Κλέβει τις εντυπώσεις ως σύγχρονος Δίας στην κωμική σειρά KAOS που κάνει θραύση στο Netflix. Τι είναι, όμως, εκείνο που κάνει τόσο αβίαστα κουλ τον διάσημο Αμερικανό ηθοποιό, που στα 71 του χρόνια ζει μια δεύτερη νιότη;
Του Γιώργου Ρομπόλα, από την Καθημερινή
Δεν είμαι απαραιτήτως καλός στα πάντα», απαντά αστειευόμενος ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ σε ερώτηση αναγνώστη του Guardian, ο οποίος τον ρωτά αν βρίσκει ενοχλητικό το γεγονός ότι είναι τέλειος σε όλα. «Δεν είμαι παρά ένας ταπεινός μαθητής της ζωής. Δεν τα καταφέρνω καθόλου καλά σε πολλά πράγματα, αλλά φροντίζω να μην τα αφήνω να με επηρεάζουν», συνεχίζει. Είναι λέξεις που εύκολα θα μπορούσαν να είχαν βγει από το στόμα του τελευταίου τηλεοπτικού του ρόλου. Ο 71χρονος Αμερικανός ερμηνεύει στη σειρά KAOS έναν Δία με τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί: καλοξυρισμένος και με άψογη γκρίζα κώμωση, παραδίδει μαθήματα στιλ, κάνοντας την πολυτέλεια να μοιάζει πιο γοητευτική από ποτέ.
O βασιλιάς των θεών του Ολύμπου είναι ένας ατσαλάκωτος μπον βιβέρ με φλεγματικό χιούμορ, ο οποίος ζει σε μια πολυτελέστατη βίλα εκατοντάδων δωματίων, φοράει μεταξωτές ρόμπες, ρούχα του τένις, άσπρα κοστούμια και πανάκριβα χρυσά κοσμήματα, όσο περιμένει οι θνητοί να του χτίσουν καινούργια μνημεία. Με λίγα λόγια, είναι ό,τι πιο κουλ μπορεί να δει κανείς σήμερα στη μικρή οθόνη – ένα στοιχείο, δηλαδή, που μοιράζεται από κοινού με τον Γκόλντμπλουμ.
Χάος και τάξη
Η βρετανική μαύρη κωμωδία των οκτώ επεισοδίων, που έκανε πρεμιέρα στις 29 Αυγούστου, τρέλανε από την πρώτη στιγμή τον αλγόριθμο ανεβαίνοντας σε πολλές χώρες κατευθείαν στην κορυφή του Netflix. Για την Ελλάδα, ήταν αναμενόμενο· αρκεί η παρουσία του Δωδεκάθεου σε ένα τηλεοπτικό προϊόν για να σημειώσει τεράστια επιτυχία στη χώρα μας. Τι είδαν, όμως, σε αυτό οι θεατές στο εξωτερικό; Ο/η σκηνοθέτης Τσάρλι Κόβελ (The End of the F***cking World) έστησε έναν πολύ έξυπνο εναλλακτικό κόσμο όπου οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου ζουν και βασιλεύουν στον κόσμο των θνητών, ο οποίος θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το σήμερα, με τη διαφορά πως απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο μονοθεϊσμού. Ο Ορφέας είναι ένας ροκ σταρ που μαγεύει τα πλήθη, ο Άδης θυμίζει άυπνο αρχιτέκτονα που πνίγεται στη δουλειά, ο Διόνυσος είναι ένας αχαλίνωτος ρέιβερ ο οποίος θέλει να σοβαρευτεί, να βρει μια σταθερή δουλειά και να ανέβει στα μάτια του πατέρα του, Δία.
