Με κάθε λαμπρότητα και με μεγάλη την συμμετοχή των Λαρισαίων πιστών τελέσθηκε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλίου η λαμπρά τελετή της Αναστάσεως, το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, καθώς και η πρώτη Αναστάσιμη Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ.Ιγνατίου, παρουσία των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της πόλεως.
Μ Η Ν Υ Μ Α
τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἰγνατίου πρός τούς Ἀδελφούς Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης καί Τυρνάβου
Ἀπόψε, ἀδελφοί μου, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ κτιστοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ ἀκούεται ὁ θριαμβευτικός παιᾶνας «Χριστός Ἀνέστη». Πλημμυρίζουν τά σύμπαντα ἀπόψε ἀπ’ αὐτή τήν χαρμόσυνη ἰαχή. Αὐτήν πού ψάλλει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία γιά νά διαμηνύσῃ τό μέγα τῆς Ἀναστάσεως γεγονός. Αὐτός ὁ χαιρετισμός πού ὡς μῦρο ἐκκενωθέν καί ὡς βάλσαμο ἐξεχύθη ἄφθονο στίς πονεμένες ψυχές εἶναι ἡ χαρά καί ἡ λύτρωσις ὅλων μας. Τό δῶρο τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ μεγαλυτέρα εὐτυχία τῆς ζωῆς μας. Ζῆ ὁ νεκρεγέρτης Κύριος. Ἀνεστήθη ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Ἐνικήθη εἰς τέλος ὁ θάνατος κι ἀπ’ τόν τάφο ἀνέτειλε ζωή. Τί ἄλλο θέλουμε; Τί εἶναι μεγαλύτερο ἀπ’ αὐτό; Μέσα στό φόβο, καί τήν κρίσι τῶν ἡμερῶν πού ζοῦμε, στήν πτωχεία καί τήν ἀνεργία, τήν ἀπαξίωσι καί τήν ἐξουθένωσι, μέ πρῶτο καί κύριο πρόβλημα τόν ἐξανδραποδισμό καί τήν ἐπέλασι χιλιάδων ἀλλοφύλων καί ἀλλοθρήσκων στήν φτωχή μας χώρα, σάν νἄμαστε ὁ στόχος γιά νά βγάλουν τό ἄχτι τους ὅλοι οἱ δυνατοί τοῦ κόσμου, τί ἄλλο νά θέλουμε; Ν’ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς ὅλοι μας τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, ποὖναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος στούς αἰῶνες, ν’ ἀκούσουμε μέ τή ζεστή φωνή της νά μᾶς μεταδίδῃ μέ ἀνείπωτη καί ἀπερίγραπτη χαρά τήν χαροποιό εἴδησι. Αὐτή πού δέν ἀπαλείφεται ποτέ. Πού μᾶς προσφέρεται ὡς θησαυρός ἀθανασίας πού πλημμυρίζει τόν ἐσωτερικό μας κόσμο. Αὐτό τό χαῖρε πού ἀπηύθυνε στίς Μυροφόρες ὁ Ἀναστάς Κύριος λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων, τό ἀπευθύνει σ’ ὅλες τίς γενεές τῶν πιστῶν, σ’ ὅλους τούς πιστούς πού τόν ἀναγνωρίζουν γιά Κύριο καί Θεό τους, ἀνεξαρτήτως τάξεως, ἡλικίας ἤ μορφώσεως. Σ’ ὅλους μας συνιστᾶ νά χαίρουμε. Καί τώρα ὅπως τότε. Ἄς εἶναι δύσκολοι οἱ καιροί κι ἄς εἶναι ζοφώδης ὁ Οὐρανός, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία δέν μισαλλοδοξεῖ καί δέν κλείνει τά μάτια της μπροστά στό