Τι συμβαίνει άραγε στο μυαλό των ατόμων που κοιμούνται αργά; Νέα μελέτη αποκαλύπτει.
Προσωπικά, μου αρέσει να κοιμάμαι νωρίς. Νιώθω πως ξεκουράζομαι καλύτερα και μπορώ να αποδώσω περισσότερο την επόμενη μέρα. Με εξαίρεση κάποια καλοκαιρινά βράδια που η ώρα με παρέα μπορεί να περάσει χωρίς να το καταλάβεις. Δεν είμαστε όμως προφανώς όλοι ίδιοι. Υπάρχουν και εκείνοι που συνηθίζουν να το ξενυχτάνε είτε από επιλογή είτε λόγω δουλειάς. Τι αποκαλύπτει νέα μελέτη που εξέτασε το μυαλό και των με και των δε;
Ερευνητές, με επικεφαλής ακαδημαϊκούς από το Imperial College στο Λονδίνο, δήλωσαν ότι πολλές μελέτες έχουν εξετάσει τη διάρκεια του ύπνου και τη σχέση της με τις γνωστικές ικανότητες αλλά λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη σχέση μεταξύ χρονότυπου και γνωστικής λειτουργίας. Ο χρονότυπος αναφέρεται στη βιολογική προδιάθεση ενός ατόμου να κοιμάται μια συγκεκριμένη ώρα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 24 ωρών. Έτσι έχουμε τους λεγομένους πρωινούς και αντίστοιχα βραδινούς τύπους.
Στην προσπάθειά τους να ρίξουν φως στο εν λόγω ζήτημα, οι επιστήμονες εξέτασαν δεδομένα για σχεδόν 27.000 άτομα τα οποία κατηγοριοποιήθηκαν ως «πρωινά», «βραδινά» ή «ενδιάμεσα», ούτε δηλαδή αμιγώς πρωινοί τύποι ούτε βραδινοί.
Τα άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη υποβλήθηκαν σε τεστ που διερευνούσαν τη νοημοσύνη, τις δεξιότητες συλλογισμού, τους χρόνους αντίδρασης και τη μνήμη τους. Στη συνέχεια, οι ερευνητές συνέκριναν πόσο καλά οι συμμετέχοντες απέδωσαν σε αυτά τα τεστ με την αυτοαναφερόμενη διάρκεια του ύπνου τους καθώς και την ποιότητά του.
Έχουν τα νυχτοπούλια πιο κοφτερό μυαλό;
Οι άνθρωποι που κοιμόντουσαν από επτά έως εννέα ώρες κάθε βράδυ φάνηκε να έχουν τις καλύτερες επιδόσεις στις δοκιμές, γεγονός που επιβεβαιώνει άλλες παλαιότερες μελέτες. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι οι ξενύχτηδες και εκείνοι που χαρακτηρίστηκαν ως «ενδιάμεσοι» είχαν «ανώτερη γνωστική λειτουργία».
H επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας, Δρ Ρέιχα Γουέστ, δήλωσε:
«Η μελέτη μας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενήλικες που είναι πιο δραστήριοι το βράδυ έτειναν να επιτυγχάνουν υψηλότερα αποτελέσματα στα γνωστικά τεστ από τους πρωινούς τύπους».
Η ίδια πρόσθεσε:
«Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκετε, είναι σημαντικό να θυμάστε να κοιμάστε όσο πρέπει, όχι πολύ λίγο ή υπερβολικά. Οι 7 με 9 ώρες ξεκούρασης είναι ζωτικής σημασίας για να διατηρείτε τον εγκέφαλό σας υγιή και να λειτουργεί στα καλύτερά του».
Ανεξάρτητοι ειδικοί επεσήμαναν περιορισμούς
Η Δρ Τζέσικα Τσελέκις, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου, υπογράμμισε πως ενώ ο σχεδιασμός της μελέτης ήταν καλός, υπήρξαν σημαντικοί περιορισμοί:
«Οι συγγραφείς δεν αναφέρουν ποια ώρα της ημέρας συμμετείχαν τα άτομα στα γνωστικά τεστ, κάτι που θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες στα αποτελέσματά τους. Επιπλέον, όπως δηλώνουν δεν έλαβαν υπόψη το μορφωτικό επίπεδο των συμμετεχόντων. Κατά τη γνώμη μου, η κύρια αξία της μελέτης ήταν η αμφισβήτηση των στερεοτύπων σχετικά με τον ύπνο. Όλοι ανεξαιρέτως θα πρέπει να στοχεύουμε σε έναν επαρκή και καλής ποιότητας ύπνο. Παράλληλα, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια ώρα της ημέρας είμαστε στα καλύτερά μας και να διαμορφώνουμε την καθημερινότητά μας ανάλογα με το τι μας ταιριάζει».
Η Τζάκι Χάνλεϊ, επικεφαλής της χρηματοδότησης της έρευνας στο Alzheimer’s Research UK, δήλωσε:
«Χωρίς μια λεπτομερή εικόνα του τι συμβαίνει στον εγκέφαλο, δεν γνωρίζουμε εάν το να είμαστε πρωινοί ή βραδινοί τύποι επηρεάζει τη μνήμη και τη σκέψη ή εάν η πτώση της γνωστικής ικανότητας προκαλεί αλλαγές στα πρότυπα ύπνου».
Νυχτοπούλια με δημιουργικό μυαλό
Το να πηγαίνουμε για ύπνο αργά συνδέεται με δημιουργικούς τύπους ανθρώπων.
Μεταξύ των καλλιτεχνών που είναι γνωστό ότι ήταν ή είναι «νυχτοπούλια» συγκαταλέγονται ο Ανρί Τουλούζ-Λοτρέκ, ο Έλβις Πρίσλεϋ, ο Τζέιμς Τζόις, ο Ρόμπι Γουίλιαμς και η Lady Gaga. Όμως, ενώ πολιτικοί όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Μπαράκ Ομπάμα φαινόταν να χρειάζονται μόνο λίγο ύπνο, η μελέτη επιβεβαίωσε, όπως είπαμε, ότι η διάρκεια του ύπνου είναι σημαντική για τη λειτουργία του εγκεφάλου, με εκείνους που κοιμούνται από επτά έως εννέα ώρες να έχουν τις καλύτερες επιδόσεις.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό BMJ Public Health.
Πηγή: VITA