Αυτά όσον αφορά την πρώτη ανάγνωση της σειράς, μια και στη συνέχεια, πέρα από το κυνικό χιούμορ, τις γρήγορες εναλλαγές στην πλοκή και την αρκετή δράση, το KAOS έρχεται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο να μιλήσει για τις οικογενειακές σχέσεις, την απόλυτη μοναξιά που προκαλεί ένας έρωτας που σβήνει, αλλά και τον αγώνα των ανθρώπων ενάντια στη φθορά. Αν υπάρχει κάτι αρνητικό στο δημιούργημα του/της Κόβελ; Το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του Γκόλντμπλουμ είναι τόσο απολαυστικός, ώστε συχνά θες να τελειώσουν τα subplots για να επιστρέψεις σε αυτόν.
«Ξεκαρδιστική, συγκινητική και με ιδιαίτερο βάρος», έγραψε πρόσφατα ο Guardian στην κριτική του, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη σειρά ως «απόλυτο θρίαμβο» και σημειώνοντας παράλληλα ότι ο Γκόλντμπλουμ καταφέρνει να πάει ένα βήμα παρακάτω την ερμηνεία. Mπορεί, λοιπόν, αρχικά να παρακολουθούμε διασκεδαστικά μαθήματα για το πώς να είναι κανείς κουλ, με τον ηθοποιό να ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό τον ίδιο τον πολύ γοητευτικό εαυτό του, σιγά σιγά όμως βγαίνουν στην επιφάνεια πιο ουσιαστικά στοιχεία. Ξεκινώντας από την αστεία αφορμή ότι ο Δίας ανακαλύπτει την πρώτη του ρυτίδα, ο Γκόλντμπλουμ καταφέρνει να βάλει λίγη τάξη στο χάος του πηγαίου του ταλέντου, δείχνοντας πως όλοι οι άνθρωποι –ακόμα και οι πιο ισχυροί, ακόμα και οι πιο ατσαλάκωτοι– στο τέλος της μέρας μπορούν, τελικά, να είναι και αυτοί εύθραυστοι.
Κουλ με κάθε τρόπο
«Μεγάλωσα στο Πίτσμπεργκ. Η περιοχή μπορεί γίνει “σκληρή” – η κουλτούρα του εκφοβισμού (μπούλινγκ) που επικρατεί, οι ακατέργαστες συμπεριφορές, η άγνοια του ενός ή του άλλου είδους. Ακόμα και τότε, καθώς μεγάλωνα, ένιωθα ότι λαχταρούσα κάτι διαφορετικό, κάτι περισσότερο εξευγενισμένο από τον νόμο του πιο δυνατού ή τον νόμο εκείνου με τους μεγαλύτερους μυς. Δεν ήθελα να μείνω μόνο σε αυτό», λέει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Γκόλντμπλουμ στο NPR, σημειώνοντας ότι βρήκε τρόπους να προστατευτεί από το μπούλινγκ μέσα από τον αθλητισμό. Άλλωστε, δεν έμεινε για πολύ καιρό στον τόπο καταγωγής του· στα 17 του χρόνια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει ηθοποιός, ενώ δεν άργησε να κάνει το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ.
«Καθώς μεγάλωνα, ένιωθα ότι λαχταρούσα κάτι διαφορετικό, κάτι περισσότερο εξευγενισμένο από τον νόμο του πιο δυνατού», έχει πει στο παρελθόν.
Κοιτώντας τις σημερινές του φωτογραφίες, δυσκολεύεται κανείς να τον κάνει εικόνα να πιάνεται στα χέρια για μια χαμένη μπαλιά σε αγώνα μπέιζμπολ. Την ίδια όμως στιγμή, το παρουσιαστικό μαρτυρά έναν πολύ γυμνασμένο άνθρωπο που προσέχει όσο δεν πάει την εμφάνισή του. «Αυτό για το οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος ήταν το παρουσιαστικό του Τζεφ. Δεν ήταν πια εκείνο το κοκαλιάρικο και νευρικό παιδί από το Nashville (μιούζικαλ του 1975 και ένας από τους πρώτους ρόλους του Γκόλντμπλουμ). Ήταν ένας θεός», είχε πει σε κοινή τους συνέντευξη στους New York Times ο Σαμ Νιλ, συμπρωταγωνιστής του στο Τζουράσικ Παρκ. «Ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση, ήταν μαυρισμένος, έμοιαζε με σταρ του σινεμά και είχε ήδη υιοθετήσει τον χαρακτήρα. Είχε αυτόν τον αέρα του κούλνες, καταλαβαίνεις τι εννοώ: μαύρα ρούχα, στενά τζιν και καλογυμνασμένοι γοφοί».
