Η Αντιδημαρχία Πολιτισμού & Επιστημών Δήμου Λαρισαίων προβάλει την ταινία «Το φωτογραφείο του μπαμπά μου» την Τετάρτη 19 Απριλίου 2023, στις 20:30 στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο.
Θα παρευρεθούν και θα μιλήσουν η σκηνοθέτης Καλλιόπη Λεγάκη, η παραγωγός Μαρία Γεντέκου, η κόρη του φωτογράφου Βάνια Τλούπα και ο καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ευάγγελος Αυδίκος
«Το φωτογραφείο του μπαμπά μου»
Ένα ντοκιμαντέρ για τον φωτογράφο της Θεσσαλίας Τάκη Τλούπα, έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους, της γενιάς (και της κλάσης) του Μελετζή και του Μπαλάφα, και γνωστό για μερικές από τις πλέον εμβληματικές φωτογραφίες της Θεσσαλίας, όπως τη θρυλική φωτογραφία του με τις αγρότισσες, τις θερίστριες με τα δικράνια στον Θεσσαλικό Κάμπο.
Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει ανέκδοτο κινηματογραφικό υλικό από το ’50 έως και το ’80, που ανακαλύφθηκε τυχαία, ξεχασμένο σε μία κούτα στο υπόγειο του σπιτιού του Τάκη Τλούπα από την σκηνοθέτη Καλλιόπη Λεγάκη.
Εδώ θα βρείτε το τρέιλερ: https://vimeo.com/785669103
Σενάριο – Σκηνοθεσία Καλλιόπη Λεγάκη
Διεύθυνση Φωτογραφίας – Drone Οδυσσέας Παυλόπουλος
Ηχοληψία Στέλιος Μιχαηλίδης
Μοντάζ – Μιξάζ – Color Correction Ξενοφών Λατινάκης
Αφηγητής Πάνος Σκουρολιάκος
Παραγωγή ΕΡΤ Α.Ε. Portolanos Films
H ταινία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου
2022, έγχρωμο, στέρεο, 74΄
Είσοδος ελεύθερη
Με τα λόγια της Καλλιόπης Λεγάκη
«Η γνωριμία των ντοκιμαντεριστών με τις θεματικές τους και η απόφασή τους να ασχοληθούν με αυτές, για να δημιουργήσουν μια ταινία, είναι κάθε φορά μια εντυπωσιακή και ταυτόχρονα συγκινητική διαδικασία.
Στην περίπτωση του ντοκιμαντέρ για τον Τάκη Τλούπα, η «συνάντησή» μας κρατάει 20 χρόνια. Το 2003, στα γυρίσματα της ταινίας για τον Ηλία Πετρόπουλο, η σύντροφός του, η Μαίρη Κουκουλέ, με αφορμή ένα ξύλινο γλυπτό που βλέπω πάνω στο τραπέζι τους, μου μιλάει για τον δημιουργό του, τον γλύπτη Φιλόλαο Τλούπα από τη Λάρισα.
Τέσσερα χρόνια μετά, το 2007, βρίσκομαι στο κτήμα του, σε ένα προάστιο του Παρισιού, για τα γυρίσματα μιας ταινίας γι’ αυτόν, όταν η γυναίκα του, η Μαρίνα, μου μιλάει για τη στενή σχέση του Φιλολάου με τον αδερφό του, τον Τάκη, ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του από τον Θεσσαλικό κάμπο τη δεκαετία του ’50.
Αναζητώντας αρχειακό υλικό για τον Φιλόλαο, ταξιδεύω στη Λάρισα, γνωρίζομαι με την οικογένεια του Τάκη – ο ίδιος έχει πεθάνει – τη γυναίκα του και την κόρη του, τη Βάνια, που συνεχίζει τη δουλειά του πατέρα της, στον ίδιο χώρο, το παλιό φωτογραφείο, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1945.
