Ο Σταύρος Γκιργκένης, δρ. φιλολογίας, ποιητής, μεταφραστής και κριτικός από τη Θεσσαλονίκη δημοσίευσε κριτική για την τελευταία ποιητική συλλογή του Λαρισαίου ποιητή Δημήτρη Π. Κρανιώτη "Γραβάτα δημοσίας αιδούς" (εκδ. Κέδρος 2018) στο έγκυρο λογοτεχνικό περιοδικό "Φρέαρ".
Το βιβλίο Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς των εκδόσεων Κέδρος αποτελεί την πιο πρόσφατη συμβολή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη στον χώρο της ποίησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεσσαλός ποιητής αποτελεί μια από τις πιο ώριμες φωνές που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στον στίχο σήμερα και ότι η συλλογή είναι από τις σημαντικότερες που εκδόθηκαν το 2018.
Τα ποιήματα που συναποτελούν τη συλλογή χαρακτηρίζονται συνολικά από λιτότητα στο λόγο, πυκνότητα και βραχύτητα στην έκφραση. Είναι χαρακτηριστική η συντομία που τα διακρίνει, αφού ο ποιητής ολοκληρώνει όσα έχει να πει σε κείμενα που η έκτασή τους δεν ξεπερνά ποτέ τη μία σελίδα.
Βασικό γνώρισμα της ποιητικής του τεχνικής είναι το παιχνίδι με τις λέξεις. Για παράδειγμα στο ποίημα με τον τίτλο Μείον ένα η φράση «-1» χρησιμοποιείται πρώτα ως αριθμητικό σύμβολο για τα νούμερα των ορόφων στο μεταφυσικό ασανσέρ που οδηγεί στο χτες, ενώ στη συνέχεια εμφανίζεται γραμμένη ολογράφως στην τελευταία στροφή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας αντίθεσης ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, το χτες και το αύριο:
Ως το χθες / ως το σίγουρο κι απροσδόκητο -1 του ασανσέρ… γεμίζοντας με μείον ένα αύριο ρίζες λωτών και μύθων.
Η τεχνική αυτή δημιουργεί συνηχήσεις που επεκτείνονται ακόμη και στην περίπτωση των ξένων λέξεων, όπως πολύ χαρακτηριστικά συμβαίνει στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Αλφαβητάρι»: Πίνοντας αναψυκτικό light / Και κάνοντας like.
Η καβαφικού τύπου λιτότητα στο λόγο του ποιητή δημιουργείται επίσης από την πληθωρική χρήση των επιρρηματικών μετοχών: πίνοντας, κάνοντας, σκουπίζοντας τα φύλλα, φωνάζοντας σε μία γλώσσα άγνωστη, υφαίνοντας αυταπάτες, γεμίζοντας με -1 αύριο, και πολλά άλλα παρόμοια.
Ομόλογο υφολογικό χαρακτηριστικό είναι η κυριαρχία των ουσιαστικών και των ρημάτων με την αντίστοιχη μειωμένη παρουσία επιθέτων. Όπου εμφανίζονται ίχνη επιθέτων είναι κυρίως μέσω της μεταμόρφωσής τους στα αντίστοιχα επιρρήματα. Για παράδειγμα: αφοπλιστικά και αναίμακτα, μην μου απαντήσεις βιαστικά, υπόγειο αορίστως κι εντόκως με θυμό. Όλα αυτά σε ένα και μοναδικό ποίημα («Μείον ένα»).
Εναλλακτικά το επίθετο, έναρθρο, μπορεί να μετατρέπεται σε αφηρημένο ουσιαστικό με έναν σχεδόν θουκυδίδειο τρόπο: Το αβέβαιο της θέλησης μας και το άβατο της ηθικής μας, στο ποίημα «Υψικάμινος».
Συναφής υφολογικά είναι η χρήση σχεδόν οποιουδήποτε μέρος του λόγου σε θέση ουσιαστικού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Άρχισα να ξηλώνω τα ρούχα μου ώσπου έμεινα γυμνός στη μέση του πουθενά, στο ποίημα «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς».
Χάθηκε σε ζιζάνια το ψες, στο ποίημα «Αυλή χωρίς σιωπές».
Δούναι και λαβείν κατά φύσιν κεκτημένα… Δούναι και λαβείν παρά φύσιν τεκταινόμενα στο ποίημα «Δούναι και λαβείν».
Στο παρά πέντε απόδρασης από το σαβουάρ βιβρ, στο ποίημα «Ιανός».
Παραβίασες τα σύνορα που έθαψαν το γνώθι σαυτόν… Στο άψε σβήσε έτσι απλά γέννησες φως, στο ποίημα «Άψε σβήσε».
Με αμέτρητα απωλέσθην, στο ποίημα «Απωλέσθην».
