Του Βασίλη Κόκκαλη, βουλευτή Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Πόσες και πόσες φορές δεν έχω ακούσει συμπολίτες μου να ανησυχούν για το ότι θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα και δεν θα ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε. Πώς να το γνωρίζουμε, άλλωστε, όλοι μας όταν η κυβέρνηση έχει επενδύσει πολιτικό κεφάλαιο ακριβώς στο να αξιοποιήσει την έκτακτη συνθήκη της πανδημίας προκειμένου να επιβάλει πολιτικές για τις οποίες είτε είχε παραπληροφορήσει τους πολίτες πριν τις εκλογές του 2019 είτε τις είχε αποκρύψει εντελώς;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε κάνει, για παράδειγμα, σημαία του προεκλογικώς την κατάργηση του οκτάωρου εργασίας, τις απλήρωτες υπερωρίες, τα προσκόμματα στη διοργάνωση και συμμετοχή σε πορείες ή την εξώθηση χιλιάδων νέων στα επί πληρωμή πτυχία των κολεγίων, ελληνικών και ξένων.
Αντιθέτως, βιώνουμε ως χώρα την τέταρτη χειρότερη ύφεση στην ευρωζώνη το πρώτο εννιάμηνο του 2020 και, ανάμεσα σε άλλα δεινά, είμαστε δεύτεροι στη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος εξαιτίας και της μη λήψης αποφάσεων ανάσχεσης των απωλειών των εργαζομένων. Ο πρωθυπουργός, κοντολογίς, επιθυμεί σφόδρα η απώλεια εισοδημάτων κι ατομικών δικαιωμάτων που βιώνει ο ελληνικός λαός τον τελευταίο χρόνο να μετατραπεί στη νέα μετά Covid πραγματικότητα χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Σαφείς και ρεαλιστικές προτάσεις
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση πράττει όσα πράττει για να υλοποιήσει το κρυφό της αντιλαϊκό πρόγραμμα. Παραμένει, όμως, το ερώτημα για το τι κάνει η αντιπολίτευση, και δη η αξιωματική, για να αποτρέψει τη μονιμοποίηση της απώλειας. Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στη μεγάλη δημοκρατική, προοδευτική παράταξη υπό την αδιαμφισβήτητη ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα που έχει ανάγκη ο τόπος έχει καθυστερήσει λόγω και της πανδημίας, αν και δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να μην βλέπουμε και τις καθυστερήσεις που έχουν εσωτερική αιτία.
Όπως κι αν έχει, όμως, κι ενόψει μάλιστα του προσυνεδριακού διαλόγου που εκκινεί, οφείλουμε όσοι προσδοκούμε στην ευόδωση της διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να καταθέσουμε τις προτάσεις μας, που ύστερα από την ανάλογη ζύμωση να καταλήξουν στο νέο κυβερνητικό μας πρόγραμμα.
Σε αυτό πρέπει οι θέσεις μας να είναι σαφείς κι ως το πώς θα αποτρέψουμε την απώλεια των κεκτημένων που παρέδωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ, αλλά και πώς θα τα ενισχύσουμε. Δεν αρκεί, δηλαδή, μόνο η καταγγελία, αλλά απαιτούνται και ρεαλιστικές προτάσεις, δίχως ιδεοληψίες και δογματισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών άμεσα κι έμμεσα- με την αξιοποίηση εργαλείων όπως το "μαξιλάρι ασφαλείας" των 37 δισ. ευρώ, η Αναπτυξιακή Τράπεζα, τα χρήματα από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης κι ο φτηνός δανεισμός από τις αγορές-, η διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους και με "κούρεμά" του, η αναστύλωση του κοινωνικού κράτους, οι "πράσινες" πολιτικές και η ψηφιακή μετάβαση συνιστούν πυλώνες του προγράμματος με το οποίο ο ανασυγκροτημένος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα διεκδικήσει ξανά να αναλάβει τα ηνία της χώρας.
Ερωτήματα κι απαντήσεις για τη νέα κοινωνική πλειοψηφία
Οι προτάσεις μας, ωστόσο, όσο προοδευτικές, φιλολαϊκές και ρεαλιστικές κι αν είναι, δεν φτάνουν από μόνες τους αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε μάχες για να τις δούμε να παίρνουν σάρκα κι οστά. Το πιο δύσκολο στοίχημα για το ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα όλων- ανεξαιρέτως- των πολιτών.
Τα ερωτήματα και οι απαντήσεις που θα δημιουργήσουν την νέα κοινωνική πλειοψηφία. Η πανδημία του κορωναϊού ανέδειξε το αίσθημα που θα κυριαρχήσει πλέον τα επόμενα χρόνια, αυτό του φόβου. Φόβος για τη βιολογική επιβίωση, φόβος για την απώλεια της θέσης εργασίας, φόβος για υποχώρηση της κοινωνικής θέσης στην ολοένα πιο άνιση κατανομή των πόρων, φόβος μήπως χαθεί ο έλεγχος των συνθηκών και των καθημερινών ρυθμών της ζωής, φόβος εν τέλει μήπως η κυβέρνηση γίνει ακόμα πιο αυταρχική.
Η απάντηση σε αυτή την απολύτως εύλογη και δικαιολογημένη ανησυχία των πολιτών, μήπως ο φόβος για όλα τα παραπάνω γίνει- όχι πραγματικότητα αλλά- κανονικότητα οφείλει και πρέπει να την δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Η κυβέρνηση δυστυχώς και ΔΕΝ μπορεί, αλλά και ΔΕΝ θέλει να δώσει αυτές τις απαντήσεις. Ήρθε η ώρα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να το κάνει.