Παρέμβαση για το μάθημα της φυσικής αγωγής που περιορίζεται σημαντικά στο νομοσχέδιο του υπουργείο Παιδείας που συζητείται στη Βουλή, πραγματοποίησε η βουλευτής Λάρισας του Κινήματος Αλλαγής, Ευαγγελία Λιακούλη, τονίζοντας τα εξής:
«Δεν έχω ακούσει αντιρρήσεις για το νομοσχέδιο για την Παιδεία»(!) δήλωνε επιδεικτικά προ ημερών η κ. Κεραμέως για το Πολυνομοσχέδιο της Παιδείας που συζητείται σήμερα κι αύριο στην Ολομέλεια της Βουλής• ένα νομοσχέδιο για το οποίο έχει στην κυριολεξία «βουίξει ο τόπος» από τις αντιδράσεις σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας και όλων των επιμέρους ειδικοτήτων της.
Ένα νομοσχέδιο που στο μυαλό της Υπουργού φαντάζει …«μεταρρυθμιστικό», κι ας μη φέρει κανένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να το κατατάξει σε αυτήν την κατηγορία.
Χαρακτηριστική περίπτωση οι καθηγητές και καθηγήτριες της Φυσικής Αγωγής, που βλέπουν για μια ακόμη φορά την περιλάλητη αναβάθμιση του κλάδου τους σε επίπεδο Α’βάθμιας και Β’βάθμιας Εκπαίδευσης, να παραμένει «κενό γράμμα».
Κρίμα στις βαρυσήμαντες δηλώσεις της κ. Υπουργού, που πριν από λίγους μόλις μήνες δήλωνε ότι η Φυσική Αγωγή θα εντάσσονταν και στα Νηπιαγωγεία.
Κρίμα στις δηλώσεις της κ. Υπουργού ότι η Φυσική Αγωγή θα ενισχύονταν με επιπλέον ώρες στα τετραθέσια και άνω δημοτικά σχολεία, όπως και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.
Κρίμα όμως και στους μαθητές της Β’ Λυκείου, με το ιδιαιτέρως βεβαρημένο πρόγραμμα, που υποτίθεται ότι …θα αθλούνται, με μόλις μία ώρα γυμναστικής κάθε εβδομάδα, ίσως και από μη-επιστήμονες της Φυσικής Αγωγής.
Κι ας προβλέπει σωρεία Ευρωπαϊκών Οδηγιών την υποχρεωτική και συστηματική άθληση των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για τουλάχιστον 3 ώρες σε εβδομαδιαία βάση.
Η κ. Υπουργός αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η υποβάθμιση της Φυσικής Αγωγής στο δημόσιο σχολείο, δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά μια «εγκληματική» εκπαιδευτική αμέλεια, με σοβαρότατες προεκτάσεις για την μελλοντική ποιότητα της ζωής των μαθητών και των μαθητριών.
Και αυτή η εγκληματική εκπαιδευτική αμέλεια, θα φέρει από αύριο την ολόδική της υπουργική σφραγίδα…
Ωστόσο, το ερώτημα εξακολουθεί να επικρέμεται: αφού δεν ήξερε, γιατί ούτε άκουγε, ούτε ρώταγε;»