Έχει 73 μουσικά όργανα αλλά δεν παίζει για κανέναν αν δεν γουστάρει. Επιλέγει ο ίδιος το ακροατήριο του. Δεν ζει από αυτό, αλλά ζει γι αυτό.
Ο Μιχάλης Μαντέλας ή Μάικ για τους φίλους δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Έχει ιδιαιτερότητες μα και πάθη.
Αν ζούσαμε στην εποχή της αμερικανικής ποτοαπαγόρευσης θα ήταν εκείνος που θα σου μιλούσε για καλό ουίσκι και πως θα το βρεις.
Στην εποχή της ευρωπαϊκής … αντικαπνιστικής τρέλας είναι αυτός που μας μιλάει για καλό καπνό.
Τι κι αν δεν έχει βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του. Μπορεί να βγάλει κάτω από το περιποιημένο μουστάκι του, ύμνους για τον βασιλιά των καπνικών ειδών. Το πούρο.
***
Υποδέχεται τα «Ρεπορτάζ του Κάμπου» στο γραφείο του, με μουσική τζαζ. Έχει καπνίσει ήδη το Ρομπούστο του με τον πρωινό του καφέ καθώς βγάζει το πλάνο για την ημέρα που ξεκινάει. Πνιγμένος ανάμεσα σε βιόλες, βιολεντσέλα, κοντραμπάσα και τηλέφωνα πελατών.
Λέβητες αερίου και υγραντήρες για πούρα. Μονώσεις για σωλήνες, μαθηματικά και κλαρίνα. Εκεί που η καθημερινότητα κάνει τζαρτζάρισμα στο όνειρο, μα το παιχνίδι συνεχίζεται. Σπάνιος συνδυασμός. Μοναδικός στο είδος του. Σε όλα μερακλής και ακριβής.
***
«Εμείς δεν ήρθαμε για τη μουσική, Μιχάλη. Για τα πούρα ήρθαμε να μας μιλήσεις»
Χαμογελάει καθώς ξέρει πως δεν είναι πολλοί στην πόλη που μπορούν να το κάνουν.
Εκείνος ικανός, διότι από μικρός ξεκίνησε κλέβοντας πούρα από τον πατέρα του που τα έφερνε νωρίτερα από το εξωτερικό.
Στα 15 του άρχισε να αγοράζει καπνό πίπας αλλά από το πανεπιστήμιο και μετά ταξίδευε στο εξωτερικό. Κάθε που γύριζε, και μια κούτα.
«Την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολο να βρεις πούρα. Τα Κουβανέζικα τα εισήγαγε κατ αποκλειστικότητα η κ. Μπαλή που είχε ένα κατάστημα στην Πανεπιστημίου».
Μετά ήρθε το ίντερνετ και στα χρόνια της επίπλαστης οικονομικής άνθισης έγινε σημαία των «πλουσίων» του Χρηματιστηρίου.
«Όλοι τότε είχαν γίνει ειδικοί. Μετά όταν αραίωσαν τα… σκόρδα μείναμε πάλι λίγοι».
Ως μέλος του Ciggars of the month club της Αμερικής, έχει καπνίσει σχεδόν τα πάντα. Θυμάται όμως με νοσταλγία ένα Cohiba Behike που κάπνισε στου Λάζαρου παρέα με ένα μονοποικιλιακό Syrah του Καρυπίδη.
***
Το ταξίδι του στην Κούβα περιελάμβανε επίσκεψη σε όλες τις ταμπακαλέρες. Δεν ξεχνάει πως ενώ δούλευαν οι τυλιχτάδες, ένας όρθιος τους διάβαζε βιβλίο. Συγκράτησε ακόμα και τον τίτλο. «Έβα Λούνα της Ιζαμπέλ Αλιέντε» λέει με στόμφο.
Τον ρωτάμε ποιον θεωρεί καλύτερο συμβουλάτορα για τα πούρα και αμέσως σηκώνεται από την καρέκλα σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Πάει στη βιβλιοθήκη του και βγάζει το έργο του Ινφάντε Καντρέρα «Άγιος ο καπνός».