Τριάντα ένα χρόνια μετά το μπλοκμπάστερ που τον έκανε διάσημο στο ευρύ κοινό, ο Γκόλντμπλουμ δεν είναι απλώς ένας διάσημος ηθοποιός. Είναι ένα σύμβολο του ανδρικού στιλ, με τα ανδρικά περιοδικά παγκοσμίως να τον αποθεώνουν σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, και ένας καλλιτέχνης που μεταπηδά με τρομερή άνεση ανάμεσα σε θέατρο, σινεμά, τηλεόραση αλλά και –γιατί όχι;– τη μουσική. Ο 71χρονος Αμερικανός έχει κυκλοφορήσει τρεις δίσκους τζαζ, είδος το οποίο λατρεύει, από το 2018 έως το 2023, ενώ μάλιστα κατάφερε να φτάσει μέχρι το φημισμένο φεστιβάλ του Γκλάστονμπερι το 2019, βασισμένος στις δεξιότητές του στο πιάνο. «Αν υπάρχει μια λέξη η οποία χαρακτηρίζει το μουσικό ντεμπούτο του Γκόλντμπλουμ, αυτή είναι η “γοητεία”», γράφει χαρακτηριστικά η κριτική για τον δίσκο The Capitol Studios Sessions στον ιστότοπο Allmusic.
Μπορεί να δείχνει ατσαλάκωτος, αλλά δεν είχε ποτέ πρόβλημα να τσαλακώσει την εικόνα του μέσα από εμφανίσεις που ίσως κάποιος να μην περίμενε: υπήρξε η «φωνή» της Apple τη δεκαετία του ’90 για προϊόντα όπως το iMac και το iBook, εμφανίστηκε σε τρομερά δημοφιλείς εκπομπές, όπως τα Φιλαράκια και το Σουσάμι άνοιξε και δεν δίστασε να συμμετάσχει ως voice actor στον ρόλο του Δράκουλα στο βιντεοπαιχνίδι Goosebumps: Escape from Horrorland. Αντίστοιχα, υπήρξε πάντα πολύ ανοιχτός στις συνεντεύξεις που έδινε, θυμίζοντας περισσότερο έναν ιδανικό οικοδεσπότη που θέλει να ψυχαγωγήσει το κοινό του και πολύ λιγότερο έναν σταρ του Χόλιγουντ. Άλλωστε, η αλήθεια είναι ότι, επί της ουσίας, απολαμβάνει μεγαλύτερη φήμη σήμερα παρά στα ’90s. Τότε ήταν ένας πασίγνωστος ηθοποιός, σήμερα είναι ένα ποπ φαινόμενο.
Η ζωή είναι όμορφη
«Ναι, ίσως, κάποτε να φλέρταρα με τη λέξη “εκκεντρικός”», έχει πει σε παλιότερη συνέντευξή του στο The Talks. «Το ότι είμαι αντισυμβατικός μπορεί κάποιες φορές να ερμηνεύεται από τους άλλους ως εκκεντρικότητα. Το δικό μου μονοπάτι, όμως, ήταν εξαρχής αφιερωμένο στην αναζήτηση της μοναδικότητας στην καλλιτεχνική έκφραση». Μια αναζήτηση που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, συνεχίζεται μέχρι σήμερα στη δική του περίπτωση. Και, ναι, μπορεί στο KAOS να είδαμε τον 71χρονο να ερμηνεύει –όπως συνήθως κάνει εδώ και αρκετά χρόνια– τον εαυτό του, κατάφερε όμως να προσθέσει μερικές ακόμα πινελιές στον προσωπικό του μύθο.