Πολλές από αυτές τις εκφράσεις χρησιμεύουν και ως τίτλοι των αντίστοιχων ποιημάτων.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί η χρήση των σημείων στίξης ή μάλλον η σχεδόν παντελής απουσία τους. Δεν υπάρχει τελεία, δεν υπάρχει κόμμα. Διασώζεται περιστασιακά η παρένθεση, προκειμένου να δηλωθεί μια δεύτερη σκέψη του ομιλούντος προσώπου, μια αμφιβολία, ένας υπαινιγμός, μια αιφνίδια προσθήκη, μια αποσαφήνιση, συνήθως μέσω κάποιας αντιθετικής έκφρασης και ενός συνοδευτικού ερωτηματικού:
Έτσι κι αλλιώς ποιος θα με καταλάβαινε, στο ποίημα «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς».
Ποια λογική νοικιάστηκε από τη φαντασία μου απόψε, στο ποίημα «Μείον ένα».
Μήτρα ζωής η γη υιών και θυγατέρων, στο ποίημα «Δούναι και λαβείν».
Και χωρίς σήμα το κινητό μας, στο ποίημα «Ιανός».
Πότε προλάβαμε άραγε να ερωτευτούμε, στο ποίημα «Ιανός».
Όσα δεν λέγονται μα γράφονται στο σκοτάδι, στο ποίημα «Άψε σβήσε».
Ποιος ξέρει αν θα βρέξει… Ποιος στο όνειρο θα αντέξει, στο ποίημα «Δελτίο καιρού».
Τα ουσιαστικά μαλώνουν ανεξαρτήτως πτώσης… τα ρήματα διαμαρτύρονται ανεξαρτήτως χρόνου, στο ποίημα «Συγκάτοικος λέξεων».
Περιστασιακά τον ίδιο ρόλο αναλαμβάνει ο εγκιβωτισμός μιας φράσης σε παύλες:
Μέσω πιστωτικής, στο ποίημα «Εκποίηση. Σε τιμή ευκαιρίας, στο ποίημα «Μεταχειρισμένα Όνειρα». Αναπόφευκτη συνήθεια των ημερών που έρχονται, στο ποίημα «Πέμπτη εποχή». Ψυχή και σώματι, στο ποίημα «Λύτρωση».
Ο λόγος των ποιημάτων του Δ. Π. Κρανιώτη χαρακτηρίζεται από μια ιδιόμορφη μίξη γλωσσικών επιπέδων που θυμίζει έντονα σε ορισμένα σημεία τον τρόπο που ο Καβάφης αναμιγνύει την απλή δημοτική, τους ιδιωματισμούς και την καθαρεύουσα. Στον Δ. Π. Κρανιώτη η ιδιομορφία της μίξης στηρίζεται στην ταυτόχρονη χρήση μιας γλώσσας πολύ καθημερινής σε συνδυασμό με μια πληθώρα λέξεων που προέρχονται από τη λόγια παράδοση και χρησιμοποιούνται στον ιδιαίτερα πεπαιδευμένο λόγο. Στο μείγμα προστίθεται και η χρήση πολλών ξένων λέξεων, ορισμένες φορές γραμμένων στο λατινικό αλφάβητο, σε μια προφανή αναγνώριση της σύγχρονης γλωσσικής πραγματικότητας και με μια διάθεση να γειωθεί ο κορμός του ποιήματος στον γλωσσικό νατουραλισμό. Άρα μπορούμε να διακρίνουμε δύο αντίρροπες κινήσεις στο ύφος του Δ. Π. Κρανιώτη: λέξεις υψηλής φόρτισης από τη μια και λέξεις χαμηλού φωτισμού από την άλλη. Παραδείγματα:
Να αναζητώ με silver alert δίχως όνομα εμένα, στο ποίημα «Παζλ».
Δεν άφησα ρέστα για πουρμπουάρ δεν σκόνταψα διαγωνίως, στο ποίημα «Γραβάτα Δημοσίας Αιδούς».
Μήτρα ζωής η γη υιών και θυγατέρων, στο ποίημα «Δούναι και λαβείν».
Το ασανσέρ κολλημένο μεταξύ ρετιρέ και ουρανού, στο ποίημα «Ιανός».
Στο παρά πέντε απόδρασης από το σαβουάρ βιβρ, στο ποίημα «Ιανός».
Άφησες ένα post it, στο ποίημα «Απωλέσθην».
Σε μειδίαμα λευκής μαρμαρυγής… τα κελεύσματα σιωπής επίορκων δωρητών ψυχής, στο ποίημα «Λευκή μαρμαρυγή».
Μην στέλνεις άλλα sms… το iphone μου πέταξα, στο ποίημα «Τα sms της κρίσης».
