Δύο αποφάσεις της κυβέρνησης στο χώρο της παιδείας, την εβδομάδα πριν τις θερινές διακοπές των εργασιών της βουλής, έδωσαν με τον πιο σαφή τρόπο το πραγματικό ιδεολογικό στίγμα των ανθρώπων που έχουν τα ηνία της εξουσίας στα χέρια τους. Η πρώτη αφορά την επαναφορά εν πλήρη αυθαιρεσία του περίφημου πανεπιστημιακού ασύλου και η δεύτερη την κατάργηση της επιλογής των σημαιοφόρων και παραστατών στις σχολικές παρελάσεις με κριτήριο την αριστεία και την επιβολή της κλήρωσης.
Πρόκειται για την εκδήλωση του πυρήνα των αντιλήψεων της περιθωριακής, έως πρόσφατα, ομάδας του 3% που ανήλθε στην κορυφή της πολιτικής ζωής καβαλώντας το κύμα της τυφλής αγανάκτησης και των ψευδαισθήσεων του ελληνικού λαού. Για χρόνια αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν σε έναν μικρόκοσμο που τρεφόταν με κάθε είδους ιδεοληψίες και φαντασιώσεις, μακράν των ρευμάτων της εξέλιξης και των πραγματικών πιστεύω της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Οι ρήσεις που κατά καιρούς εκτοξεύονταν από στελέχη του χώρου αυτού και άφηναν έκπληκτους με τον παραλογισμό τους τούς πολίτες δεν ήταν αστοχίες εν τη ρύμη του λόγου, ούτε προσωπικές παρεκκλίσεις. Το “καριέρα είναι χολέρα”, του κ. Καρανίκα, το “αριστεία είναι ρετσινιά” του κ. Μπαλτά, το “ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα” που θα τα βάλει με τους ναρκομανείς εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που εκστόμισε ο κ. Γαβρόγλου, έχουν την ίδια μήτρα. Εκπορεύονται από την απέχθεια προς κάθε αξιοκρατία, κάθε κοπιώδη προσπάθεια καθιέρωσης, κάθε ευταξία. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ονειρεύονται μια μόνιμη κατάσταση χάους, όπως αυτές των καταλήψεων στα σχολεία, στις οποίες πήρε το βάπτισμα του πολιτικού πυρός ο σημερινός πρωθυπουργός. Πολλοί από αυτούς, μιας κάποιας ηλικίας, συνεχίζουν να βρίσκονται φαντασιακά στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, αρνούμενοι να ενηλικιωθούν. Παρότι άσπρισαν τα μαλλιά τους, δείχνουν να μην έχουν περάσει τις “παιδικές ασθένειες” και αναμασούν τα ίδια μπαγιάτικά τσιτάτα που κραύγαζαν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα στην νεότητά τους.
Προκαλεί, τουλάχιστον, θλίψη η διαπίστωση ότι, ενώ σε όλον τον κόσμο η εκπαίδευση κινείται με ασύλληπτες ταχύτητες, με προαγωγή της αριστείας, με κανόνες αυστηρής και διεθνούς αξιολόγησης, όπου τα πανεπιστήμια, δημόσια και ιδιωτικά, συναγωνίζονται για τα καλύτερα αποτελέσματα, εμείς συζητούμε για το άσυλο, τους γνωστούς αγνώστους, τις κλεμμένες κάλπες. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες από την πτώση της δικτατορίας δείχνουμε αδύναμοι να απαλλαγούμε από σοβαρές στρεβλώσεις που μας κληρονόμησε η πρώτη μεταχουντική περίοδος.
Ο Αντρέας Παπανδρέου μετά το 1981, επιδιώκοντας, για μικροκομματικούς σκοπούς, να κολακεύσει τις διάφορες τάσεις της αριστεράς, θεσμοθέτησε κάθε ακραίο αίτημα στην παιδεία, ανοίγοντας το δρόμο στην μονιμοποίηση της “ελληνικής ιδιαιτερότητας” των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Έκτοτε έχουμε δει κάθε παραλογισμό: να κτίζονται οι πόρτες γραφείων καθηγητών, να σταματούν οι παραδόσεις γιατί έτσι επιθυμούν κάποιες… συλλογικότητες, να στέλνονται φοιτητές και καθηγητές στα νοσοκομεία κτυπημένοι από ορδές αριστεριστών ή αναρχικών, να μετατρέπονται πανεπιστήμια σε ορμητήρια ταραξιών και καταστροφέων αλλά και εστίες διακίνησης ναρκωτικών.
Και απέναντι σε όλα αυτά μια πανεπιστημιακή κοινότητα που όταν θέλει να αντιδράσει φοβάται, και δικαίως, ότι θα βρεθεί απροστάτευτη στο στόχαστρο των τραμπούκων. Τα 2,5 τελευταία χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, και το δόγμα της ανοχής στην ανομία να κυριαρχεί, οι γνωστοί άγνωστοι έχουν αποθρασυνθεί εντελώς. Βγαίνουν από το Πολυτεχνείο ή την Πολυτεχνειούπολη στου Ζωγράφου, κατεβάζουν επιβάτες από τα λεωφορεία ή τα τρόλεϊ και τους βάζουν φωτιά, κάθε δεύτερη ή τρίτη μέρα στήνουν πάρτι με μολότοφ και πέτρες στην Πατησίων, χτυπούν αγρίως καθηγητές -όπως στο Πάντειο- όταν τολμούν να έχουν διαφορετική άποψη απ’ αυτούς. Και έρχεται η κυβέρνηση, εν μέσω θέρους, με αξιοζήλευτη σπουδή και ζέση, ξένη προς τα γενικότερα ανακλαστικά της, να ισχυροποιήσει το άσυλο της ανομίας. Ποιος έχει αμφιβολία ότι με την απόφασή της κλείνει το μάτι στα “δικά της παιδιά”, στους “Ρουβίκωνες”, που κάνουν πλέον “ντου” ανενόχλητοι ακόμη και στη Βουλή; Για τα άλλα παιδιά, όμως, την μεγάλη πλειοψηφία των νέων που ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, αυτό που δημιουργεί είναι ένα ισοπεδωμένο εκπαιδευτικό περιβάλλον, όπου επιβραβεύεται η οκνηρία και η ασυνέπεια.
Η οδυνηρή, όμως, αλήθεια είναι ότι όταν εκλείπει το κίνητρο της διάκρισης, η ευγενής άμιλλα μεταξύ των μαθητών, όταν η αριστεία παύει να συνιστά αυταξία, τότε μοιραία επέρχεται η καθίζηση, η εξομοίωση προς τα κάτω. Και χαμένοι από αυτήν την εξέλιξη θα είναι οι νέοι, που θα βγουν στην κοινωνία απαράσκευοι μορφωτικά και ψυχολογικά, αδύναμοι να ανταπεξέλθουν στην πραγματική ζωή.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι αναπληρωτής τομεάρχης Εσωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, αρμόδιος για θέματα Προστασίας του Πολίτη, βουλευτής Λαρίσης.
Το άρθρο του Μάξιμου Χαρακόπουλου δημοσιεύθηκε στην "Εστία" στις 07.08.17