Σε αντίθεση με άλλα μεγάλα ονόματα της γενιάς του, ο Γκόλντμπλουμ έφτασε μέχρι εδώ χωρίς να λέει μεγάλα λόγια, χωρίς να βγάζει πύρινους ακτιβιστικούς λόγους, χωρίς να έχει σοβαρά μπλεξίματα με τον νόμο ή τους εθισμούς. Υπήρξε πάντα εκλεπτυσμένος και διασκεδαστικός για τους συναδέλφους και το κοινό του. Ακόμη και προσωπικές τραγωδίες, όπως ότι έχασε ξαφνικά τον αγαπημένο του αδερφό όταν εκείνος ήταν μόλις 23 ετών, δεν τις πρόβαλλε ποτέ με δακρύβρεχτο τρόπο. Αντίστοιχα, διαχειρίστηκε με λεπτότητα στιγμές προσωπικής ευτυχίας, όπως το ότι έγινε πατέρας για πρώτη φορά στα 63 του χρόνια, λέγοντας με τη γνωστή του αφοπλιστική ειλικρίνεια σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του NPR ότι κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει περισσότερα χρόνια με τα δύο του παιδιά.
Είναι φανερό ότι ο πρωταγωνιστής του KAOS επέλεξε σε όλη του την καριέρα να αντιμετωπίσει τη διασημότητα με ανάλαφρο τρόπο. Έτσι, φλεγματικές ατάκες όπως «κοίτα τα άσχημα παπούτσια της Άγκαθα», που ξεστομίζει ως Δίας για ένα θύμα εθελούσιας ανθρωποθυσίας, μοιάζουν απόλυτα φυσικές στο δικό του στόμα. Η προσωπική του φιλοσοφία, όμως, δείχνει να είναι πιο κοντά σε εκείνο που είχε πει προ δεκαετίας σε συνέντευξή του στο περιοδικό των New York Times: «Η ζωή είναι στην καλύτερη περίπτωση γεμάτη εκπλήξεις. Εγώ είμαι εντάξει με αυτό. Το έχω συνηθίσει». Ίσως, τελικά, αυτό να είναι το πιο κουλ πράγμα που έχει να μας διδάξει.
Μύγες, δεινόσαυροι και Γουές Άντερσον
Από την επιστημονική φαντασία και τα θρίλερ στο εκκεντρικό σινεμά: Μια σύντομη ματιά στην παράξενη και γεμάτη εκπλήξεις φιλμογραφία του Τζεφ Γκόλντμπλουμ.
«Ο Θεός δημιουργεί τους δεινόσαυρους, ο Θεός καταστρέφει τους δεινόσαυρους. Ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, ο άνθρωπος καταστρέφει τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργεί τους δεινόσαυρους», λέει ο δρ Ίαν Μάλκολμ στο Τζουράσικ Παρκ (1993), προοικονομώντας τον κακό χαμό που θα ακολουθήσει. Είναι ένας διακεκριμένος επιστήμονας με ειδίκευση στη θεωρία του χάους, με κυνικό χιούμορ και πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του∙ είναι η αναπάντεχη έκπληξη σε ένα καστ αναμενόμενων χαρακτήρων και ο ρόλος που σύστησε τον Τζεφ Γκόλντμπλουμ στους περισσότερους από εμάς.
«Η ζωή είναι στην καλύτερη περίπτωση γεμάτη εκπλήξεις. Εγώ είμαι εντάξει με αυτό. Το έχω συνηθίσει», είχε δηλώσει στο περιοδικό των New York Times.