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του Δ. Π. Κρανιώτη δεν αποτελούν τυχαίες συναθροίσεις λέξεων, αλλά αποτέλεσμα μελετημένης στόχευσης και σκληρής δουλειάς. Δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά είναι προϊόν μεθοδικής και λεπτής επεξεργασίας του λόγου, κάτι που κάνει τον Δ. Π. Κρανιώτη να ξεχωρίζει από μια μεγάλη κατηγορία προχειρολόγων ποιητών που δουλεύουν πολύ λίγο τα στιχουργήματά τους, αφού τα γράψουν. Στην προχειρολογία και την ευκολία που βασιλεύουν στο τοπίο του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού λόγου, ο Δ. Π. Κρανιώτης αντιτάσσει τον δύσκολο καλβικό αγώνα της πάλης με τις λέξεις, τις φόρμες και τις έννοιες.
Κλείνοντας θα ήθελα να θίξω ακόμη ένα θέμα της τεχνικής του Δ. Π. Κρανιώτη, που αποτελεί προέκταση όσων ειπώθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη φροντίδα που δείχνει στην επιλογή των λέξεων και την συστηματική επεξεργασία των λόγων του. Αξίζει, λοιπόν, να προσεχτεί μια ιδιαίτερη κατηγορία ποιημάτων που αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος αποκαλυπτηρίου για το πώς λειτουργεί το «εργαστήριο ποιημάτων Κρανιώτη». Εννοώ φυσικά τα ποιήματα ποιητικής που δεν είναι λίγα μέσα στη συλλογή. Τα ποιήματα αυτά αποκαλύπτουν ποιες ανάγκες του ποιητή ικανοποιεί η ποίηση, γιατί γράφει, πώς γράφει, πώς νομίζει ότι τον αντιμετωπίζει ο κόσμος και οι ομότεχνοι και πολλά άλλα παρόμοια θέματα.
Δεν ξέρω τι πραγματικά σκεφτόταν ο Δ. Π. Κρανιώτης, όταν έγραφε το ποίημα «Αλφαβητάρι», αλλά μοιάζει, σ’ εμένα τουλάχιστον, να σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε να κατακτήσει την απλότητα του λόγου ο ποιητής: θα ήθελε να έχει στην κατοχή του το πιο απλό εργαλείο του λόγου, το αλφαβητάρι, να ξαναμάθει από την αρχή πώς να δίνει στην Άννα ένα μήλο σε μια προφανή νοσταλγική παραπομπή στην απλότητα της παιδικής ηλικίας. Ο ποιητής μας θέλει λοιπόν να μιλήσει απλά και λιτά, τώρα που μεγάλωσε.
Στη «Γραβάτα δημοσίας αιδούς επιδίδεται σε ένα στριπτίζ απογυμνώνοντας τον εαυτό του σε ένα μέρος που δεν υπάρχει κανείς για να συνομιλήσει μαζί του και φωνάζοντας σε μια γλώσσα άγνωστη, γιατί προφανώς νιώθει ότι η γυμνότητα του λόγου που εκπέμπει δεν έχει εύχερους ακροατές.
Στο ποίημα «Αυλή» χωρίς σιωπές η γλάστρα της σιωπής σπάει δίνοντας τη θέση της στην κραυγή, τον άναρθρο λόγο, μόνο που αυτή η κραυγή έχει απωλέσει τον εαυτό της, αφού δεν θυμάται τι απέγινε το φως και το σκοτάδι.
Στο ποίημα «Μείον ένα» οι λέξεις γίνονται ενδύματα τα οποία, σε αντίθεση με το στριπτίζ της Γραβάτας δημοσίας αιδούς, οι πρωταγωνιστές του κειμένου, το ποιητικό υποκείμενο και η συντροφιά του, πρέπει αντιθέτως εδώ να φορέσουν. Ωστόσο δεν χρειάζεται αυτό να συμβεί βιαστικά. Υπάρχει χρόνος για να δοθούν απαντήσεις και υπομονή.
Στο ποίημα «Άψε σβήσε το ποιητικό υποκείμενο με ορμή παραβιάζει τα σύνορα που του έχουν τεθεί, εισβάλλει στο πραγματικό βασίλειο του εαυτού του για να τον γνωρίσει, γκρεμίζοντας φυλακές και πυρπολώντας κουρτίνες και εμπόδια. Και όλα αυτά γίνονται δίχως κραυγές ή ψιθύρους, ενώ από το αγκάλιασμα των λόγων που γράφονται μες στο σκοτάδι προκύπτει για πρώτη φορά το φως, γεννημένο από την ίδια την ομιλούσα φωνή.