Αντί να κάνει… το σταυρό του όμως, ανοίγει έναν υγραντήρα «ένα πούρο θέλει υγρασία που να κυμαίνεται από το 66% ως το 71% και θερμοκρασία μεταξύ 20 – 24 βαθμών κελσίου. Έτσι θα έχει μια χρονική διάρκεια ζωής ακόμα και 7 ετών». Τον ακούς και νομίζεις πως μιλάει για βρέφη «Ένα πούρο φτάνει στο κορυφαίο του σημείο ωριμότητάς με καλή διατήρηση στον έναν με ενάμισι χρόνο».
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΛΟΜΕΝΟΥΣ
«… Πρέπει να το καπνίσεις αργά. Αν το καπνίσεις γρήγορα το πούρο θερμαίνεται ανάλογα και ο καπνός δεν φτάνει δροσερός στο στόμα σου. Καπνίζοντας ένα μέγεθος Τσόρτσιλ 14-18 εκατοστών το μισό πούρο δουλεύει ως φίλτρο του υπόλοιπου. Ένας ψαγμένος καπνίζει συνήθως τέτοιο μέγεθος και αν χορτάσει το πούρο δεν θα το ξανανάψει να το καπνίσει άλλη φορά σε περίπτωση που σβήσει. Απλά θα το αφήσει να καεί μέχρι το τέλος εκείνη τη στιγμή. Είναι και θέμα μενταλιτέ».
«… Δεν θα το πατήσεις ποτέ για να σβήσει».
«…Τη στάχτη δεν θα τη τινάζεις κάθε τόσο. Αν είναι καλή ποιότητα το πούρο δημιουργείται μια μεγάλη στάχτη που έχει καλή στατικότητα».
«… Το πιο βασικό σε ένα πούρο είναι η ποιότητα της πρώτης ύλης. Ο καπνός σχετίζεται με τον τύπο του καπνού, το έδαφος και το μικροκλίμα της περιοχής. Όταν αναπτυχθεί το φυτό τα φύλα έχουν διαφορετική ένταση ανάλογα με το ύψος.
«…Το χρώμα του πούρου. Το ανοιχτό, το σκούρο και το μαδούρο που είναι πολύ σκούρο και έχει παρατεταμένη περίοδο ζύμωσης σε ειδικά δωμάτια που αποβάλλει τις τανίνες και κρατάει μόνο τα αιθέρια έλαια.
«…Ο τυλιχτής όμως είναι ο πιο βασικός παράγοντας σε ένα πούρο. Αυτό γιατί διαλέγει φύλα για το μάτσο, τα τυλίγει με ένα φύλλο ράπερ και ένα φύλο μπάιντερ που θα είναι το εξωτερικό και το πιο ακριβό κομμάτι»
***
Τον ρωτάμε για την περιοχή της Λάρισας και εξηγεί πως «Το μικροκλίμα στην περιοχή του Δομένικου ήταν καλό για να γίνουν πούρα όμως υπήρξε μόνο μια ποικιλία και ήταν πολύ δυνατό. Θα ήταν καλύτερο να έβαζαν κι άλλες ποικιλίες για να κάνουν πιο σύνθετη τη γεύση. Η γεύση ενός πούρου σου θυμίζει ξύλο, κανέλα, κακάο. Ανάλογα με το τι έχει το υπέδαφος και το μικροκλίμα της περιοχής».
***
Κάθε πούρο που ανάβει ο Μιχάλης Μαντέλας του θυμίζει τον πατέρα του. Που έφυγε νωρίς από καρκίνο στον πνεύμονα. Αυτός ο καπνός. Φάρμακο και φαρμάκι…
Κείμενο: Κώστας Γκιάστας
Φωτογραφίες: Λεωνίδας Τζέκας
Ρεπορτάζ του Κάμπου