Σε οικογενειακή υπόθεση εξελίσσεται πια σε μεγάλο βαθμό η διασπορά του κορωνοϊού στη χώρα μας.
Οι τακτικοί έλεγχοι και τα υποχρεωτικά rapid tests για τους εργαζομένους έχουν κρατήσει τον SARS-CoV-2 εκτός εργασιακών χώρων, οι οποίοι σε προηγούμενα πανδημικά κύματα αποτελούσαν τα κύρια «πεδία» μετάδοσης του ιού.
Το ίδιο ισχύει, τουλάχιστον προς το παρόν, και για τα σχολεία, και είναι ενδεικτικό ότι την περασμένη Παρασκευή, σε αναστολή λειτουργίας εξαιτίας της COVID-19 πανελλαδικά ήταν σχολικά τμήματα σε μόλις τέσσερα δημοτικά σχολεία, ενός γυμνασίου και ενός δημοτικού.
Από τις παρατηρήσεις των ειδικών προκύπτει ότι πλέον οι ενδοοικογενειακές επαφές ευθύνονται για τα περισσότερα κρούσματα, χωρίς ωστόσο να υποτιμάται και ο ρόλος των κοινωνικών εκδηλώσεων –χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα ο γάμος στη Νάουσα, όπου κόλλησε σχεδόν όλος ο πληθυσμός ενός χωριού– και κυρίως των συναθροίσεων σε χώρους δια-σκέδασης, όπου η μετάδοση δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί στην ιχνηλάτηση.
Οπως ανέφερε στην «Κ» ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, «κατά το δεύτερο κύμα παρατηρούσαμε πάρα πολλές περιπτώσεις μετάδοσης του ιού σε εργασιακούς χώρους.
Τώρα δεν το βλέπουμε ιδιαίτερα αυτό. Τώρα κυρίως πρόκειται για ενδοοικογενειακή μετάδοση, αλλά και μετάδοση σε χώρους διασκέδασης, η οποία ωστόσο είναι πιο δύσκολο να αποδειχθεί στην ιχνηλάτηση. Ειδικά όταν πρόκειται για χώρους με εκατοντάδες θαμώνες. Γι’ αυτό λέμε ότι χρειάζεται λίγη προσοχή ακόμη. Δεν τελείωσε η πανδημία. Ακόμη και για τους εμβολιασμένους. Ο κίνδυνος μπορεί να είναι μειωμένος, αλλά υπάρχει ακόμη».
Για την ανάσχεση της ενδοοικογενειακής μετάδοσης του ιού ζωτικής σημασίας ρόλο διαδραματίζει ο εμβολιασμός. Οπως κατέδειξε και πρόσφατη μελέτη ερευνητών (Peter Nordstrom και συνεργάτες) όσο περισσότερα μέλη μιας οικογένειας έχουν ανοσία έναντι της COVID-19 (είτε λόγω εμβολιασμού είτε λόγω προηγούμενης νόσησης) τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες τα επίνοσα –δηλαδή όσα δεν είχαν ανοσία– μέλη της ίδιας οικογένειας να μολυνθούν από τον ιό, αλλά και να νοσήσουν σοβαρά.
Η μελέτη
Ειδικότερα, στη μελέτη αναλύθηκαν στοιχεία από εθνικές βάσεις δεδομένων στη Σουηδία, ανιχνεύθηκαν τα μέλη των οικογενειών που είχαν ανοσία έναντι του κορωνοϊού έως τα μέσα Απριλίου 2021 και προσδιορίστηκαν οι νέες λοιμώξεις COVID-19 στα επίνοσα μέλη των οικογενειών από τις 15/4 έως τις 26/5/2021.
Συνολικά συμπεριελήφθησαν στην ανάλυση 1.789.728 άτομα από 814.806 οικογένειες. Κάθε οικογένεια είχε δύο έως πέντε μέλη, με μέση ηλικία τα 51 έτη. Κατά τη διάρκεια ενός μέσου διαστήματος παρακολούθησης 26 ημερών, διαγνώσθηκαν 88.797 νέα κρούσματα COVID-19.
Από την ανάλυση των δεδομένων (την οποία συνοψίζουν σε πρόσφατο άρθρο τους οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος) φάνηκε ότι τα επίνοσα άτομα με ένα οικογενειακό μέλος με ανοσία έχουν 45% έως 61% χαμηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν λοίμωξη COVID-19, ενώ τα επίνοσα άτομα με δύο οικογενειακά μέλη με ανοσία είχαν 75% έως 86% μειωμένο κίνδυνο για COVID-19.
Η ύπαρξη τριών μελών με ανοσία στην οικογένεια μείωσε τον κίνδυνο COVID-19 για τα επίνοσα άτομα κατά 91%-94%, ενώ η ύπαρξη τεσσάρων μελών στην οικογένεια μείωσε τον κίνδυνο κατά 97%.
Αντιστοίχως, όσο αυξανόταν ο αριθμός των μελών της οικογένειας με ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 τόσο μειωνόταν και ο κίνδυνος για σοβαρή νόσο COVID-19 που χρήζει νοσηλείας. Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη προοπτική μελέτη έδειξε ότι όσο περισσότερα μέλη της οικογένειας έχουν ανοσία έναντι της COVID-19 τόσο μεγαλύτερη είναι η προστασία και για τα επίνοσα άτομα και μπορεί να φτάσει ακόμη και το 97%.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)