«Όταν αποκτήσεις την ευχέρεια να λες ζέστα αντί για ζέστη, θα έχεις αυτομάτως πολιτογραφηθεί Λαρισαίος», πείραξε η Αρετή τον Αθηναίο σύζυγό της όταν οι δυο τους, καθισμένοι στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, συζητούσαν για τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού στην πόλη. Πρόκειται βεβαίως για εικόνα μυθοπλασίας - από το μυθιστόρημα του Κώστα Τόλη «στη Λάρισα και οι φτωχοί είναι σνομπ», στο οποίο η Λαρισινή ζέστη έχει τη δική της θέση καθώς δεν λείπουν οι σκηνές που συνοδεύονται από την κάψα του καλοκαιριού:
«…Η φλόγα των πρώτων ημερών του Ιουλίου πυρπολούσε τον ξανθό κάμπο. Η θερμοκρασία στη Λάρισα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τους σαράντα βαθμούς....…Όσο πλησίαζε μεσημέρι οι ακτίνες του ήλιου χτυπούσαν κάθετα το πλακόστρωτο της πλατείας Ταχυδρομείου, το φως παραληρούσε. Ο Χάρης περιεργάστηκε κάποιες σκιερές βιτρίνες που βρήκε μπροστά του, καθ΄ οδόν για ένα κατάστημα αθλητικών ειδών για να προμηθευτεί ένα δεύτερο μαγιό, γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η καλύτερη ιδέα. Τα ρούχα κολλούσαν πάνω του και η υψηλή θερμοκρασία τον έκανε να νομίζει ότι οι φλέβες του χοροπηδούσαν κάτω από το δέρμα.
Έφτασε στο σιντριβάνι του υπερυψωμένου γλυπτού ποταμού, στην άκρη της πλατείας. Τα νερά του έτρεχαν αφρισμένα πάνω στα λευκά μάρμαρα, και οι σταγόνες πιτσίλιζαν ευεργετικά το δέρμα του. Μια αυταπάτη δροσιάς τον ταξίδεψε στους γαλαζοπράσινους βηρούς του Ασπροπόταμου. Νόμιζε ότι κολυμπούσε με απλωτές, ότι έκανε μακροβούτια και αναδύονταν με μάτια κόκκινα και μαλλιά κολλημένα, τρέχοντας να στεγνώσει πάνω σε μια μεγάλη πέτρα του γιαλού.
Οι χοντρές στάλες ιδρώτα που κυλούσαν στο λαιμό του, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Πίνδο και να αναμετρηθεί με την σκληρή πραγματικότητα της Λαρισινής καρκαμπίλας.
Ο ήλιος βάραγε κατακέφαλα και του προκαλούσε δυσφορία. Του θύμισε την κολασμένη ζέστη που περιγράφει ο Καμύ στον «Ξένο». Εκείνη που οδήγησε τον Μερσώ να πατήσει τη σκανδάλη και να γίνει φονιάς - ο ήλιος στον κάμπο μπορεί να σου σαλέψει τα λογικά.
Είδε ένα μπαρ με υδρονέφωση, ανεμιστήρες και ψύκτρες δροσίζανε τους λιγοστούς πελάτες κάτω από μια τέντα. Χώθηκε και κάθισε κοντά σε έναν ανεμιστήρα. Ο αέρας άρχισε να τον ανακουφίζει, τα ρυάκια του ιδρώτα σταμάτησαν. Κανάτες νερού, τίγκα στα παγάκια, πηγαινοέρχονταν στα τραπέζια. Νόμιζε ότι βρήκε όαση στην έρημο. Ο κρύος καφές βελτίωσε τη διάθεσή του.
Στην άλλη άκρη της πλατείας δέσποζε το κτίριο της Ιατρικής σχολής. Η πρώην χειρουργική κλινική του σπουδαίου γιατρού Γεωργίου Κατσίγρα που αγοράστηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το κοίταζε και θυμήθηκε ότι όταν είχε έρθει πρώτη φορά στη Λάρισα, η Αρετή τον είχε ξεναγήσει στη δημοτική πινακοθήκη η οποία φέρει το όνομά του χάρη στην προσωπική συλλογή έργων τέχνης που δώρισε στον Δήμο της πόλης. Ο πεθερός του έλεγε ότι ο γιατρός ήταν τόσο αφοσιωμένος στην επιστήμη του, που δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό να κάνει διακοπές πέρα από τον Πλαταμώνα, ώστε να βρίσκεται διαρκώς κοντά στους ασθενείς του.
Πήρε το κινητό και έριξε μια ματιά στις τοπικές ιστοσελίδες, ίδια εικόνα παντού, η ζέστη είχε παραλύσει και την ειδησεογραφία. Μερικοί τίτλοι έμοιαζαν να είχαν ξεμείνει από την Κυριακή. Τη περασμένη Κυριακή, την περσινή, την προπέρσινη, την κάθε ζεστή Κυριακή του καλοκαιριού: «Οι Λαρισαίοι κατέκλυσαν τα Λαρισινά παράλια». Έλεος παιδιά, που θα πήγαιναν οι Λαρισαίοι για μπάνιο; Στο Πόρτο Ράφτη; συλλογίστηκε.
Ίδια εικόνα και στο lari.gr. Δυο γραμμούλες κείμενο και ατελείωτες φωτογραφίες με κορμιά, ομπρέλες και ξαπλώστρες από τον Αγιόκαμπο, τη Σωτηρίτσα, τα Μεσάγγαλα και αλλού. Σε όποια μέρη, τέλος πάντων, είχε επιλέξει να εκδράμει το σαββατοκύριακο η Ζέτα Βενέζη με τη φωτογραφική της μηχανή. Αν η φωτογράφος αποφάσιζε να μην μετακινηθεί από τη Λάρισα, ο έχων την ευθύνη της βάρδιας αναρτούσε φωτογραφίες αρχείου με φλογισμένα κορμιά στον ήλιο. Το κοινό άλλωστε επικεντρωνόταν στις ζουμερές πόζες, αδιαφορώντας αν τα στιγμιότυπα ήταν φετινά ή προπέρσινα.
«Βγήκες για καφέ;». Η ερώτηση ήρθε μέσω μέσεντζερ και διέκοψε την περιήγησή του στο διαδίκτυο…
…«Βγήκα να αγοράσω ένα μαγιό και τελικά κατέφυγα σε ένα δροσερό μπαρ στην πλατεία Ταχυδρομείου για να γλυτώσω από το καμίνι» της απάντησε.
«Είσαι μόνος; Να σε καλέσω;».
«Ναι, πάρε».
Το τηλέφωνο χτύπησε.
«Πως είναι εκεί; Βράζει η Ταχυδρομείου;».
«Απίθανη ζέστη, δεν το έχω ξαναζήσει αυτό. Είμαστε εγώ και άλλοι πέντε έξι δυστυχείς στα γύρω τραπέζια. Έχω την εντύπωση ότι θα περάσουν καμήλες...»
«Μα και σύ γλυκούλη μου, βγήκες για ψώνια ντάλα μεσημέρι.».
«Ντάλα! Ωραία λέξη».
«Εμείς εδώ στη Θεσσαλία το λέμε, σημαίνει καταμεσήμερο».
Ο Χάρης την γκουγκλάρισε: «Ισχύει, βλέπω ότι προέρχεται από το τουρκικό dal».
«Η μαμά μου έλεγε ότι στη δεκαετία του ογδόντα, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα ιδιωτικά ραδιόφωνα στην πόλη, υπήρχε μια μουσική εκπομπή ενός Λαρισαίου με τον τίτλο «Ντάλας Μεσημέρι».
«Έξυπνο!»
«Τα χρόνια εκείνα, μου εξηγούσε η μαμά, όλη η Ελλάδα έβλεπε στην κρατική τηλεόραση την αμερικάνικη σαπουνόπερα «Ντάλας».
«Όλα τελικά έχουν μια εξήγηση»…

Λ.Ε. kosmoslarissa.gr
* To μυθιστόρημα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από την ΚΟΣΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