Μετακινήσεις χωρίς τέλος, απώλεια τεχνογνωσίας από συγκεκριμένες θέσεις και φορείς, αλλά και κενά που καλύπτονται μόνο για λίγο για να ξαναβγούν στην επιφάνεια αμέσως μόλις ο ενδιαφερόμενος μπορέσει να συμμετάσχει στο επόμενο πρόγραμμα, έχει φέρει η κινητικότητα σε δήμους, αλλά και άλλους φορείς, όπως οι συγκοινωνιακές εταιρίες που βλέπουν κάθε τόσο την «αιμορραγία» υπαλλήλων που έχουν εκπαιδεύσει για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών πασχίζοντας να καλύψουν τα κενά που αφήνουν πίσω τους.
Το ζήτημα των μετατάξεων και των αποσπάσεων έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας σε ορισμένους δήμους της χώρας, όπως αυτοί του Ζωγράφου στην Αθήνα ή της Λάρισας, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), Δημήτρης Παπαστεργίου: «Με τον νέο κύκλο κινητικότητας τα πράγματα για τους δήμους γίνονται ακόμη χειρότερα. Δεν ξέρω τι λένε τα νούμερα και αν τελικά το ισοζύγιο και τα νούμερα ευνοούν τη μετακίνηση προς τους δήμους, εγώ πάντως μεταφέρω την οργίλη αντίδραση των συναδέλφων μου από Δήμους όπως οι Δήμοι Ζωγράφου και Λάρισας, όπου μιλάμε για μαζικές αποχωρήσεις», επεσήμανε στην πρόσφατη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΚΕΔΕ.
Αρκετοί δήμαρχοι συμφωνούν ότι είναι γνωστό πως η δουλειά των δημοτικών υπαλλήλων, είναι απαιτητική, με πολλή καθημερινότητα, συμπληρώνοντας πως πολλοί υπάλληλοι προτιμούν τελικά τη μετακίνησή τους σε πιο «ήρεμες» δουλειές στο ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η κινητικότητα έχει αμιγώς εθελούσιο χαρακτήρα για τους εργαζομένους. Θεωρείται δικαίωμα και στη λογική αυτή δίνεται η δυνατότητα στους υπαλλήλους να υποβάλουν αιτήσεις με ελάχιστες προυποθέσεις, όπως η συμπλήρωση διετίας από το διορισμό τους ή προηγούμενη μετάταξη.
Για τη μετακίνηση του υπαλλήλου μάλιστα δεν απαιτείται η σύμπραξη του φορέα προέλευσης, ενώ στους λιγοστούς περιορισμούς που τίθενται είναι ο φορέας προέλευσης να έχει καλυμμένο το 65% των οργανικών θέσεων προκειμένου να προχωρήσουν μετατάξεις ή αποσπάσεις κι αυτό για να μην αποψιλωθούν εντελώς διευθύνσεις και τμήματα σε φορείς, οι οποίοι δε θεωρούνται ελκυστικοί είτε λόγω της φύσης της δουλειάς ή της περιοχής στην οποία εδρεύουν.
Ωστόσο και αυτό το ποσοστό δε φαίνεται τελικά να εξασφαλίζει την επαρκή λειτουργία των φορέων: «Το ποσοστό του 65% κάτω από το οποίο δεν ισχύει η κινητικότητα, δεν λέει απολύτως τίποτα. Δηλαδή στην καθαριότητα αν μας φύγει το 35% του προσωπικού και μείνουμε με το 65%, εμείς θα παρέχουμε το 65% της καθαριότητας; Στα ΚΕΠ θα δουλεύουμε στο 65% του ωραρίου αν φύγει προσωπικό; Πως αλήθεια θα απαιτήσει το ελληνικό δημόσιο από τους ήμους να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, όταν φεύγουν άνθρωποι που έχουν εμπειρία και τους οποίους κακά τα ψέματα, δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσεις», αναρωτήθηκε ο κ. Παπαστεργίου.
Χαρακτηριστική της κατάσταση που επικρατεί είναι η περίπτωση του δήμου Λαρισαίων, όπως αναφέρει στο «ethnos.gr» ο δήμαρχος της πόλης, Απόστολος Καλογιάννης, ο οποίος βλέπει ουσιαστικά τις οικονομικές υπηρεσίες να καταρρέουν εξαιτίας της αποχώρησης 25 υπαλλήλων με εμπειρία μέσα σε 1,5 χρόνο: «Για πρώτη φορά στο δήμο μας και ενώ υπήρχαν τα χρήματα, δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε διαδικασίες πληρωμών με αποτέλεσμα να τεθούν ζητήματα ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται χωρίς κανένα όριο. Δεν μπορεί να χάνουμε ανθρώπους που ήρθαν μέσω της κινητικότητας το 2019, τους εκπαιδεύσαμε και μόλις άνοιξαν θέσεις στην εκπαίδευση το 2022 να φεύγουν».
