Αντιδράσεις προκαλεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών που οδηγεί σε αλλαγή ονομασίας το χύμα τσίπουρο και την τσικουδιά. Η παραδοσιακή διαδικασία αιώνων με τα καζάνια να παίρνουν φωτιά την περίοδο του τρύγου για την παρασκευή χύμα τσίπουρου μπαίνει σε περιπέτειες, καθώς πλέον το παραγόμενο προϊόν θα λέγεται «παραδοσιακό απόσταγμα διήμερου».

Ο λόγος δεν είναι άλλος από το νομοσχέδιο φορολόγησης της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών, που σε περίπτωση ψήφισής του ουσιαστικά θέτει εκτός παιχνιδιού τους μικρούς παραγωγούς - αμβυκούχους.

Μέχρι σήμερα, οι μικροί παραγωγοί που δικαιούνται να παράξουν με την γνωστή άδεια διημέρου από το τελωνείο περίπου 987 λίτρα τσίπουρου ή τσικουδιάς, είχαν ευνοϊκές ρυθμίσεις όσον αφορά στη φορολογία, η οποία παρά το γεγονός ότι πήγε από 0,59 ευρώ το λίτρο στα 1,65 ευρώ το λίτρο, δεν δημιουργούσε πρόβλημα.

Ωστόσο, ο τεχνικός φάκελος που είχε καταρτιστεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2016 για τα Προϊόντα Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), είχε καθορίσει τεχνικές λεπτομέρειες αναφορικά με την παραγωγή των δύο παραδοσιακών ποτών. Βάσει του νομοσχεδίου που έχει ετοιμάσει η τωρινή κυβέρνηση, τα προϊόντα που παράγουν οι αποσταγματοποιοί του διημέρου δεν είναι εναρμονισμένα με τις τεχνικές λεπτομέρειες που είχαν ήδη καταρτιστεί πριν από επτά χρόνια.

Ως εκ τούτου τα παραδοσιακά αυτά αποστάγματα που παράγονται ουσιαστικά από οικογένειες, οδηγούνται σε αλλαγή ονομασίας.

Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο πελάτης σε ένα μεζεδοπωλείο για παράδειγμα δεν θα ερωτάται εάν θέλει εμφιαλωμένο τσίπουρο ή χύμα, αλλά εμφιαλωμένο τσίπουρο ή… «απόσταγμα διημέρου». Σύμφωνα με τους παραδοσιακούς ποτοποιούς, αυτό τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό.

Βλέπουν εύνοια των μεγάλων παικτών

Τα τελευταία χρόνια στην εστίαση έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό η νοοτροπία στην κουζίνα, καθώς έχει παρατηρηθεί μια μεγάλη στροφή στο παραδοσιακό προϊόν και την ελληνική κουζίνα. Η χρήση ελληνικού τροφίμου συνοδεύεται φυσικά και από το παραδοσιακό ελληνικό ποτό, όπου κυριαρχούν το τσίπουρο και η τσικουδιά όταν γίνεται λόγος για κρητική κουζίνα.

Όπως ήταν λογικό, η ζήτηση παρουσίασε μια αύξηση, αφού τα ταπεινά ελληνικά αποστάγματα έφυγαν από τα στενά πλαίσια του καφενείου ή του καθαρά παραδοσιακού μεζεδοπωλείου και βρέθηκαν ακόμα και στις κάβες εστιατορίων που προωθούσαν την ελληνική κουζίνα σε μια πιο δημιουργική μορφή.

Οι παραδοσιακοί αμβυκούχοι είχαν ένα μερίδιο σε αυτή την αύξηση της πίτας, ωστόσο αυτό δεν είχε προκαλέσει και μεγάλες αλλαγές.

«Το ότι πουλάμε ίσως λίγο περισσότερο δεν έχει αλλάξει και πολλά σε εμάς. Για την ηπειρωτική Ελλάδα τουλάχιστον έχουμε ένα μικρό μερίδιο, γύρω στο 15% όσον αφορά την τροφοδοσία της εστίασης», εξηγεί στην Voria.gr o πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Τυρνάβου Στέλιος Τσικριτζής.

Οι μεγάλοι παίκτες στην εμφιάλωση αλκοολούχων ποτών, έχοντας αντιληφθεί πως το παραδοσιακό ποτό είναι μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά, μπήκαν δυναμικά τα τελευταία χρόνια στο παιχνίδι που αφορά την τροφοδοσία της εστίασης.