δρᾶμα τῶν προσφύγων ἀδελφῶν μας ἀπ’ ὅπου κι ἄν προέρχωνται, ἡ ὁποία δέν ὑποστέλλει τά Λάβαρά της οὔτε ἐνώπιον ἐπερχομένων κινδύνων, χτυπᾶ χαρμόσυνα τίς καμπάνες καί μᾶς καλεῖ ν’ ἀφήσουμε κάθε καταθλιπτική σκέψι πού μᾶς κυριεύει καί νά ἀνέβουμε τόν ἀνηφορικό δρόμο τῆς ζωῆς μας μέ ὁδηγό αὐτή τήν ἀναστάσιμη χαρά καί νά πλημμυρίσουμε μέ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ νύχτα ἀπόψε αὐτή ἡ φωταυγής. Φωτίζει τά πάντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Λαμπαδηφόροι κι ἐμεῖς ἀπόψε, ἀφοῦ λάβουμε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, δοξάζουμε τόν «Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Αὐτή ἡ θεία φωτοχυσία προαναγγέλλει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὦ αὐτός ὁ ἄριστος συμβολισμός, ἀδελφοί μου! Πρίν ἀπό λίγο σκότος καί τώρα φῶς. Ὅπως ἀκριβῶς πρίν ἀπό τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ἐπικρατοῦσε σκότος καί ἔρεβος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀποστασία, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἐνοχή δέν ἄφηνε τό φῶς τοῦ Ἠλίου τῆς Δικαιοσύνης νά φθάσῃ στή γῆ, νά φωτίσῃ καί νά θερμάνῃ. Τώρα ὅμως πού ἦλθε τό φῶς καί παρέδραμε τό σκότος καί παρῆλθε ἡ σκιά, τό φῶς αὐτό τῆς Ἀναστάσεως μένει πάντα καί θά μένῃ αἰωνίως στήν γῆ, στήν Ἐκκλησία μας, στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως πού διακρατεῖ τό φῶς καί «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Τόν ἄνθρωπο ὅμως πού θέλει. Διότι ὑπάρχουν δυστυχῶς καί ἄνθρωποι πού δέν θέλουν, ἄνθρωποι τοῦ σκότους. Τοῦ σκότους τῆς ἀγνοίας, τῆς πλάνης, τῆς ἁμαρτίας. Ἡ προσευχή μας εἶναι νά γνωρίσουν κι αὐτοί τό φῶς. Τό ἀνέσπερον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Νά φωτισθοῦν μάτια καί μέτωπα, καί πρόσωπα, καρδιές καί ψυχές. Δεῦτε λάβετε φῶς ἠκούσθη πρό ὀλίγου. Φῶς ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, φῶς ἡ Χάρις Του πού τελεσιουργεῖ τά Μυστήρια. Φῶς ἡ πίστις, φῶς ἡ ἀγάπη, φῶς ἡ ἁγνότης, φῶς ἡ κάθε ἐντολή καί ἀρετή διά νά φωτίζῃ πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον. Εἴδαμε, ἀδελφοί μου, τό σκότος μέ τά μάτια μας καί τρομάξαμε. Τό βλέπουμε στήν δυστυχία καί κακοδαιμονία τῶν καιρῶν, τό βλέπουμε σέ πρόσωπα, σκοτεινά, σκιερά, σέ ἀνθρώπους τῆς ἐνοχῆς, τῆς ἀγνοίας, τῆς θλίψεως τοῦ πόνου. Ἡ νύχτα αὐτή μᾶς καλεῖ στό ἰλαρό φῶς τῆς δόξης τοῦ Κυρίου. Νά περπατοῦμε στό δρόμο τῆς ζωῆς μας ὡς τέκνα φωτός καί μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, πού μέ τήν ἀναστάσιμη λαμπάδα στό χέρι ἀναμμένη, δοξολογοῦμε τόν Δείξαντα τό φῶς καί ἀναφωνοῦμε θριαμβευτικά τόν παιᾶνα «Χριστός Ἀνέστη», «Ἀληθῶς Ἀνέστη».