Σε μία κατάμεστη αίθουσα, στο κτίριο «Εξωραϊστική» στο Βόλο, παρουσιάστηκε την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017, το βιβλίο «Βήματα στο Χρόνο» της Βολιώτισσας ερευνήτριας Μαρίας Σπανού.
Μία βιβλιοπαρουσίαση ιδιαίτερα υψηλού πνευματικού επιπέδου που διήρκησε δύο ώρες και άφησε με τις καλύτερες δυνατές εντυπώσεις το ακροατήριο.
Το βιβλίο της Μαρίας Σπανού είναι ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό σύγγραμμα, καθώς είναι το αποτέλεσμα έρευνας για αρκετά μεγάλο διάστημα, με τεκμηρίωση που προκύπτει από επίσημα έγγραφα και στοιχεία.
Είναι ένα ιστορικό βιβλίο που αναφέρεται στη ζωή του ζεύγους Δημήτρη και Λυδίας Τσιμπούκη από την Μακρινίτσα. Πρόκειται για μία συμβολή στην τοπική ιστορία.
Η βιβλιοπαρουσίαση διοργανώθηκε από την Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών και το Μορφωτικό Ίδρυμα της Ένωσης Συντακτών Θεσσαλίας, Στερεάς και Εύβοιας με την ευγενική υποστήριξη του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων (ΚΕΒΙΜΑΣΥ).
Για την ιστορία των πρωταγωνιστών του βιβλίου μίλησαν – καθηλώνοντας το πολυπληθές ακροατήριο- οι κύριοιΔημήτρης Μπενέκος, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Γιώργος Γκέκος, ομότιμος καθηγητής του Πολυτεχνείου Ζυρίχης, οι οποίοι είχαν άμεση συμμετοχή στην έρευνα της Μαρίας Σπανού.
Αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε ηκ. Κατερίνα Αντωνακάκη, η οποία με τον δικό της μοναδικό τρόπο και την ασύγκριτη χρεία της φωνής της «ταξίδεψε» το κοινό σε εκείνη την εποχή. Την εκδήλωσε συντόνισε η δημοσιογράφος κ. Ροσσάνα Πώποτα.
Για την συνδιοργάνωση μίλησαν η εκπρόσωπος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών κ. Μηλίτσα Καραθάνου και η γραμματέας του Μορφωτικού Ιδρύματος της Ενωσης Συντακτών ΤούλαΚεκάτου. Ιδιαίτερη παρουσία και ο κ. Γ. Τσιμπούκης, απόγονος της οικογένειας, ο οποίος έχει κληρονομήσει και το ιστορικό σπίτι της Μακρινίτσας.
Η μελέτη – βιβλίο της Μαρίας Σπανού παρουσιάζει τη διαδρομή μιας παλιάς μακρινιτσιώτικης οικογένειας, της οικογένειας Τσιμπούκη. Άγνωστο από πού ακριβώς μετοίκησαν στη Μακρινίτσα, συγκαταλέγονται στους πρώτους συνοικιστές της αρχαιότερης συνοικίας του χωριού, της Παναγίας.
Από εκεί, συμμετέχουν δυναμικά στην προβιομηχανική ανάπτυξη της Μακρινίτσας. Ορισμένοι από αυτούς, όντες «φιλαπόδημοι» και επιχειρηματικοί, δραστηριοποιήθηκαν σε μια πιο διευρυμένη ακτίνα που καλύπτει ένα σημαντικό μέρος της μεσογειακής λεκάνης και τα μεγάλα κέντρα του παροικιακού ελληνισμού: τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τη Βλαχία και αλλού.
Αργότερα, η οικογένεια Τσιμπούκη συγκαταλέγεται στους πρώτους οικιστές νέας πόλης του Βόλου και της δυναμικής επέκτασής του. Η δράση ορισμένων εξ’ αυτών είναι αξιοσημείωτη. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η δραστηριότητα του εμπόρου Γεωργίου Τσιμπούκη, που με τη βοήθεια του Δ. Τοπάλη, ιδρύει το πρώτο σαραφικό εταιρικό κατάστημα (1863) του Βόλου. Αργότερα, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ένας άλλος ευπατρίδης της οικογένειας, ο Δημήτρης Α. Τσιμπούκης αποτελεί μια σημαίνουσα προσωπικότητα στην τοπική εκδοτική και δημοσιογραφική δράση, η οποία εξακτινώνεται στην Ευρώπη με μια διάσταση που σχεδόν αγγίζει την πολιτική.
