«Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας είναι ένα νομοθέτημα με ξεκάθαρο κοινωνικό πρόσημο που στόχο έχει την ενίσχυση του πλέγματος προστασίας των παιδιών και των ατόμων με αναπηρία. Δημιουργείται για πρώτη φορά ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο, ώστε όλα τα παιδιά να μεγαλώνουν σε ασφαλές περιβάλλον, χωρίς κίνδυνο για τη σωματική και ψυχική υγεία τους.
Θεσμοθετείται ένα πρόγραμμα προσχολικής αγωγής σύγχρονο, σχεδιασμένο να ανταποκρίνεται στις εξατομικευμένες ανάγκες και ιδιαιτερότητες κάθε παιδιού, χωρίς κοινωνικούς, οικονομικούς και άλλους αποκλεισμούς. Εισάγει μέτρα για την αποϊδρυματοποίηση των παιδιών που ζουν σε κλειστές δομές μακριά από οικογένεια, και κάνει πράξη το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία στην ανεξάρτητη διαβίωση».
Τα παραπάνω τόνισε από το βήμα του Κοινοβουλίου η βουλευτής Λάρισας της ΝΔ κα Στέλλα Μπίζιου, στην ομιλία της επί του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης ανηλίκων, Πρόγραμμα ‘Κυψέλη’ για την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε βρεφικούς, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, διατάξεις για την προώθηση της αναδοχής και της υιοθεσίας, ‘Προσωπικός Βοηθός για τα Άτομα με Αναπηρία’ και άλλες διατάξεις», το οποίο και υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των βουλευτών.
«Η φροντίδα, η προστασία, η οικογενειακή θαλπωρή και η ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα κάθε παιδιού. Δυστυχώς υπάρχουν παιδιά που στην τρυφερή τους ηλικία στερούνται την οικογένεια τους, στερούνται συναισθηματικής ψυχικής και κοινωνικής στήριξης. Η θεσμική φροντίδα, η φροντίδα δηλαδή του κράτους και η τοποθέτηση παιδιών που για οποιοδήποτε λόγο στερούνται του οικογενειακού περιβάλλοντος δεν είναι χωρίς κινδύνους. Το φαινόμενο της ιδρυματοποίησης δεν μπορεί να αποφευχθεί ακόμη και όταν η πολιτεία παρέχει τις αρτιότερες δομές.
Η αναγκαστική συμβίωση, η καθημερινή ρουτίνα που δεν είναι προγραμματισμένη στις ατομικές ανάγκες του κάθε παιδιού, έχει ως συνέπεια αυτά τα παιδιά να βιώνουν αισθήματα παραμέλησης, καθώς και ψυχολογικής και συναισθηματικής ανεπάρκειας. Για αυτό είναι σημαντικό να στηρίζεται και να ενισχύεται η εναλλακτική φροντίδα. Ένας τέτοιος θεσμός είναι η αναδοχή.
Ένας θεσμός που λειτουργεί ως μέσο για την πρόληψη του ιδρυματισμού αφού αποτρέπει την εισαγωγή ή ελαχιστοποιεί την παραμονή των παιδιών σε ιδρύματα. Το Υπουργείο συνεχίζει τις βελτιωτικές παρεμβάσεις στο σύστημα αναδοχής, που θεσμοθετήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι, επιταχύνοντας τις διαδικασίες εισαγωγής σε ανάδοχη οικογένεια και εξορθολογίζοντας την εποπτεία αναδοχής, τοποθετώντας την δράση των αρμόδιων υπηρεσιών στην ίδια περιφερειακή ενότητα με τους αναδόχους.
Διευρύνονται τα όρια ηλικίας για τους αναδόχους ώστε να εναρμονίζονται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η πολυμορφία και η ευελιξία της αναδοχής αποτελεί το δυνατό σημείο του θεσμού, γιατί μπορεί να καλύψει ποικίλες ανάγκες παιδιών και να αξιοποιήσει διάφορες δυνατότητες ανάδοχων γονέων και πρέπει να αξιοποιούμε όλο το φάσμα εφαρμογής του.
Μια σημαντική, κρίσιμη ρύθμιση του νομοσχεδίου που θα έχει ουσιώδη αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής μερίδας συμπολιτών μας είναι ο θεσμός του προσωπικού βοηθού των ατόμων με αναπηρία. Η πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει την πλήρη ένταξη και συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στην κοινότητα ώστε να μην έχουμε φαινόμενα αποκλεισμού και απομόνωσης.
Είναι δεδομένο ότι τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίζουν το καθένα τους ιδιαίτερους λειτουργικούς περιορισμούς. Εν τέλει όμως ο αποκλεισμός τους από πολλές ή λίγες κοινωνικές δράσεις, οφείλεται στην αδυναμία της κοινωνίας και της πολιτείας να κατανοήσει και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους. Η Ελλάδα γίνεται από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που εισάγει τον προσωπικό βοηθό, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα του αναπηρικού κινήματος. Δικαιούχοι είναι, όλα τα άτομα με αναπηρία σε όλες τις κατηγορίες αναπηρίας, χωρίς να χάνουν κανένα προνοιακό επίδομα», επεσήμανε η Λαρισαία βουλευτής.
«Στηρίζουμε με έργα τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, με πρωτοβουλίες που ενθαρρύνουν την κοινωνική συνοχή και τις ίσες ευκαιρίες, ενώ καταργούν στην πράξη τους αποκλεισμούς και την απομόνωση. Γιατί μόνο έτσι επιτυγχάνεται ο στόχος της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης», κατέληξε η κα Μπίζιου.