Σε δύο παράλληλα σύμπαντα βρίσκεται η μεταναστευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτό του ανεδαφικού σχεδιασμού από τη μια και σε εκείνο της σκληρής πραγματικότητας από την άλλη. Θύματα οι νόμιμοι μετανάστες που διαμένουν στη χώρα αλλά και οι περιζήτητοι –στα λόγια– επενδυτές οι οποίοι κλήθηκαν να αγοράσουν ακίνητα στη χώρα προκειμένου να αποκτήσουν «χρυσή βίζα» στην Ελλάδα και άρα δυνατότητα πρόσβασης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Την ίδια ώρα που το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής εξαγγέλλει περισσότερες ψηφιακές υπηρεσίες για τους μετανάστες, στο όνομα της διαφάνειας και του περιορισμού της γραφειοκρατίας, οι δύο μεγάλες Διευθύνσεις Αλλοδαπών & Μετανάστευσης της Αττικής (ανήκουν διοικητικά στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση) οι οποίες εξυπηρετούν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των 551.868 νόμιμων μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα, έχουν σταματήσει να εκδίδουν άδειες διαμονής εδώ και κάποιους μήνες αφήνοντας στον αέρα χιλιάδες ανθρώπους λόγω ανεπάρκειας προσωπικού. Ταυτόχρονα, όσοι έχουν αγοράσει ακίνητο στην Ελλάδα με κόστος πάνω από 250.000 ευρώ και άρα σύμφωνα με τη νομοθεσία δικαιούνται άδεια διαμονής, δεν μπορούν να καταθέσουν τη σχετική αίτηση πριν από τον Ιούνιο του 2020 που υπάρχει το πρώτο ελεύθερο ραντεβού στην Διεύθυνση στον Πειραιά.
Πρόβλημα νομιμότητας
Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής σχεδιάζει να επιλύσει το πρόβλημα με έναν –αν μη τι άλλο– εξαιρετικά ανορθόδοξο τρόπο: Επιτρέποντας να εργαστούν στις συγκεκριμένες δημόσιες υπηρεσίες ασκούμενοι δικηγόροι. Πρόκειται σαφώς για πρωτοφανή μεθόδευση, καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, το μέτρο το οποίο ανακοινώθηκε από το υπουργείο. Πολλά δικηγορικά γραφεία αναλαμβάνουν αντί αμοιβής τη διεκπεραίωση υποθέσεων έκδοσης αδειών διαμονής για λογαριασμό μεταναστών πελατών τους και άρα η τοποθέτηση ασκουμένων από την άλλη πλευρά του γκισέ δημιουργεί σαφώς πρόβλημα νομιμότητας.
Για το συγκεκριμένο ζήτημα, πάντως, την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε συνάντηση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας Δημήτρη Βερβεσού με τον γενικό γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής Μιλτιάδη Κλάπα, ενώ σύμφωνα με τις δηλώσεις που ακολούθησαν σχεδιάζεται η υπογραφή σχετικής προγραμματικής σύμβασης.
Μεγάλο θέμα έχει προκύψει με τους επενδυτές-αγοραστές ακινήτων, καθώς φαίνεται ότι κανένας δεν έχει φροντίσει οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να εξυπηρετούνται. Χαρακτηριστικό της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίζεται η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι το γεγονός ότι στην πρόσφατη αλλαγή στη νομοθεσία ξεχάστηκε το ύψος του τιμήματος του ακινήτου που πρέπει να καταβληθεί (250.000 ευρώ), οπότε και θα προστεθεί με επερχόμενη τροπολογία.
Οπως επισημαίνουν οι εργαζόμενοι στις Διευθύνσεις Αλλοδαπών & Μετανάστευσης τον τελευταίο χρόνο έχει σημειωθεί τρομακτική αύξηση της ζήτησης για «χρυσή βίζα» μέσω της αγοράς ακινήτου στην Ελλάδα. «Υπάρχει πλήρης αδυναμία υλοποίησης αυτού του προγράμματος από τις υπηρεσίες που παράλληλα πρέπει να ασχοληθούν με άλλες 200-250 υποθέσεις την ημέρα», αναφέρει εργαζόμενος στην αρμόδια διεύθυνση του Πειραιά. Τα ραντεβού που δίνει η συγκεκριμένη υπηρεσία σε όσους έχουν αγοράσει ακίνητο για κατάθεση αίτησης για άδεια διαμονής είναι πλέον για μετά τον Ιούνιο του 2020. Κατά μέσον όρο ζητούνται 320-350 ραντεβού τον μήνα για την κατάθεση δικαιολογητικών για άδεια διαμονής – για όλες τις περιπτώσεις.