Οπως εξηγεί, σήμερα βρίσκεται στον αέρα η κεντρική διεύθυνση προμηθειών που είχε δημιουργηθεί στο δημο προκειμένου να επιτυγχάνεται διαφάνεια στις διαδικασίες και ευνοικότεροι οικονομικοί όροι καθώς από τα 12 άτομα που την στελέχωναν, έχουν ήδη φύγει τα 8.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η κινητικότητα στον τομέα των ΟΤΑ θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο από δήμο σε δήμο: «Οι δήμαρχοι μεταξύ τους μπορούν να συννενοηθούν» τονίζει. Προσθέτει ότι ενώ στην α΄ φάση της κινητικότητας η φυγή υπαλλήλων αφορούσε κυρίως μικρούς, ορεινούς, νησιωτικούς ή ημιαστικούς δήμους προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, πλέον με το άνοιγμα περισσότερων θέσεων το πρόβλημα εντοπίζεται και σε μεγάλους αστικούς δήμους κι αυτό τη στιγμή που δε γίνονται προσλήψεις μονίμων υπαλλήλων, εξηγεί ο κ. Καλογιάννης.
Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι τεχνικές υπηρεσίες των δήμων από τις οποίες για να μετακινηθούν μηχανικοί και εργαζόμενοι στις υπηρεσίες δόμησης θα πρέπει να συμφωνήσει και η δημοτική αρχή καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα απειλούνταν με «πάγωμα» και πολλά δημοτικά έργα.
Προβλήματα και στις συγκοινωνίες
Ο θεσμός της κινητικότητας, ο οποίος αποτέλεσε έναν τρόπο κάλυψης κενών στο δημόσιο τομέα τα μνημονιακά χρόνια όταν πρακτικά απαγορεύονταν οι προσλήψεις, δεν έχει αφήσει αλώβητη και τη λειτουργία των συγκοινωνιακών εταιριών.
Αν και στην ΟΣΥ (Οδικές Συγκοινωνίες) οι μετατάξεις έχουν «παγώσει» λόγω των αυξημένων αναγκών σε προσωπικό, δε συμβαίνει το ίδιο με τον ΟΑΣΘ στη Θεσσαλονίκη και τη ΣΤΑΣΥ (Σταθερές Συγκοινωνίες) στην Αθήνα.
Μέσα σε περίπου 1,5 χρόνο έφυγαν πάνω από 300 άτομα από τον Οργανισμό με την κινητικότητα – κυρίως οδηγοί λεωφορείων κι αυτό είναι κάτι που αντανακλάται και στις παρεχόμενες υπηρεσίες στο επιβατικό κοινό, λέει ο πρόεδρος των εργαζομένων στον ΟΑΣΘ, Γιάννης Δήμκας. Και εξηγεί: «Δε στελεχώνονται όλα τα οχήματα. Από τα 400 λεωφορεία βγαίνουν έξω περίπου τα 300 σε μια πόλη που δεν έχει κανένα άλλο Μέσο Μαζικής Μεταφοράς. Ο Οργανισμός έχει να κάνει προσλήψεις από το 2010 και είναι δύσκολο να πείσεις ανθρώπους που μπορούν να φυγουν, να μείνουν σε έναν Οργανισμό που βρίσκεται υπό εκκαθάριση και κανείς δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει μετά τις 31 Δεκεμβρίου. Ειδικά όσους είναι σε νεαρότερες ηλικίες. Κοιτάνε να εξασφαλίσουν το μέλλον τους. Εχουν ανοίξει τηη στρόφιγγα για να φεύγουν αλλά ουδείς αναπληρώνεται. Στο τρέχον κύμα μαθαίνουμε ότι έχει επιτραπεί να φύγουν μόνο 8 άτομα. Αλλά έγιναν περίπου 400 αιτήσεις σε σύνολο 1.600 εργαζομένων και αυτό αποτυπώνει την κατάσταση» καταλήγει.
Στη ΣΤΑΣΥ, την εταιρία λειτουργίας των μέσων σταθερής τροχιάς της Αθήνας, σύμφωνα με τις πληροφορίες των εργαζομένων, αναμένεται να αποχωρήσουν περίπου 60 άτομα παίρνοντας στις αποσκευές τους τεχνογνωσία και εμπειρία ετών που θα λείψουν από τον σιδηρόδρομο της πρωτεύουσας.
«Η κατάσταση από τις συνεχείς αποχωρήσεις είτε από μετατάξεις είτε από συνταξιοδοτήσεις, είτε από αποσπάσεις σε υπουργεία - βουλευτές κλπ έχει δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα σε όλες τις ειδικότητες. Τεχνίτες, οδηγοί, σταθμάρχες, αλλά και οι υπόλοιπες ειδικότητες της ΣΤΑΣΥ, εργαζόμαστε με καθόλου ή ελάχιστα ρεπό κάθε μήνα, προκειμένου να μπορέσουν να κρατηθούν σε λειτουργία οι σταθμοί και οι συρμοί και να μη χάνονται δρομολόγια», επισημαίνει ο πρόεδρος του Σωματείου Λειτουργίας του Μετρό, Σπύρος Ρεβύθης.
