Ενα χιλιόμετρο περίπου έξω από την πόλη του Τυρνάβου, υπάρχει εδώ και χρόνια καταυλισμός των Ρομά, στον οποίο ζουν σήμερα 1.500 άτομα. Ο φωτογράφος Βαγγέλης Κουσιώρας μπαίνει πριν από δύο χρόνια και φωτογραφίζει τη ζωή των ντόπιων τις ημέρες των Χριστουγέννων.
Ο ίδιος ζει μόνιμα στη Λάρισα, ωστόσο, συχνά-πυκνά περνά από κει με το αυτοκίνητο του. Δουλεύει κυρίως ως ταξιτζής, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που βάζει τη φωτογραφική του μηχανή στο πορτμπαγκάζ, έτοιμος να τραβήξει κάτι που του προκαλεί ενδιαφέρον στον δρόμο.
Ένα βράδυ, λοιπόν, του προξενούν εντύπωση τα λαμπάκια και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα μέσα από τα τσαντίρια και παίρνει την μεγάλη απόφαση να μπει. «Δεν θα στο κρύψω, στην αρχή φοβήθηκα» σημειώνει ο Βαγγέλης Κουσιώρας.
Την πρώτη μέρα δεν καταφέρνει να βγάλει σχεδόν καμία φωτογραφία, καθώς οι περισσότεροι είναι διστακτικοί.
Αυτό αλλάζει, όμως, όταν πηγαίνει την επομένη, με μερικές τους φωτογραφίες εκτυπωμένες για να τους τις δωρίσει. Τότε αρχίζουν να γίνονται πιο δεκτικοί. Όσο περπατά στους χωματόδρομους ανάμεσα στα τσαντίρια, αρκετά παιδιά τον ακολουθούν από πίσω γελώντας. Είναι εκείνα που τελικά τον βάζουν και τον πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι.
Αυτός είναι και ο στόχος του άλλωστε, να δει τη ζωή τους από μέσα.
Μέσα στον οικισμό, οι ανισότητες είναι ακόμη έντονες. Από μεγάλα διώροφα καινούργια σπίτια, μέχρι τσίγκινες καλύβες με τις ξυλόσομπες –δικιάς τους κατασκευής συνήθως– για να κρατάνε έξω το κρύο που κατεβαίνει από τα βουνά του Ολύμπου. Η παρουσία των Ρομά και των Τσιγγάνων στην περιοχή δεν είναι πρόσφατη. Από μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, οι πρώτοι έφτασαν στον Τύρναβο ήδη από το 1674.
Σύμφωνα με ιστορικά και λαογραφικά κείμενα των νεότερων χρόνων, μέχρι και τη δεκαετία του '80, οι περισσότεροι περιφέρονται στην ευρύτερη περιοχή του νομού Λάρισας, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού αρχίζει να αυξάνεται μετά τη βίαιη εκδίωξη από άλλες περιοχές. Αυτό που παρατηρεί, όμως, ο Βαγγέλης είναι πως όλα τους τα σπίτια έχουν ένα κοινό.
Κανένα τους, όσο πλούσια ή φτωχικά κι αν είναι, δεν έχει κρεβάτια, με αποτέλεσμα όλη η οικογένεια να κοιμάται πάνω στις κουβέρτες και τα παπλώματα που έχουν βάλει στο πάτωμα και συνήθως γύρω από τη σόμπα. Χριστουγεννιάτικα δέντρα δεν έχουν όλα τα σπίτια, καθώς υπάρχουν αρκετοί Ρομά στον οικισμό του Τυρνάβου οι οποίοι είναι μουσουλμάνοι. Για όλους, όμως, οι μέρες των Χριστουγέννων είναι γιορτινές.
Όπου και αν πάει, ακούει μουσική. Οι Ρομά αγαπούν την μουσική. Αγαπούν, όμως, πολύ και τη ρετσίνα. Ο Βαγγέλης Κουσιώρας δεν θα ξεχάσει ποτέ την εικόνα με τις στοίβες με τις νταμιτζάνες πάνω στα τραπέζια.
Πηγαίνει στον καταυλισμό τρεις φορές. Έχει γίνει κατά κάποιο τρόπο ο προσωπικός φωτογράφος των ηλικιωμένων, ακόμη και των μικρών κοριτσιών που όταν τον βλέπουν να έρχεται στο σπίτι τους, πηγαίνουν στο μπάνιο, φορούν τα καλά τους, βάφονται, βάζουν το κραγιόν τους και βγαίνουν για να τους κάνει το πορτρέτο.
Λίγο πριν φύγει, πέφτει σ' έναν αρραβώνα ο οποίος γίνεται εκείνη την ώρα στον οικισμό. Παρά το καταχείμωνο και το τσουχτερό κρύο, έχουν στρώσει τραπέζι έξω, τρώνε και πίνουν, την ίδια ώρα που η μουσική από τα δύο μεγάλα ηχεία ακούγεται, όπως θυμάται, ακόμη και από δύο χιλιόμετρα μακριά.
«Λατρεύουν τον χορό. Παρά τη φτώχεια τους χαμογελάνε, διασκεδάζουν και ζουν οικογενειακές στιγμές». Οι Ρομά, όπως παρατηρεί, παρουσιάζουν έντονους οικογενειακούς δεσμούς μεταξύ τους, καθώς οι περισσότεροι ζουν χρόνια μαζί σε μικρά σπίτια, παρέα ακόμη με τον παππού και την γιαγιά. Δύο χρόνια μετά σκέφτεται να ξαναπάει. Αυτή τη φορά το Πάσχα, όταν οι καπνοί από τα κρέατα που ψήνουν «φαίνονται από χιλιόμετρα μακριά».
(*) φωτογραφίες Βαγγέλης Κουσιώρας
Ακης Κατσούδας (lifo.gr)