Στη Διεύθυνση που εξυπηρετεί τον Δήμο Αθήνας και όπου ο φόρτος εργασίας είναι πολύ μεγάλος κλείνονται περίπου 30-40 ραντεβού ιδιοκτητών ακινήτων την ημέρα. Πλέον, το πρώτο διαθέσιμο ραντεβού είναι για τον Αύγουστο, πρακτικά δηλαδή από Σεπτέμβριο.
Οσον αφορά τους μετανάστες που θέλουν να ανανεώσουν την άδεια τους ή να βγάλουν καινούργια πολλές φορές τα δικαιολογητικά που καταθέτουν λήγουν πριν προλάβουν να εξεταστούν, οπότε η διαδικασία ξεκινά και πάλι από την αρχή.
Φόρτος εργασίας
Μία σειρά από νομοθετήματα το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει αυξήσει τις αρμοδιότητες και τον φόρτο εργασίας των Διευθύνσεων Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ενώ παράλληλα οι υπηρεσίες έχουν κυριολεκτικά αποδεκατιστεί. Την καλύτερή τους στιγμή έζησαν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες όταν το 2014 μεταφέρθηκαν σε αυτές οι πρώην δημοτικοί αστυνομικοί, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το προσωπικό. Ομως έκτοτε εφόσον η κινητικότητα έδωσε τη δυνατότητα της μετακίνησης ,«το προσωπικό φεύγει τρέχοντας» εξηγεί ο κ. Ηλίας Χρονόπουλος διευθυντής της αρμόδιας Διεύθυνσης Αθήνας και μέλος της ομοσπονδίας συλλόγων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων Ελλάδας. «Οι συνθήκες εργασίας είναι δύσκολες, γιατί καθημερινά έχεις να αντιμετωπίσεις εκατοντάδες ανθρώπους με πολλούς από τους οποίους δεν μπορείς να συνεννοηθείς», τονίζει. Ετσι σήμερα όσοι παραμένουν στο γραφείο τους στην Πέτρου Ράλλη 12 επαρκούν μόνο για την παραλαβή των δικαιολογητικών.
Ο νόμος που μείωσε το όριο διαμονής στη χώρα από δέκα σε επτά χρόνια προκειμένου να καταθέσει αλλοδαπός αίτηση για άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους οδήγησε εκατοντάδες ανθρώπους που εργάζονταν χρόνια παράνομα (π.χ. Φιλιππινέζες) στην Ελλάδα να ζητήσουν άδεια διαμονής. Από τον Απρίλιο του 2017 οι άδειες διαμονής είναι πλέον αυτοτελείς (παλαιότερα ήταν ένα στικ που έμπαινε στο διαβατήριο) και διαθέτουν τσιπ με τα βιομετρικά στοιχεία του αλλοδαπού. «Πρόκειται για κάτι που έπρεπε να γίνει. Ομως διπλασιάστηκε ο χρόνος παραλαβής της αίτησης: Χρειάζεται να σκαναριστεί το διαβατήριο, να ληφθούν αποτυπώματα, να τραβηχθεί φωτογραφία», εξηγεί ο κ. Χρονόπουλος.
Ιστορίες... τρέλας
Εκτός όμως από τις συνήθεις διαδικασίες τις οποίες διεκπεραιώνουν καθημερινά οι υπάλληλοι στις Διευθύνσεις που εκδίδουν τις άδειες παραμονής, παράλληλα πολλές φορές έρχονται αντιμέτωποι με την τρέλα της ελληνικής διοίκησης, την οποία μάλιστα καλούνται να εξηγήσουν στους αλλοδαπούς που φτάνουν στον γκισέ.
Εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών –εκδόθηκε στις 23 Ιουλίου 2018– καθορίζει ότι όποιος είναι αλλοδαπός, πριν πραγματοποιήσει οποιαδήποτε ενέργεια σε εφορία, πρέπει να γίνεται έλεγχος της νομιμότητας της άδειας διαμονής του. Εκτοτε καθημερινά οι εφορίες ζητούν από τις Διευθύνσεις έκδοσης αδειών «διακρίβωση της γνησιότητας του τίτλου διαμονής αλλοδαπού».
Ομως, όσοι αλλοδαποί έχουν νόμιμη άδεια διαμονής στη χώρα βρίσκονται καταγεγραμμένοι σε βάση δεδομένων που λειτουργεί από το 2005 και στην οποία έχουν πρόσβαση και οι εφορίες. «Αρκούσε ένα κλικ από τον υπάλληλο της εφορίας για να συνεχιστεί κανονικά η διαδικασία αντί να πηγαινοέρχονται χαρτιά», λέει ο κ. Χρονόπουλος. Αλλά για να κάνουν οι υπάλληλοι αυτό το «κλικ» πρέπει να αλλάξει η σχετική εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών...
TANIA ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)