Η εταιρία όμως δε φαίνεται να χάνει μόνο παλαιούς εργαζομένους, καθώς δεν είναι λίγοι και οι νεοπροσληφθέντες του περσινού διαγωνισμού, οι οποίοι αποχωρούν επειδή δεν τους αναγνωρίζεται η προυπηρεσία: «Αντί για 3.127 που προβλέπει το οργανόγραμμα έχουμε απομείνει λιγότεροι από 2.300 εργαζόμενοι, ενώ οι νεοπροσληφθέντες τεχνίτες και οδηγοί παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλον, διότι στους μισθούς τους δεν προσμετράται καμία προϋπηρεσία από τον ιδιωτικό τομέα και φτάνουν να εργάζονται σαν «ανειδίκευτοι μισθολογικά» με μισθούς 750 ευρώ το μήνα χωρίς δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων και άδειες. Οι εργαζόμενοι φευγουν διαρκώς και η εταιρία αναγκάζεται να προλαμβάνει τους επόμενους επιλαχόντες με εκ νέου εκπαιδεύσεις. Και από αυτό χάνει η ΣΤΑΣΥ αφού πρώτα δαπανά πολλές χιλιάδες ευρώ για την εκπαίδευσή τους και στην συνέχεια μετά από ένα χρόνο εκπαίδευσης, οι εργαζόμενοι δηλώνουν παραίτηση. Οι εργαζόμενοι κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου για πολλοστή φορά διότι χάνοντας τους έμπειρους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους χάνεται και η τεχνογνωσία που η Ελλάδα πλήρωσε αδρά. Σε μερικούς μήνες θα παραδοθούν 3 νέοι σταθμοί της επέκτασης του μετρό στον Πειραιά. Πως θα λειτουργήσουν» καταλήγει ο κ. Ρεβύθης.
Ο α΄ κύκλος κινητικότητας του 2022
Ανάμεσα σε 14.577 κενές θέσεις για μετάταξη και 1.145 θέσεις για την προσωρινή κάλυψη αναγκών με απόσπαση μπορούσαν να επιλέξουν οι εργαζόμενοι στο δημόσιο στον κύκλο κινητικότητας που άνοιξε πρόσφατα.
Αιτήματα για προσωπικό μέσω μετατάξεων και αποσπάσεων υπέβαλαν φέτος 1.017 φορείς, εκ των οποίων 279 δήμοι, 187 ΝΠΔΔ, 178 δημόσιες αρχές της δικαστικής λειτουργίας, 133 φορείς δημοσίων υπηρεσιών, 115 ΝΠΔΔ των ΟΤΑ, 57 ΝΠΙΔ, 18 ανεξάρτητες αρχές, 15 φορείς ΟΤΑ και 15 υπουργεία, καθώς και το σύνολο των περιφερειών και των αποκεντρωμένων διοικήσεων.
Οι αιτούμενες θέσεις ήταν 19.774 (17.642 για μετατάξεις, 2.132 για αποσπάσεις) με τους δήμους να έχουν υποβάλλει το 30% των αιτημάτων, δηλαδή 6.039 θέσεις.
Ακολουθούν τα ΝΠΔΔ 4.661 θέσεις (24% των αιτημάτων), τα υπουργεία: 2.577 θέσεις (13%) και οι φορείς δημοσίων υπηρεσιών 1.741 θέσεις (9%). Ανά κατηγορία εκπαίδευσης πιο περιζήτητοι με βάση τα αιτήματα αποδεικνύονται οι υπάλληλοι κατηγορίας ΔΕ με 7.032 θέσεις και έπονται οι κατηγορίες ΠΕ με 5.763 θέσεις, ΤΕ με 3.638 θέσεις, ΥΕ (Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης) 3.233 θέσεις και 92 θέσεις για ΕΕΠ (Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό).
Από τις συνολικά 15.772 θέσεις για μετάταξη και απόσπαση που τελικά ενέκρινε η Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας, οι 5.578 θέσεις αφορούν υπαλλήλους ΔΕ, 4.193 ΠΕ, 2.867 ΤΕ, 3.019 ΥΕ και 64 θέσεις για ΕΕΠ.
Το γεγονός ότι οι δήμοι κόβουν το νήμα τόσο σε αριθμό των αιτημάτων όσο και στο πλήθος των εγκεκριμένων θέσεων, καταδεικνύει ότι αποτελούν και τους φορείς με τα περισσότερα κενά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρμόδια επιτροπή ενέκρινε συνολικά 5.694 θέσεις, εκ των οποίων οι 5.544 για μετάταξη και οι 150 για απόσπαση.
Mαρία Λιλιοπούλου (ethnos.gr)