Δεκαπενταύγουστος σήμερα και ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα ανέβει στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, στο μοναστήρι της Παναγίας, για να τελέσει, ανήμερα της ονομαστικής της εορτής, τη Θεία Λειτουργία.
Επειτα από έξι χρόνια αναγκαστικής σιγής, λόγω των εργασιών αναστήλωσης της μονής, η δέηση, «…εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλειπες Θεοτόκε», θα αναπεμφθεί και πάλι από τα χείλη του προκαθήμενου της Ορθοδοξίας κ.κ. Βαρθολομαίου. Μόνο που τούτη τη φορά δεν θα υπάρχει ποίμνιο για να ψάλλει μαζί με τον ποιμενάρχη το απολυτίκιο της προστάτιδας του ελληνισμού του Πόντου.
Ο κορωνοϊός δεν επιτρέπει στις χιλιάδες Ποντίους να ανηφορίσουν στο ιστορικό μοναστήρι για το ετήσιο προσκύνημα, όπως έκαναν, προσερχόμενοι απ’ όλο τον πλανήτη, από το 2008 έως και το 2015, οπότε οι τουρκικές Αρχές το έκλεισαν για επισκευή.
Ελάχιστα άτομα, με βάση τα πρωτόκολλα, θα περάσουν στον αυλόγυρο της ανακαινισμένης μονής για να παρακολουθήσουν τη δοξολογία.
Η σκέψη όμως των Ποντίων, όπου και αν βρίσκονται, θα είναι στραμμένη «Σου Μελά», στου Μελά δηλαδή, με την ελπίδα ότι του χρόνου τα πράγματα, με τη βοήθεια της Παναγίας, θα είναι καλύτερα και θα μπορέσουν να εκπληρώσουν το «τάμα», που δεν είναι άλλο από το να ευτυχήσουν ν’ ανάψουν ένα κερί στην «Παναγιά του Πόντου», τη «δική» τους Παναγιά.
Θα είναι εκεί, αναφέρουν οι πληροφορίες, στη χαράδρα με τα θεόρατα δέντρα, ακροβολισμένος σ’ έναν απόκρημνο βράχο, για να παίξει στον «κεμεντζέ» μοιρολόγια – θρήνους για τα δεινά του Πόντου, ο 57χρονος Τούρκος λυράρης από τη γειτονική Ματσούκα, Νεντσντέτ Τσοπάν. Αυτό έκανε επί χρόνια υποδεχόμενος τα καραβάνια των προσκυνητών, αυτό θα κάνει και φέτος για τον Πατριάρχη και τη συνοδεία του και τους ελάχιστους «τυχερούς» που θα διαβούν την πύλη της μονής.
Μπορεί στον φετινό Δεκαπενταύγουστο το δασοσκεπές φαράγγι –«τη Παναΐας το ποτάμ» (το ποτάμι της Παναγίας) στην ποντιακή διάλεκτο– που οδηγεί από την πόλη Ματσούκα στο μοναστήρι να παραμείνει βουβό, κρύβει όμως αναρίθμητες ανθρώπινες ιστορίες και έχουν πολλά να διηγηθούν όσοι ευτύχησαν (το βίωσα δύο φορές σε ισάριθμες αποστολές με την «Κ») να το διασχίσουν τις «καλές εποχές» των εορτασμών.
Πόντιοι που κατέφθαναν στην Τραπεζούντα με λεωφορεία, αεροπλάνα και βαπόρια, έχοντας διανύσει χίλια πεντακόσια και πλέον χιλιόμετρα από κάθε γωνιά της Ελλάδας, και άλλοι χιλιάδες μίλια από την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Ρωσία κ.α., ξενυχτούσαν κατάκοποι στη χαράδρα, κάτω από τα δέντρα, ώστε να προωθηθούν με το λυκαυγές στην «αετοφωλιά της Παναγιάς» και να προσκυνήσουν.
Εβλεπες πολλούς να κρατούν ένα σακουλάκι και να σκάβουν με τα δάχτυλα στην πλαγιά, για να πάρουν λίγο χώμα και να το αποθέσουν με την επιστροφή στους τάφους εκείνων που δεν πρόλαβαν εν ζωή να εκπληρώσουν την ύστατη επιθυμία ενός προσκυνήματος στη γη του Πόντου.