Στη διάρκεια της κουβέντας μας, η Βάνια θυμάται ότι πέρα από τις φωτογραφίες, ο πατέρας της είχε τραβήξει ένα υλικό με την super8 κάμερά του, που βρίσκονταν στο υπόγειο του σπιτιού τους. Μου φέρνει μια κούτα με ρολά φιλμ που κανένας ως τότε δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτά, και όταν αποφασίζω να τα ψηφιοποιήσω, βρίσκομαι μπροστά σε έναν πραγματικό θησαυρό, ένα υλικό διάρκειας 7 ωρών, που έχει τραβήξει ο Τάκης από τις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70 από τα ταξίδια του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Τα φιλμ αυτά, όπως και οι αποκαλυπτικές του φωτογραφίες για έναν κόσμο, που χάθηκε στη «σκόνη του χρόνου», έγιναν η αφορμή για ένα ντοκιμαντέρ, αυτή τη φορά για τον Τάκη, που όμως έμελλε να περάσουν χρόνια για να δημιουργηθεί, συνέπεια των γνωστών προβλημάτων στη χρηματοδότηση, που αντιμετωπίζουμε όλοι οι ντοκιμαντεριστές.
Στην ταινία, όπου έδωσα τον τίτλο «Το φωτογραφείο του μπαμπά μου» – μια «συνομιλία» ανάμεσα στον Τάκη και την κόρη του, με μένα να παρεμβαίνω με τις δικές μου σκέψεις για τη φωτογραφία και την ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλίας – το κινηματογραφικό υλικό του Τάκη παρουσιάζεται για πρώτη φορά, όπως και κάποιες φωτογραφίες του, που ψηφιοποιήθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας από την κόρη του, η οποία έχει και την επιμέλεια του αρχείου του.
Η δουλειά του – περίπου 100.000 αρνητικά που από αυτά το μεγαλύτερο μέρος παραμένει ανεπεξέργαστο και αδημοσίευτο – καταδεικνύει έναν μεγάλο δημιουργό, αυτοδίδακτο, που κατάφερε με τον προσωπικό του αγώνα να σταδιοδρομήσει στην τέχνη της φωτογραφίας.
Και αν αναρωτιέστε πως καταφέρνουν δυο παιδιά, όπως ο Φιλόλαος και ο Τάκης, που γεννιούνται τη δεκαετία του ’30 στη Λάρισα, μια πόλη της περιφέρειας με μηδαμινές δυνατότητες για καλλιτεχνική εξέλιξη, να ξεχωρίσουν με τη δουλειά τους, η απάντηση βρίσκεται στην οικογένεια που μεγαλώνουν.
Μια οικογένεια -ο πατέρας τους, ο Γιώργος, γνωστός ξυλουργός και από τους πρώτους σοσιαλιστές της Λάρισας- που διακρίνεται για την ελευθερία της σκέψης, το πρωτοποριακό και δημιουργικό πνεύμα, δεν θα μπορούσε παρά να τους «μεταγγίσει» την ανεξαρτησία και την ωριμότητα της σκέψης, την αγάπη για τον άνθρωπο και για την τέχνη, παρέχοντας τα εφόδια για τη μελλοντική τους πορεία.
Στην πορεία αυτή, ο Τάκης, παρά το γεγονός ότι η δουλειά του χρονικά συμπίπτει με την δουλειά των φημισμένων φωτογράφων, του Κώστα Μπαλάφα και του Σπύρου Μελετζή, με τους οποίους μάλιστα διατηρεί στενούς δεσμούς φιλίας, μένει για χρόνια άγνωστος στους πολλούς.
Και μπορεί από κάποιους μελετητές, το στοιχείο αυτό να ερμηνεύεται ως συνέπεια της απόφασής του να ζήσει ως το τέλος στα στενά όρια του Θεσσαλικού κάμπου – γεγονός που αναγκαστικά τον απομονώνει από τον καλλιτεχνικό κόσμο της πρωτεύουσας – σε μένα όμως που αναγνωρίζω τη σεμνότητά του, την «κλειστότητα» του χαρακτήρα του και την «λακωνικότητα» της καθημερινής του επικοινωνίας, δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Άλλωστε για τον ίδιο, αυτό που έχει σημασία για έναν φωτογράφο δεν είναι οι «περισπούδαστες» αναλύσεις των φωτογραφιών του, αλλά τα συναισθήματα που προκαλούν στους θεατές τους. Και στις δικές του φωτογραφίες μπορεί να «εγγράφονται» κόσμοι που έχουν «αποδράσει» αμετάκλητα στο παρελθόν, είναι όμως τέτοια η δύναμη της τέχνης του, που – πέρα από τα συναισθήματα – κάθε φορά που κοιτάζουμε στα μάτια τα πρόσωπα που φωτογραφίζει, μια υποψία οικειότητας αναδύεται από τα φωτογραφικά του κάδρα, που μας επιτρέπει, έστω για μια στιγμή, να ζήσουμε μαζί τους».