Ένα από τα θέματα-ταμπού για την ελληνική εκπαίδευση είναι εδώ και τρεις δεκαετίες η αξιολόγηση. Μια αυτονόητη διαδικασία για κάθε χώρα που σέβεται τον εαυτόν της, στην Ελλάδα αποτελεί ακόμη αιτία αντιπαράθεσης εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Αυτό που συμβαίνει, ωστόσο, με την αξιολόγηση, σε αντίθεση με την παγκόσμια τάση, συνιστά απλώς μια ακόμη έκφανση της γενικότερης παρακμιακής πορείας που έχει πάρει ο τόπος. Η κατίσχυση για δεκαετίες, παρά τις όποιες μεταρρυθμιστικές απόπειρες, του παντοδύναμου αριστερού λαϊκισμού επέβαλε σε κάθε τομέα του δημοσίου τη“φιλοσοφία” της ήσσονος προσπάθειας “ισοπεδώνοντας” στο όνομα μιας “ισότητας προς τα κάτω” τους κρατικούς λειτουργούς, ανεξαρτήτως των ικανοτήτων, της απόδοσής και της εν γένει συμπεριφοράς τους. Οι παθογένειες αυτές, που ανδρώθηκαν μεταξύ άλλων, μετά το 1981, οδήγησαν και στη βαθιά δομική κρίση που βιώνουμε.
Ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας, η έλλειψη αξιολόγησης συνετέλεσε στην υποβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού μας συστήματος σε όλες του τις βαθμίδες.Αντιθέτως, η αρχή που διέπει όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως, είναι η αξιοκρατία και η αξιολόγηση των πάντων ως διαδικασία προσαρμογής στις σύγχρονες ανάγκες με στόχο τη συνεχή αναβάθμισή τους. Όχι τυχαία, από όλους τους διεθνείς οργανισμούς επισημαίνεται η ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας και της αποδοτικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων με βασικό κριτήριο τα αποτελέσματα που καταγράφουν. Ιδιαίτερα στην ΕΕ-στην οποία η Ελλάδα παραμένει παρά τις έως και πριν ένα χρόνο φιλότιμες προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ για το αντίθετο- τα εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών-μελών έχουν εξελιγμένα συστήματα εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης.
Εκεί αναγνωρίζουν ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση έχει παιδαγωγικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες και αφορά το εκπαιδευτικό περιβάλλον στην ολότητά του: εκπαιδευτική πολιτική, νομοθεσία, δομές, υλικοτεχνική υποδομή, αναλυτικά προγράμματα, διοικητική δομή, εκπαιδευτικό έργο, μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Η αξιολόγηση δεν έχει τιμωρητικό, αλλά διαπιστωτικό χαρακτήρα με στόχο την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την επαγγελματική τους ανάπτυξη. Η αξιολόγηση, όμως, αποτελεί τον μόνο συνεπή τρόπο διάκρισης μεταξύ εκπαιδευτικών. Στο πλαίσιο μιας δημοσιονομικής κατάστασης, όπου τα περιθώρια ανταμοιβής είναι εξαιρετικά περιορισμένα, είναι πολύ σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι οι πιο εργατικοί και αποτελεσματικοί εκπαιδευτικοί ανταμείβονται δίκαια. Επιπλέον, η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης πρέπει να είναι βασικό μας μέλημα, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο μεσομακροπρόθεσμα μπορούν να ενισχυθούν οι δείκτες της οικονομίας και η κοινωνική συνοχή.
Η επέλαση του “πρώτου κύματος λαϊκισμού μετά τη μεταπολίτευση” με την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία επέφερε το 1982 την κατάργηση της αξιολόγησης που μέχρι τότε διενεργείτο από τους επιθεωρητές. Οι κατά καιρούς διστακτικές απόπειρες εισαγωγής ενός αξιολογικού συστήματος δεν ευτύχησαν να εφαρμοστούν. Μόλις το 2013 θεσπίσθηκε εφαρμόσιμο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Η έναρξη της εφαρμογής της αξιολόγησης στην εκπαίδευση, συνάντησε λυσσαλέα αντίδραση από την αριστερά της ιδεοληψίας, που στηριζόταν στους συνδικαλιστικούς της βραχίονες.
Παρά την όποια κριτική, κάθε καλόπιστος παρατηρητής αναγνωρίζει ότι η έναρξη της αξιολόγησης συνοδευόταν από απτά σημάδια ενεργοποίησης του τεράστιου δυναμικού της εκπαιδευτικής κοινότητας σε μια προσπάθεια φυγής από το τέλμα. Τα σχολεία άρχισαν να ανοίγονται στην κοινωνία μέσα από διάφορες δράσεις, προχώρησαν σε διαδικασίες ενδοσχολικής επιμόρφωσης και σε διασχολικές συνεργασίες. Δυστυχώς, με την επικράτηση του “δεύτερου κύματος λαϊκισμού μετά τη μεταπολίτευση”, και την κατάληψη της εξουσίας από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η διαδικασία “πάγωσε”. Η κυβέρνηση, αντί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, σάλπισε “όπισθεν ολοταχώς” αναζητώντας τις… ανέμελες ημέρες της δεκαετίας του 1980. Ωστόσο, ό,τι δεν αξιολογείται “πεθαίνει”. Καιρός, λοιπόν, να σταματήσουμε να “κοσκινίζουμε”, όπως κάνουμε σχεδόν τριανταπέντε χρόνια, κρυπτόμενοι πίσω από το “ποιος” και “πως” θα κάνει την αξιολόγηση, ωσάν να ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα. Αρκεί να δούμε τι γίνεται σε άλλες χώρες,οι οποίες αριστεύουν στον τομέα της παιδείας. Όλα τα άλλα φοβούμαι πως είναι προφάσεις εν αμαρτίαις…
Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης.