«Οι επιστημονικές μελέτες αλλά και η εμπειρία της καθημερινότητας, μας διδάσκουν ότι τα παιδιά που έχουν και τους δυο γονείς στη ζωή τους μετά το
διαζύγιο έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής, παρουσιάζουν καλύτερα αναπτυξιακά αποτελέσματα, βελτιωμένες ακαδημαϊκές επιδόσεις, ανεβασμένους δείκτες ψυχολογικής, συναισθηματικής και κοινωνικής ευημερίας, ενώ μειώνεται η συχνότητα εμφάνισης προβληματικών συμπεριφορών. Το διαζύγιο στην Ελλάδα ήταν κάποτε ένα περιθωριακό φαινόμενο στη ζωή των ζευγαριών.
Έως το 1984 είχαμε πέντε διαζύγια ανά 10.000 κατοίκους, ενώ το 2018 φτάσαμε στα 18 διαζύγια στην ίδια αναλογία πληθυσμού. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία τα ζευγάρια που χωρίζουν έχουν παιδιά.
Αναντίρρητα οι δομές της ελληνικής κοινωνίας, οι σχέσεις των ζευγαριών αλλά και οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά έχουν αλλάξει πολύ τα 40 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τη δημιουργία του ισχύοντος οικογενειακού δικαίου. Έχουν αλλάξει οι ρόλοι των δύο φύλων, έχει διαφοροποιηθεί η συμμετοχή των δύο γονέων, της μητέρας και του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών.
Επιδεικνύοντας ευαισθησία και κοινωνικά αντανακλαστικά το Υπουργείο Δικαιοσύνης έρχεται να αντιμετωπίσει τα νέα αυτά κοινωνικά δεδομένα και να τα ενσωματώσει στην νομοθεσία μας».
Τα παραπάνω υποστήριξε στη Βουλή η βουλευτής Λάρισας της ΝΔ κα Στέλλα Μπίζιου, μιλώντας επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης
«Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου».
Η κα Μπίζιου τόνισε πως «ενισχύοντας τον ούτως ή άλλως παιδοκεντρικό χαρακτήρα του οικογενειακού μας δικαίου, το υπουργείο εισάγει καινοτομίες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης οικογένειας και πρωτίστως στις ανάγκες του παιδιού».
«Με τις νέες ρυθμίσεις αναδεικνύεται η μοναδικότητα του ρόλου που επιτελεί ο κάθε γονιός», υποστήριξε η Λαρισαία βουλευτής, η οποία τόνισε πως «για πρώτη φορά εισάγεται τεκμήριο ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας, διασφαλίζοντας πως ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο θα έχει ουσιαστική επικοινωνία μαζί του και δεν θα είναι επισκέπτης της μίας ώρας στη ζωή του».
«Καθιερώνεται η διαμεσολάβηση ως υποχρεωτικό στάδιο στην επίλυση των οικογενειακών διαφορών. Είναι μια διαδικασία που δίνει την ευκαιρία στους γονείς να ανακαλύψουν μόνοι τους ποιο μοντέλο επικοινωνίας και επιμέλειας ταιριάζει στην δική τους ξεχωριστή περίπτωση πριν φτάσουν στο φυσικό δικαστή και καταλήξουν σε αντιδικία.
Η φύση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, το συμβιβαστικό κλίμα και η εχεμύθεια που την χαρακτηρίζουν, συμβάλλουν στη γεφύρωση των σχέσεων των δύο πλευρών και την εξομάλυνση των αντιθέσεων.
Τέλος, θεσπίζονται για πρώτη φορά, κριτήρια κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Εφοδιάζουμε τον δικαστή με ένα επιπλέον εργαλείο προκειμένου
ευκολότερα να οριοθετεί την ακατάλληλη γονική συμπεριφορά», υποστήριξε η κα Μπίζιου.
«Τόσο οι επιστημονικές μελέτες και έρευνες όσο και η καθημερινή πρακτική καταδεικνύουν ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι ώριμες για την αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος. Η νομοθετική πρωτοβουλία που συζητάμε σήμερα έχει προκαλέσει μια έντονη δημόσια συζήτηση και στην ουσία αποτελεί την ανταπόκριση της πολιτείας στη συζήτηση αυτή.
Μια συζήτηση που δεν είναι μόνο σημερινή, αλλά εξελίσσεται εδώ και χρόνια ταυτόχρονα με τις αλλαγές στην κοινωνία, στις δομές και στα πρότυπα της οικογένειας. Η συναίνεση και η συνεννόηση είναι προϋποθέσεις απαραίτητες προκειμένου οι διαζευγμένοι γονείς να αναπτύξουν ισότιμα τον γονεϊκό τους ρόλο.
Δημιουργείται λοιπόν, με αυτό το νομοθέτημα το πλαίσιο εκείνο που ωθεί τους γονείς προς την κατεύθυνση να αποδεχθούν τη συνεργασία στην ανατροφή των παιδιών τους. Γιατί η ανατροφή του παιδιού είναι πρώτιστα κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα των παιδιών, που η πολιτεία οφείλει να προστατεύσει», κατέληξε στην ομιλία της η κα Μπίζιου.