Ο προσωπικός, επαγγελματικός και ιδεολογικός του βίος ακουμπά στα μεγάλα εθνικά γεγονότα και τις πολιτικές μεταστροφές των εποχών (Εθνικός Διχασμός, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος με τα επακόλουθά του, υπόθεση «Görlitz» και η ιδιότυπη αιχμαλωσία του Δ΄ Ελληνικού Σώματος Στρατού στο διάστημα 1916-1919, Μεσοπόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, Κατοχή).
Ο Δ. Τσιμπούκης ζώντας, επί αρκετά χρόνια στην Ελβετία, βιώνει ο ίδιος τη διεθνή απήχησή τους. Στη συνέχεια επιστρέφει στο Βόλο. Στο πλευρό του είναι πάντα η γυναίκα της ζωής του, Λύδια Κλάους, που διαδραματίζει και εκείνη ένα σπουδαίο ρόλο, ιδιαίτερα στη Μακρινίτσα όπου έμελλε να ζήσει όλη της τη ζωή.
Όπως τόνισε η συγγραφέας η μονογραφία παρουσιάζει στιγμές από την ιστορία της Μακρινίτσας μέσα από τη διαδρομή μιας παλιάς της οικογένειας. «Η οικογένεια Τσιμπούκη, που συγγενεύει με τις οικογένειες Ξαντά, Πέτρου, Ελαφρού, Αφεντούλη, Καρτάλη, Πυργιαλή και Χατζηρήγα, συγκαταλέγεται στους πρώτους οικιστές της νέας πόλης του Βόλου και της δυναμικής επέκτασής του».
Αναφερόμενη στον Δημητράκη Τσιμπούκη, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν οι Μακρινιτσιώτες, είπε ότι « μετά την καταιγίδα του Πολέμου και τη διεθνή απήχησή του όπως την είχε βιώσει στην Ελβετία όπου ζούσε, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου επέστρεψε στο Βόλο. Ασχολείται ενεργά με τον τόπο του, ως πρόεδρος της Κοινότητας Μακρινίτσας αρχικά, ως πολιτευτής του Βενιζέλου αργότερα, εκλογές του 1936, ξανά εκδότης και τέλος γ.γραμματέας του Δήμου Παγασών επί δημάρχου Σαράτση μέσα στη φωτιά του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. Στο πλευρό του βρίσκεται πάντα η γυναίκα της ζωής του, Λύδια Κλάους, που διαδραματίζει, όπως ακούσατε ένα σπουδαίο ρόλο, ιδιαίτερα στη Μακρινίτσα, είναι η αφανής ηρωίδα του χωριού, όπου επέλεξε να ζήσει για όλη της τη ζωή».
Και υπογράμμισε: «Πρόθεσή μου είναι η μονογραφία αυτή ν’ αποτελέσει ένα ακόμη μάρτυρα της ιστορίας ενός τόπου, όπως η Μακρινίτσα. Οφείλω όμως να παρατηρήσω ότι η όποια ερευνητική και ιστορική προσέγγιση του τοπικού δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση του ευρύτερου χώρου. Γι’ αυτό και επέλεξα να δοθούν όψεις της ιστορίας της Μακρινίτσας, όσο και του Βόλου σε ζητήματα που άπτονται του άξονα της μελέτης, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να εντρυφήσει το γενικότερο χωροχρονικό πλαίσιο, όπου έδρασαν τα πρόσωπα που φωτίζονται και να κατανοήσει έτσι και να ερμηνεύσει καλύτερα γεγονότα και καταστάσεις».
Η συγγραφέας, όπως είπε καταλήγοντας, αφιέρωσε το βιβλίοστη Λύδια Τσιμπούκη, «από τις πρώτες Ευρωπαίες – όπως υπογράμμισε - που επέλεξαν συνειδητά να ζήσουν στον τόπο μας και σε όλες τις επώνυμες και ανώνυμες γυναίκες της Μακρινίτσας, που αφιέρωσαν μεγάλο ή μικρότερο μέρος του ταξιδιού της ζωής τους στη συλλογική ζωή του χωριού εκείνα τα δύσκολα χρόνια».