Στη Λάρισα, το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο (ΛΙΜΛ) είναι ένα κύτταρο πολιτισμού και κέντρο έρευνας που συνδέεται με τις ιστορικές παρακαταθήκες της Θεσσαλίας.
Εργο ζωής του ζεύγους Γιώργου και Λένας Γουργιώτη, το ΛΙΜΛ διασώζει εξαιρετικά τεκμήρια του λαϊκού και αστικού πολιτισμού της περιοχής και παρά τις δυσκολίες έχει ταυτιστεί με εκθέσεις υψηλών προδιαγραφών, με ερευνητικά προγράμματα και μια ανοικτή συνομιλία με τους θεσμικούς φορείς της Λάρισας.
Εκεί, σε ένα συνέδριο του 2017 με θέμα «Γιώργος και Λένα Γουργιώτη: Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, ένα έργο ζωής», θυμάμαι τη συγκινητική ομιλία του Αγγελου Δεληβορριά που ως επίσημος ομιλητής είχε μιλήσει σπαρακτικά για τον ελληνικό πολιτισμό των χρόνων της τουρκοκρατίας.
Τέτοιος πυρήνας είναι το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο της Λάρισας. Η προσωπικότητα της αρχαιολόγου Λένας Γουργιώτη (1929-2014) ήταν τέτοια, που μπόρεσε να μεταλαμπαδεύσει το όραμά της για ένα μουσείο που θα δικαίωνε τον ξεχωριστό πολιτισμό της Θεσσαλίας, που θα έδινε διέξοδο σε επιστήμονες, που θα λειτουργούσε ως έμπνευση.
Η αρχαιολόγος και λαογράφος Φανή Καλοκαιρινού, διευθύντρια του μουσείου, του έχει δώσει ζωή και το κρατάει σε υψηλή στάθμη παρά τις αντίξοες συνθήκες. Η ίδια επιμελήθηκε και το εξαίρετο φετινό ημερολόγιο του μουσείου με τίτλο: «1881-2021. Λάρισα: η διαδρομή προς τη νεωτερικότητα». Η επικοινωνία με τη Φανή Καλοκαιρινού μάς δίνει το προφίλ ενός σημαντικού φορέα πολιτισμού σε μια από τις πιο δυναμικές πόλεις της χώρας.
– Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για το Μουσείο σήμερα, έπειτα από σχεδόν ένα χρόνο πανδημίας;
Οταν ξέσπασε η πανδημία βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Ωστόσο, βαθμιαία προσαρμοστήκαμε, καθώς θέλαμε να μην διακοπεί η επικοινωνία με το κοινό που πλέον δεν μπορούσε να μας επισκεφθεί. Μέσα από ψηφιακές εφαρμογές και δράσεις, τόσο για παιδιά όσο και για ενηλίκους, προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε την επαφή με τα ακροατήριά μας. Και ώς ένα βαθμό το καταφέραμε. Καθώς πια η ψηφιακή παρουσία των μουσείων είναι επιβεβλημένη και έπειτα από σχεδόν ένα χρόνο πανδημίας θεωρώ πως η μεγαλύτερη πρόκληση, το νέο μεγάλο στοίχημα, είναι να μην αφήσουμε την ψηφιακή επικράτεια να μας στερήσει την αμεσότητα της φυσικής παρουσίας.
– Πώς επιτυγχάνεται η άμεση διάδραση;
Το μουσείο πραγματοποιεί ήδη σεμινάρια με θέμα την εκκλησιαστική τέχνη για εκπαιδευτικούς με ζωντανή εικονική ξενάγηση και με αμέσως επόμενο βήμα τις ζωντανές ξεναγήσεις για σχολεία, όπου σε πραγματικό χρόνο τα παιδιά θα βλέπουν τον εμψυχωτή να κινείται ελεύθερα στους εκθεσιακούς χώρους και θα μπορούν να κάνουν ερωτήσεις, παρατηρήσεις και συζήτηση μαζί του. Οι δράσεις αυτές, που εντάσσονται στις δράσεις της Ιεράς Μητρόπολης Λαρίσης και Τυρνάβου για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, είναι και για εμάς μια πρόκληση. Αμεση λοιπόν στόχευση είναι το να υλοποιήσουμε δράσεις έτσι σχεδιασμένες ώστε να υπάρχει αλληλεπίδραση με τον ψηφιακό επισκέπτη σε πραγματικό χρόνο και μια όσο το δυνατόν άμεση επικοινωνία και διάδραση μαζί του. Ωστόσο, συναισθανόμενοι πως οποιοδήποτε ψηφιακό εγχείρημα δεν θα αντικαταστήσει ποτέ τη ζωντανή σχέση με το μουσείο, η φυσική εμπειρία θα είναι πάντα προτεραιότητά μας.
