Νέα μελέτη στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Science δίνει μια νέα εξήγηση για την υψηλή μολυσματικότητα ορισμένων ειδών ανωφελών κουνουπιών (Anopheles). Ερευνητές στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια στην Ιταλία, υπό την καθοδήγηση της αναπληρώτριας καθηγήτριας Flaminia Catteruccia, διαπίστωσαν ότι η ικανότητα των θηλυκών κουνουπιών να μεταδίδουν την ελονοσία καθορίζεται εν μέρει από την αναπαραγωγική τους βιολογία.
Μία από τους βασικούς ερευνητές στην ομάδα της Δρ. Catteruccia είναι η Ευδοξία Κακάνη, με καταγωγή από την Κατερίνη. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2004), όπου και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στη μοριακή εντομολογία, με θέμα τη διερεύνηση της ανθεκτικότητας του δάκου της ελιάς σε εντομοκτόνα (2009).
Σύμφωνα με την Ελληνίδα ερευνήτρια, υπάρχουν τρία διαδεδομένα είδη κουνουπιών: το ανώφελες (Anopheles), το οποίο μεταδίδει την ελονοσία και τα Aedes και Culex, που είναι υπεύθυνα για τη μετάδοση του Δάγκειου πυρετού και του ιού του Δυτικού Νείλου, αντίστοιχα.
Η απάντηση στην ερώτηση γιατί τα ανωφελή κουνούπια είναι το μόνο γένος που μπορεί να μεταδώσει ελονοσία, ίσως κρύβεται στην αναπαραγωγική τους βιολογία, τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, που δημοσιεύεται στο "Science".
Η ελονοσία, σημειώνεται, παραμένει ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα υγείας στις μέρες μας. Αν και στην Ελλάδα έχει εκριζωθεί εδώ και 50 περίπου χρόνια, σε περιοχές όπως η υποσαχάρια Αφρική και η Ασία παραμένει η σημαντικότερη παρασιτική νόσος.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ελονοσία προκαλεί περίπου μισό εκατομμύριο θανάτους το έτος, κυρίως σε παιδιά κάτω των 5 ετών- κάθε λεπτό τουλάχιστον ένα παιδί πεθαίνει από ελονοσία.
Η νόσος προκαλείται από το παράσιτο "πλασμώδιο", που μεταδίδεται στον άνθρωπο με το τσίμπημα του θηλυκού μόνο κουνουπιού του γένους των ανωφελών. Ωστόσο, από τα 400 είδη του γένους, μόνο τα 30-40 θεωρούνται σημαντικοί φορείς και οι λόγοι για αυτήν την ιδιαιτερότητα παραμένουν άγνωστοι, σύμφωνα με τους ερευνητές της παραπάνω ομάδας.
Στη νέα μελέτη εξετάστηκαν ανωφελή είδη από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των πλέον σημαντικών αλλά και των λιγότερο σημαντικών φορέων ελονοσίας.
Είναι γνωστό ότι κατά τη σύζευξη, τα αρσενικά του γένους των ανωφελών προσφέρουν ένα ενδιαφέρον "γαμήλιο δώρο" στα θηλυκά: ένα ζελατινώδες πώμα (σχηματισμένο από τα σπερματικά τους υγρά) με μια ισχυρή δόση της ορμόνης 20-υδροξυεκδυσόνη (20Ε). Η μεταφορά της ορμόνης 20Ε πυροδοτεί στο θηλυκό μια σειρά από αλλαγές. Από την οπτική του αρσενικού, το θηλυκό παρουσιάζει μειωμένη διάθεση επανασύζευξης με άλλα αρσενικά, γεγονός που εξασφαλίζει τη μετάδοση των γονιδίων του στην επόμενη γενιά. Από την άλλη, το θηλυκό χρησιμοποιεί αυτό το δώρο προς όφελος των απογόνων της (αυγά), καθώς η ορμόνη 20Ε συμβάλλει στην αύξηση και ανάπτυξη των αυγών, τονίζεται στη μελέτη.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, όμως, είναι το γεγονός ότι η ορμόνη 20Ε βοηθά στο να μη γίνεται αντιληπτή η παρουσία του πλασμωδίου από το ανοσολογικό σύστημα του κουνουπιού, καθιστώντας έτσι τον κύκλο ζωής του πλασμωδίου μέσα στο κουνούπι πιο εύκολο και αποτελεσματικό και συνεπώς το κουνούπι σημαντικό φορέα της ελονοσίας, επισημαίνουν οι μελετητές.
Η ομάδα της Dr Catteruccia βρήκε μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα διαφορετικά είδη ως προς τα γαμήλια δώρα που προσφέρουν: τη δημιουργία, δηλαδή, του συζευκτικού πώματος και των επιπέδων της ορμόνης 20Ε. Στο σχετικά αβλαβές είδος της Νοτίου Αμερικής Anopheles albimanus, για παράδειγμα, δεν δημιουργείται συζευκτικό πώμα και τα επίπεδα της 20Ε είναι σχεδόν μη ανιχνεύσιμα. Αντιθέτως, οι τέσσερις σημαντικότεροι φορείς της ελονοσίας παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα της ορμόνης 20Ε και το πλέον καλοσχηματισμένο και αποτελεσματικό συζευκτικό πώμα, το οποίο είναι απίθανο να αποτελεί σύμπτωση.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε, επίσης, ότι η εξέλιξη αυτών των αναπαραγωγικών χαρακτηριστικών στο αρσενικό έχει οδηγήσει σε αμοιβαίες προσαρμογές στο θηλυκό, οι οποίες σε συνδυασμό ευνοούν την επιβίωση του πλασμωδίου και τη μετάδοση της ελονοσίας.
"Η μελέτη μας μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων μεθόδων ελέγχου της ελονοσίας" δήλωσε η Ευδοξία Κακάνη. "Εάν μπορέσουμε να αποτρέψουμε την απόκριση του θηλυκού στην ορμόνη 20Ε θα έχουμε μέγιστη επίδραση μόνο σε εκείνα τα είδη ανωφελών κουνουπιών που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο κίνδυνο μετάδοσης της ελονοσίας" πρόσθεσε.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι σε δύο άλλα γένη κουνουπιών, τα Aedes και Culex, που είναι υπεύθυνα για τη μετάδοση του Δάγκειου πυρετού και του ιού του Δυτικού Νείλου, αντίστοιχα, είναι επίσης γνωστό, ότι σπερματικές εκκρίσεις των αρσενικών επηρεάζουν τα θηλυκά, αναφέρεται στην επιστημονική ανακοίνωση.
Θα είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετηθεί αν και στα κουνούπια αυτά αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο φύλων επιδρούν στην ικανότητα των θηλυκών να μεταδίδουν τις νόσους αυτές, επισημαίνεται.