Αρκετά χρόνια πριν, ο Αμερικανός ηθοποιός έκανε ντεμπούτο στο σινεμά, παίζοντας έναν μικρό ρόλο στο Death Wish (1974) δίπλα στον κλασικό πρωταγωνιστή ταινιών δράσης της εποχής, Τσαρλς Μπρόνσον. Λίγο αργότερα, το 1978, θα συμμετείχε στο Invasion of the Bony Snatchers, εγκαινιάζοντας παράλληλα μια σχέση με τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας και τρόμου, η οποία κρατάει μέχρι σήμερα. Αν, όμως, η ερμηνεία του στη δραμεντί Η μεγάλη ανατριχίλα (1983), για μια παρέα από baby boomers οι οποίοι επανασυνδέονται όταν ένας φίλος τους αυτοκτονεί, του έδωσε τις πρώτες καλές κινηματογραφικές κριτικές της καριέρας του, με την ταινία Η μύγα (1986) έγραψε κινηματογραφική ιστορία, ως ένας επιστήμονας που παίζοντας με τα όρια της ηθικής βρίσκεται μεταμορφωμένος σε άνθρωπο-μύγα. «Ο Γκόλντμπλουμ μπολιάζει το εντομοειδές πλάσμα του Τζον Κάρπεντερ με αγνή τρέλα, υψηλή ευφυΐα και το κάνει να δείχνει εύθραυστο. Πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης μάς παραδίδουν ένα αριστούργημα στο είδος των θρίλερ με τέρατα», έγραφε πριν από κάποια χρόνια ο Σον Φένεσι, αρχισυντάκτης του The Ringer, σε ένα αφιέρωμα στις ταινίες τρόμου από το 1978 μέχρι τις μέρες μας.
Κάπως έτσι, λοιπόν, και με αρκετές όχι και τόσο αξιομνημόνευτες προσπάθειες στο ενδιάμεσο, ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ κεφαλαιοποίησε την εμπειρία και τη φήμη του στο sci-fi και στο horror, για να βρεθεί σε μία από τις πιο ακριβές παραγωγές των ’90s. Στο Ημέρα ανεξαρτησίας (1996), μια ταινία καταστροφής όπου πραγματικός πρωταγωνιστής δεν είναι κάποιος σταρ του Χόλιγουντ, αλλά η ίδια η καταστροφή, ήταν για άλλη μία φορά ένας επιστήμονας σε ειδική αποστολή. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν καθόλου τρελός. Αντίθετα, προσπαθούσε να ξυπνήσει τους πολιτικούς από τον λήθαργό τους, καθώς εξωγήινα σκάφη ήταν έτοιμα να καταστρέψουν τη Γη.
Μέσα από τα χρόνια ακολούθησαν συμμετοχές στα sequels των Τζουράσικ Παρκ και Ημέρα ανεξαρτησίας, ενώ από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι σήμερα η περσόνα που έχτιζε με τα χρόνια βρήκε φιλόξενη στέγη στο εκκεντρικό σινεμά και στα παστέλ χρώματα του Γουές Άντερσον (Yδάτινες ιστορίες, Ξενοδοχείο Grand Budapest, Asteroid City). Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για εντυπωσιακές μεταμορφώσεις, αν η παρουσία του στις εν λόγω ταινίες δεν έδειχνε τόσο φυσική: ο Γκόλντμπλουμ μοιάζει να παίζει διαφορετικές εκδοχές του εαυτού του, οι οποίες διαθέτουν ομοιότητες και διαφορές, μοιράζονται όμως ένα πάντα άψογο στιλ.
Όσο για το Marvel Cinematic Universe, επειδή ο Μάρτης δεν μπορεί να λείπει από τη Σαρακοστή, ο διάσημος Αμερικανός ηθοποιός υποδύθηκε τον χαρακτήρα Grandmaster για τις ανάγκες του Thor: Ragnarok (2017), χρησιμοποιώντας γενναίες δόσεις αυτοσχεδιασμού. Κάτι δηλαδή που, όπως είχε αποκαλύψει στο περιοδικό των New York Times σε ερώτηση σχετική με το κατά πόσο οι ερμηνείες του έχουν τζαζ στοιχεία, απολαμβάνει να κάνει. «Προσπάθησα να βρω ένα αυθεντικό και καθαρό μονοπάτι, το οποίο μου επιτρέπει να βάλω ένα κομμάτι του εαυτού μου στους ρόλους», δήλωνε τότε. Όχι απλώς, λοιπόν, προσπάθησε, αλλά τα κατάφερε περίφημα στην καριέρα του. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο δρ Ίαν Μάλκολμ στο Τζουράσικ Παρκ, «η ζωή πάντα βρίσκει τον δρόμο».