Στις ζώνες υψηλού κινδύνου για την ελονοσία παραμένουν και φέτος περιοχές στους νομούς Λάρισας, Τρικάλων και Καρδίτσας. Πρόκειται για περιοχές, μη τουριστικές κοντά σε υγρότοπους όπου στο παρελθόν είχαν αναφερθεί κρούσματα. Η ένταξή τους στη ζώνη υψηλού κινδύνου έγινε από το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας με την Ομάδα Εργασίας για τον καθορισμό των επηρεαζόμενων περιοχών να εξετάζει με προσοχή τα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την ελονοσία στην Ελλάδα την περίοδο 2009-2015, τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά των κρουσμάτων που έχουν δηλωθεί στο ΚΕΕΛΠΝΟ μέχρι τις 20 Ιουλίου 2016, τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού στον οποίο ανήκουν καθώς και τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων περιοχών. Οι περιοχές της Θεσσαλίας που βρίσκονται στη ζώνη υψηλού κινδύνου είναι οι:

Λάρισα

Δήμος Τεμπών: Ευαγγελισμός, Μακρυχώρι, Παραπόταμος, Ελάτεια, Αμπελάκια, Τέμπη

Δήμος Ελασσόνας:  Γόννοι, Ιτέα

Τρίκαλα

Δήμος Φαρκαδόνας: Γεωργανάδες, Κλοκωτός, Πετρωτό, Νομή, Πετρόπορος, Σερβωτά, Ταξιάρχες, Φανερωμένη

Δήμος Τρικκαίων: Λόγγος, Μεγαλοχώρι, Πατουλιά, Χρυσαυγή, Γλίνος

Καρδίτσα

Δήμος Παλαμά: Μαραθέα (συμπεριλαμβανομένου του οικισμού Κόρδα), Πεδινό, Προάστιο

Το περασμένο έτος (2015) καταγράφηκαν συνολικά στην Ελλάδα 85 κρούσματα ελονοσίας, εκ των οποίων 79 εισαγόμενα (65 μετανάστες και 14 ταξιδιώτες από ενδημικές χώρες) και 6 κρούσματα ελονοσίας με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης.

Μεταξύ αυτών ένα κρούσμα εντοπίστηκε στο Δήμο Φαρκαδόνας και ένα δήμο στο Δήμο Τεμπών.

Τι είναι η Ελονοσία

Κατά την Wikipedia, η Ελονοσία είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικά πρωτόζωα (ένα είδος μονοκύτταρων μικροοργανισμών) του γένους Πλασμώδιο (Plasmodium).[1] Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις έλος και νόσος, καθώς είχε παρατηρηθεί ότι η νόσος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη γύρω από ελώδεις περιοχές. Διεθνώς αποκαλείται μαλάρια [malaria (από τις ιταλικές λέξεις: mal + aria = κακός αέρας)] από την πεποίθηση που επικρατούσε κάποτε ότι η ασθένεια προκαλούνταν από τον "κακό (δύσοσμο) αέρα" κοντά στα έλη.[2] Η ελονοσία προκαλεί συμπτώματα που συνήθως περιλαμβάνουν πυρετό, κούραση, εμετούς και πονοκεφάλους. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει ίκτερο, επιληπτικές κρίσεις, κώμα ή θάνατο.[3] Τα συμπτώματα αυτά ξεκινούν δέκα με δεκαπέντε μέρες μετά το τσίμπημα.[1] Σε αυτούς που δεν έχουν θεραπευτεί κατάλληλα, η ασθένεια μπορεί να επανεμφανισθεί μήνες αργότερα. Σε αυτούς που μόλις ξεπέρασαν μια μόλυνση, η επαναμόλυνση συνήθως προκαλεί ηπιότερα συμπτώματα. Αυτή η μερική ανοσία εξαφανίζεται για μήνες έως χρόνια, αν δεν υπάρχει τρέχουσα έκθεση στην ελονοσία.[3]

