σύμβαση για το Στρασβούργο. Σε αυτή τη Σύμβαση, η χώρα μας διατήρησε επιφύλαξη σύμφωνα με το άρθρο 6. Τι έλεγε αυτή η επιφύλαξη; Ότι εγώ ως χώρα θεωρώ ως βασικά εγκλήματα αυτά και μόνο που περιγράφονται στον αρχικό νόμο του 1995, στο άρθρο 1. Αυτή η επιφύλαξη κοινοποιήθηκε στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και απέκτησε ισχύ εθνικού νόμου. Δεν γνωρίζω εάν έγινε άρση αυτής της επιφύλαξης.
Αυτό γιατί το λέω; Αν ο κατάλογος των αδικημάτων αυξάνεται ή και μειώνεται, ουσιαστικά θα έχουμε αλλοίωση αυτής της επιφύλαξης.
Προβληματική είναι και η περίπτωση για τα αδικήματα της παραγράφου 1, καταδίκη χωρίς ταυτοποίηση των δραστών. Παραβιάζεται μια βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου, το τεκμήριο αθωότητας. Όχι με προχειρότητες. Τουλάχιστον λάβετε υπόψη σοβαρά τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων, ότι πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος και το πρόσωπο του δράστη στην περίπτωση πια της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας.»