– Πώς τα καταφέρνετε με τόσο λίγο μόνιμο προσωπικό να κάνετε τόσες δράσεις;
Είναι η αγάπη για το αντικείμενο και φυσικά η ευθύνη απέναντι στους αείμνηστους ιδρυτές του μουσείου, Γιώργο και Λένα Γουργιώτη, που έκαναν έργο ζωής τους τη διάσωση και ανάδειξη της θεσσαλικής ιστορίας και παράδοσης. Το όραμά τους και το πάθος τους αυτό το μετέδωσαν και σε εμάς τους νεότερους που μαθητεύσαμε κοντά τους. Και νιώθω τυχερή και ευγνώμων γι’ αυτό. Είναι όμως και η καλή συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων, η εργασία πολλές φορές και πέραν των ωραρίων, όπως και κάποιοι άνθρωποι που συμβάλλουν εθελοντικά, υπολογίζουμε σε αυτούς και φυσικά τους οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ.
– Τι θα λέγατε σε κάποιον που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ το μουσείο; Για ποιο λόγο να έρθει;
Αξίζει κάποιος να έρθει να επισκεφθεί το ΛΙΜΛ γιατί αποτελεί ένα σύγχρονο μουσείο μέσα από το οποίο θα γνωρίσει την ιστορία και τον νεότερο πολιτισμό της Θεσσαλίας. Είναι ένα μουσείο που βάζει στο κέντρο τον άνθρωπο και αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που είναι εκτεθειμένα τα αντικείμενα, καθώς δίνουν στον επισκέπτη πολλαπλά ερεθίσματα και αναφορές βάζοντάς τον στη διαδικασία να ερμηνεύσει ο ίδιος τα συμφραζόμενά τους. Επιπλέον, το ΛΙΜΛ είναι ένας ανοιχτός κοινωνικός χώρος που παρέχει εναλλακτικές προσεγγίσεις και βιωματικές εμπειρίες σε διαφοροποιημένο κοινό και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, εμπλέκοντάς τους σε διαδικασίες που θα αποτελέσουν έναυσμα για συζήτηση, αισθητική απόλαυση, ψυχαγωγία και έμπνευση και προσφέροντάς τους τελικά μια ολοκληρωμένη μουσειακή εμπειρία.
– Το πρόγραμμα με τα σταμπωτά Τυρνάβου είναι πολύ ενδιαφέρον. Μπορείτε να μου το περιγράψετε συνοπτικά;
Η τυποβαφική είναι η τεχνική διακόσμησης των υφασμάτων με χρήση ξυλότυπων –ξύλινων σφραγίδων– και πινέλων. Τα εργαστήρια τυποβαφικής του Τυρνάβου ήταν σε λειτουργία παράγοντας σταμπωτά υφάσματα για οικιακή χρήση μέχρι και τη δεκαετία του 1980. Το χαρακτηριστικό τους ήταν το ανεξίτηλο των χρωμάτων τους και οι ευφάνταστες συνθέσεις τους. Το ΛΙΜΛ διασώζει το μεγαλύτερο μέρος των δύο τελευταίων εργαστηρίων τυποβαφικής του Τυρνάβου, Σαΐνη και Ιωαννίδη. Από το 2017 έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια αναβίωσης της τεχνικής σε επίπεδο σεμιναρίων για ενηλίκους με στόχο τη διάχυση και εκμάθηση της χαμένης αυτής τεχνικής. Τα εργαστήρια υλοποιούνται στο μουσείο με σφραγίδες, ακριβή αντίγραφα των μουσειακών που αναπαρήχθησαν ψηφιακά. Η οργάνωση του κύκλου των εργαστηρίων τυποβαφικής για ενηλίκους ως μια πρώτη απόπειρα αναβίωσης της παραδοσιακής τεχνικής γίνεται με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟ, του Δήμου Λαρισαίων, της Περιφέρειας Θεσσαλίας και του Συλλόγου του Μουσείου. Στόχος είναι η διάδοση της τεχνικής και η παραγωγή σταμπωτών σε μια συνέχεια μέσα από μεγαλύτερης εμβέλειας μόνιμα εργαστήρια μέσα στο μουσείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εγχείρημα αυτό είναι καινοτόμο, καθώς οι νέες τεχνολογίες συμβάλλουν στην αναβίωση και στη διάχυση μιας παραδοσιακής τεχνικής, ενώ στα σεμινάρια εκμάθησης προτεραιότητα έχουν οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Νίκος Βατόπουλος, kathimerini.gr