Κατά κύριο λόγο, η ασθένεια μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ενός θηλυκού κουνουπιού του γένους Ανωφελές (Anopheles). Το τσίμπημα εισάγει τα παράσιτα από το σάλιο του κουνουπιού μέσα στο ανθρώπινο αίμα.[1] Τα παράσιτα έπειτα ταξιδεύουν μέχρι το ήπαρ, όπου ωριμάζουν και αναπαράγονται. Πέντε είδη του Πλασμωδίου μπορούν να μολύνουν και να εξαπλωθούν από τους ανθρώπους.[3] Οι περισσότεροι θάνατοι προκαλούνται από το P. falciparum καθώς τα P. vivax, P. ovale και P. malariae, γενικά, προκαλούν μία ηπιότερη μορφή ελονοσίας.[1][3] Τα είδη P. Knowlesi σπάνια προκαλούν ασθένεια στους ανθρώπους.[1] Η ελονοσία διαγιγνώσκεται συνήθως με μικροσκοπικές εξετάσεις αίματος χρησιμοποιώντας επιχρίσματα αίματος ή με γρήγορα διαγνωστικά τεστ βασισμένα σε αντιγόνα.[3] Έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι που χρησιμοποιούν την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) για να ανιχνεύουν το DNA των παρασίτων, αλλά δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενες σε περιοχές όπου εμφανίζεται η ελονοσία, λόγω του κόστους και της πολυπλοκότητάς τους.[4]

Οι κίνδυνοι της ασθένειας μπορούν να μειωθούν προλαμβάνοντας τα τσιμπήματα κουνουπιών χρησιμοποιώντας κουνουπιέρες και εντομοαπωθητικά ή μέτρα ελέγχου των κουνουπιών, όπως ψεκάζοντας εντομοκτόνα και αποστραγγίζοντας τα λιμνάζοντα νερά.[3] Μερικά φάρμακα είναι διαθέσιμα για την πρόληψη φορέων ελονοσίας σε περιοχές όπου μαστίζει η ασθένεια. Περιστασιακές δόσεις των φαρμάκων σουλφαδοξίνη/πυριμεθαμίνη προτείνονται σε έμβρυα και μετά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης σε περιοχές με υψηλά ποσοστά ελονοσίας. Παρά τη μεγάλη ανάγκη, κανένα αποτελεσματικό εμβόλιο δεν υπάρχει, παρότι βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός.[1] Η προτεινόμενη θεραπεία για την ελονοσία είναι ο συνδυασμός φαρμάκων κατά της ελονοσίας που περιλαμβάνουν αρτεμισινίνη.[1][3] Η δεύτερη θεραπεία μπορεί να είναι είτε η μεφλοκίνη, η λουμεφαντρίνη είτε η σουλφαδοξίνη/πυριμεθαμίνη.[5] Κινίνη παράλληλα με δοξυκυκλίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί εάν η αρτεμισινίνη δεν είναι διαθέσιμη.[5] Συνιστάται σε περιοχές όπου η ασθένεια είναι συχνή, η ελονοσία να επιβεβαιώνεται αν είναι δυνατόν πριν ξεκινήσει η θεραπεία λόγω ανησυχιών για την αύξηση αντίστασης στα φάρμακα. Έχει αναπτυχθεί αντίσταση σε μερικά φάρμακα κατά της ελονοσίας· για παράδειγμα, το P. Falciparum που είναι ανεκτικό στη χλωροκίνη έχει εξαπλωθεί στις περισσότερες ελώδεις περιοχές, και η αντίσταση στην αρτεμισινίνη έχει γίνει πρόβλημα σε μερικά τμήματα της Νοτιοανατολικής Ασίας.[1]

Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές που βρίσκονται σε μία ευρεία ζώνη γύρω από τον ισημερινό.[3] Αυτές περιλαμβάνουν μεγάλο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι το 2012, υπήρξαν 207 εκατομμύρια περιπτώσεις ελονοσίας. Εκείνο το χρόνο, η ασθένεια εκτιμάται ότι οδήγησε στο θάνατο 473.000-789.000 ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους ήταν παιδιά στην Αφρική.[1] Η ελονοσία συνήθως συνδέεται με τη φτώχεια και έχει μια πληθώρα αρνητικών επιδράσεων στην οικονομική ανάπτυξη.[6][7] Στην Αφρική, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε απώλεια 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως λόγω του αυξημένου κόστους υγειονομικής περίθαλψης, έλλειψης ικανότητας για εργασία και επιρροών στον τουρισμό.[8]