Εθεάθησαν σε εορτασμούς νέοι να σκαρφαλώνουν στην πλαγιά, όταν ακόμα η κίνηση γινόταν από δύσβατο μονοπάτι, υποβαστάζοντας την παράλυτη αδελφή τους, και σε μια συνηθισμένη εικόνα, μουσουλμάνες με μαντίλα να ανηφορίζουν για τη μονή με την προσδοκία ότι ανάβοντας ένα κερί στην εικόνα της Παναγίας θα ενδυναμώσουν την πίστη τους, στο Θείο, γενικότερα.
Για τους Ελληνες του Πόντου η Παναγία Σουμελά είναι κάτι παραπάνω από «χώρα του αχωρήτου», τόπος προσευχής. Κατέφευγαν εκεί για να προστατευθούν στους διωγμούς, μια και η μονή απολάμβανε κάποιων, όχι ιδιαίτερα σημαντικών, προνομίων των σουλτάνων· εκεί φυλάσσονται, νοερά πλέον, τα «άγια των αγίων» της «φυλής» τους. Είναι, λοιπόν, ένα κομμάτι της ιστορίας τους, ο φάρος που τους οδηγεί στο να ελπίζουν πως «η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο…»
Αλλά το εμβληματικό χριστιανικό μοναστήρι, που ουδέποτε μετατράπηκε σε τζαμί και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, αποτελεί υψίστης σημασίας μνημείο και για τους Τούρκους, που το φροντίζουν και το αναδεικνύουν ως έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς. Μια ολόκληρη τουριστική βιομηχανία έχει στηθεί από την Τραπεζούντα έως τη Ματσούκα, στους πρόποδες του Μελά, η οποία αποφέρει τεράστια κέρδη στην περιοχή, με αποκορύφωμα τον Δεκαπενταύγουστο, οπότε τα παράλια πλημμυρίζουν από Πόντιους προσκυνητές.
Ηταν η προσδοκία προσέλκυσης εκατοντάδων χιλιάδων τουριστών –όχι μόνο χριστιανών– και η τόνωση της τοπικής οικονομίας που οδήγησαν, σε συνδυασμό με κάποιες γεωπολιτικές σκοπιμότητες και πιέσεις, τον Ταγίπ Ερντογάν να επιτρέψει δειλά δειλά το άνοιγμα της μονής σε θρησκευτικές εκδηλώσεις ανήμερα της Παναγίας. Το 2010 ο Οικουμενικός Πατριάρχης, σε μια ιστορική ημέρα, τέλεσε την πρώτη Θεία Λειτουργία.
Καθώς το τουριστικό ρεύμα φούσκωνε, οι Αρχές διέγνωσαν, ορθώς, τον κίνδυνο αποκόλλησης, ένεκα συνωστισμού, βράχων που στην κυριολεξία κρέμονται πάνω από τη μονή και πρόκλησης ατυχημάτων. Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 2015 έκλεισαν τη μονή-μουσείο για τις αναγκαίες αναστηλωτικές εργασίες που ολοκληρώθηκαν φέτος, και στις 25 Μαΐου 2019 το μνημείο άνοιξε μέχρι την πρώτη αυλή.
Στις 28 Ιουλίου 2020 ο Ερντογάν, σε τηλεδιάσκεψη εν μέσω πανδημίας, εγκαινίασε το 65% του έργου, που όμως τον χειμώνα έκλεισε εκ νέου για επιπλέον αναστηλώσεις παλαιών κατασκευών, αποκατάσταση και τεκμηρίωση στον κυρίως ναό και στερέωση επιπλέον βράχων από τους περίπου 30 τεχνίτες-αναρριχητές.
Οπως ανακοινώθηκε από τις τουρκικές Αρχές, κατά τις αναστηλωτικές εργασίες αποκαταστάθηκαν δώδεκα κτίρια, απομακρύνθηκαν περίπου 1.100 τόνοι επικίνδυνων βράχων σε μια επιφάνεια 17.000 τετραγωνικών μέτρων, ενώ τοποθετήθηκαν ατσάλινα σύρματα στην πλαγιά και υπήρξαν παρεμβάσεις στο μονοπάτι που οδηγεί στη μονή.
Σταύρος Τζίμας Καθημερινή