Στην «Εκποίηση» μετά από μια αναφορά στην έλλειψη προλόγων και στην ύπαρξη προκάτ επιλογών που δημιουργούν μία ευτελή ανομβρία, το ποίημα συνεχίζει με υπαινιγμούς σε φλυαρίες που δεν επιτρέπουν την επαφή, σε αστυφιλίες λέξεων που θρυμματίζουν το φίλημα και σε μια εκποίηση που είναι στην πραγματικότητα ποίηση ημιτελών αισθήσεων και στιγμών που δεν μπορούν να ενταχθούν πουθενά.
Στην «Πρώτη απαγγελία» η ποιητική φωνή ως οξύμωρο φωνάζει με ψιθύρους, κρεμά ποιήματα στους τοίχους χρησιμοποιώντας για καρφιά συλλαβές. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας λόγος, ο οποίος απαγγέλει όσα έχουν γραφεί εν απουσία του ποιητή, αλλά με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο από τον ίδιο.
Στο «Κόκκινο ποίημα» το χρώμα του ποιήματος παραπέμπει στο αίμα μέσω του οποίου είναι γραμμένο το ποίημα και με τις λέξεις του οποίου ο ποιητής πεθαίνει και ανασταίνεται.
Στο ποίημα «Ενδελεχώς» το ποιητικό υποκείμενο, μέσω της συγγραφής, πότε δημιουργεί τον εαυτό του και ποτέ τον διαγράφει, σβήνοντας εφιαλτικές μνήμες και χαράζοντας άλλες υποστηρικτικές. Στο τέλος όλο το σκηνικό μετατρέπεται μέσα από μια μεταφορά σε διαδικασία που παραπέμπει στη ζωγραφική. Ο ποιητής ζωγραφίζει με καινούργια χρώματα τον εαυτό του σε μια προσπάθεια που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί.
Στο ποίημα «Γυμνά διηγήματα» γίνεται ολοφάνερα και πάλι λόγος για την συγγραφική διαδικασία: αναφέρονται η γραφή, η σιωπή που την υποκαθιστά, η ρίμα, τα χαϊκού, οι ωδές, ενώ το ποίημα κλείνει στις δύο τελευταίες στροφές του με μια αντίθεση: τα γυμνά διηγήματα του ποιητή δεν άντεξαν τον καθωσπρεπισμό με τον οποίον ήρθαν αντιμέτωπα, ενώ τα ντυμένα ποιήματά του τιμωρήθηκαν με απαγόρευση εισόδου στις ακτές των γυμνιστών. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ο λόγος του ποιητή να μη βρίσκει το ακροατήριο που επιθυμεί.
Στο ποίημα «Ενοικιάζεται» η ποίηση προκύπτει ως κάτι το προσωρινό μέσα από ένα φιλί χωρίς ομοιοκαταληξία. Η αγάπη κλείνεται σε ανέκφραστες συλλαβές που μόνο αυτές έχουνε χρώμα μέσα σε ένα ασπρόμαυρο τοπίο. Ίσως εδώ να υπονοείται μία αδυναμία έκφρασης μέσα από το λόγο του πλέον βαθύτερου συναισθήματος, της αγάπης.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλή ώρα ακόμα με παρόμοιες παρατηρήσεις, αφού η ποιητική διεισδύει σχεδόν σε κάθε ποίημα της συλλογής έμμεσα ή άμεσα. Προτιμώ να κλείσω εδώ με την παράθεση δύο πολύ χαρακτηριστικών ποιημάτων που φανερώνουν το πώς βλέπει την ποιητική διαδικασία ο Δ. Π. Κρανιώτης. Το ένα είναι το ποίημα «Κορώνα γράμματα», όπου η ποίηση λειτουργεί ως βασανιστήριο και ως φάρμακο ταυτόχρονα:
Σαν γράφω,
Κορώνα-γράμματα
Παίζω τον εαυτό μου
Ματώνω τρέχοντας
Με τον νου
Σκοντάφτω
Στην καρδιά μου
Ληστεύω συναισθήματα
Χορεύω μοιρολόγια
Σαν τιμωρούμαι
Με ποίηση
Με λέξεις αναρρώνω
Το άλλο ποίημα είναι ο «Συγκάτοικος Λέξεων», που υπονοεί την πάλη του ποιητή για επιτυχία στην γλωσσική εξωτερίκευση του εσώτερου λόγου:
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
Τις λέξεις αναστατώνω
Τα ουσιαστικά μαλώνουν
(Ανεξαρτήτως πτώσης)
Χωρίς αιτία στο ισόγειο ξαπλώνω
Τα ρήματα διαμαρτύρονται
(Ανεξαρτήτως χρόνου)
Χωρίς δίλημμα
Στο μπαλκόνι ξυπνώ
Ανάμεσα σε σελίδες
Που ακόμη γράφονται
Τα βήματά μου αγνοώ