«Το νομοσχέδιο αυτό μοιάζει φωτογραφικό για τους μεγάλους ποτοποιούς», τονίζει ο κ. Τσικριτζής και προσθέτει: «έχουμε ένα μικρό ποσοστό και θέλουν να το πάρουν και αυτό».

Στον Τύρναβο, τη θεσσαλική πόλη που φημίζεται για την αμπελοοινική του παράδοση, μια ενδεχόμενη αλλαγή της παρούσας κατάστασης θα φέρει ραγδαίες αλλαγές στους αγρότες της περιοχής, τόσο καλλιεργητικά, όσο και οικονομικά.

«Στον Τύρναβο μιλάμε για καλλιέργεια 35.000 στρεμμάτων αμπελώνα, το 1/3 σχεδόν του ελληνικού αμπελώνα. Εάν αλλάξει η κατάσταση με το νομοσχέδιο, η τιμή του σταφυλιού που παράγουμε θα καταρρεύσει, τα αμπέλια μας θα ξηλωθούν και δεν ξέρουμε πραγματικά τι αντικείμενο θα έχουμε», τονίζει ο κ. Τσικριτζής.

Μάλιστα αναφέρει ότι σε περιόδους όπου το πορτοφόλι του μέσου Έλληνα αντιμετώπιζε δυσκολίες, το χύμα απόσταγμα ήταν προσιτό ακόμα και για τα πιο χαμηλά βαλάντια, κάτι που δεν ισχύει για το εμφιαλωμένο.

Από Θράκη μέχρι Κρήτη

Επισήμως παραδοσιακοί αμβυκούχοι θεωρούνται στη χώρα μας 380.000 οικογένειες περίπου. Οι μικροί παραγωγοί δραστηριοποιούνται από τα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θράκη, έως τους παραγωγούς της τσικουδιάς στην Κρήτη.

Δεν πρέπει να παραλείπεται βέβαια το γεγονός ότι η απόσταξη παραδοσιακών αλκοολούχων ποτών στη χώρα μας έχει και μελανά σημεία, αφού πολλοί αποστάζουν εκτός του προβλεπόμενου διημέρου. Την ίδια ώρα πολλά είναι τα περιστατικά μαύρης αγοράς, είτε με πλανόδιους πωλητές, είτε της διακίνησης «από στόμα σε στόμα».

Η αλλαγή ωστόσο που θα επιφέρει ένα τέτοιο νομοσχέδιο θα είναι πολύ σημαντική αναφορικά με το μέλλον του παραδοσιακού αποστάγματος στη χώρα.

«Αρκετοί από εμάς θα σταματήσουν να παράγουν για να πουλήσουν. Είναι ασύμφορη η διαδικασία, θα φτάσουμε στο σημείο να παράγουμε μια μικρή ποσότητα για εμάς και τον οικογενειακό κύκλο μας», αναφέρει ο Κωστής Π., αμβυκούχος από την Κρήτη και παραγωγός της παραδοσιακής τσικουδιάς.

Μάλιστα οι τεχνικές προδιαγραφές του 2016, σύμφωνα με τον ίδιο ευνοούν καθαρά τους μεγάλους ποτοποιούς, αφού εάν οι μικροί παραγωγοί προσπαθήσουν να τις ακολουθήσουν δεν θα έχουν το προϊόν που θέλουν.

Ερώτημα αποτελεί βέβαια το τι θα γίνει ουσιαστικά με την τοπική αγορά της Κρήτης, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην χύμα τσικουδιά, αφού μια βαριά φορολόγηση, σίγουρα θα οδηγήσει σε πρακτικές μαύρης αγοράς, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Στη Νάουσα Ημαθίας, οινική ίσως πρωτεύουσα της χώρας, το παραδοσιακό τσίπουρο μαζί με το ξινόμαυρο κρασί αποτελούν brandname. Μια ενδεχόμενη αλλαγή της παρούσας κατάστασης θα προκαλέσει γερούς τριγμούς τόσο σε παραγωγή, όσο και σε κατανάλωση.

«Σε τοπικό επίπεδο τουλάχιστον η κατανάλωση του τσίπουρου γίνεται σχεδόν αποκλειστικά σε χύμα εκδοχή. Εάν υπάρξει η αλλαγή αυτή που ακούμε δεν ξέρουμε πραγματικά τι μπορεί να γίνει ώστε το χύμα τσίπουρο να φτάνει στην εστίαση, χωρίς να καταστραφεί οικονομικά ο μικρός παραγωγός», αναφέρει στην Voria.gr ο Γιώργος Λούσης, αμπελουργός από τη Νάουσα. 

voria.gr