Παρέμβαση στην Δημόσια Διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη, με πρωτοβουλία του Δήμου Λαρισαίων, για τα προβλήματα που δημιουργούν οι υποδομές του ΟΣΕ εντός της πόλης της Λάρισας, πραγματοποίησε ο πολιτικός μηχανικός και υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Απόστολος Πέκας.
Συγκεκριμένα, ο κ. Πέκας, ανέφερε τα εξής:
«Να ξεκινήσω εκφράζοντας τα θερμά μου συλλυπητήρια στις οικογένειες των ανθρώπων που έχασαν τις ζωές τους τόσο άδικα σε αυτή την τραγωδία και να στείλω τις ευχές μου για ταχεία ανάρρωση, σε όλα τα επίπεδα, στους τραυματίες που δίνουν ακόμα και σήμερα τη μάχη για τη ζωή τους. Θέλω επίσης να δώσω τα συγχαρητήριά μου στο Δήμο για τα άμεσα αντανακλαστικά που επέδειξε φέρνοντας στο προσκήνιο την συζήτηση για τις γραμμές του ΟΣΕ στην πόλη της Λάρισας.
Πρέπει να γίνει μια πολύ σημαντική επισήμανση: Δυστυχώς, το θέμα των γραμμών του ΟΣΕ επανέρχεται στην επικαιρότητα με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη αλλά το θέμα που έχουμε αυτή την στιγμή στη Λάρισα και επιτρέψτε μου να το πω ευθέως, είναι πολύ μεγαλύτερο, έξω και πέρα από το ατύχημα των Τεμπών.
Και εξηγούμαι:
Ακόμα και αν είχαμε το «τέλειο» σύστημα Τηλεματικής και Τηλεδιοίκησης και τα τρένα «πήγαιναν» εντελώς μόνα τους και μπορούσαν να παύσουν ανά πάσα ώρα οι μηχανές τους με ένα κουμπί, τα ζητήματα της οδικής ασφάλειας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, της αισθητικής υποβάθμισης, της οικονομικής υποβάθμισης και καταδίκης ολόκληρων περιοχών σε ανυποληψία στην πόλη της Λάρισας, δεν θα λύνονταν και η πόλη θα συνέχιζε να υποφέρει.
Για να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα αποτέλεσμα εκκινώντας από αυτή την διαδικασία, πρέπει να βάλουμε κάποια ζητήματα στα οποία δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα πίσω. Και, ως πόλη, δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα πίσω από αυτά που εξαγγέλθηκαν το 2019 από την πλευρά της Πολιτείας, ειδικά από την στιγμή που 4 χρόνια μετά δεν έχει υπάρξει αιτιολογημένη αναίρεση των όσων είχαν εκφραστεί από την τότε κυβέρνηση μέχρι και σήμερα. Θεωρώ ότι αυτά τα πράγματα, δηλαδή η μελέτη, είναι το μίνιμουμ από το οποίο μπορεί να εκκινεί η κουβέντα.
Δεύτερον, η πόλη της Λάρισας πρέπει να πάρει μία απάντηση γιατί 4 χρόνια δεν έχει γίνει το παραμικρό.
Τρίτον, η πόλη της Λάρισας πρέπει να δώσει στόχευση στην μελέτη. Είμαι μηχανικός και όπως όλοι, ειδικά οι μηχανικοί που ασχολούνται με την πολιτική και τα κοινά, γνωρίζω πολύ καλά ότι είναι ένα ζήτημα που μπορεί να λυθεί με περισσότερους από έναν τρόπους. Εξαρτάται από την πλευρά με την οποία θα το αντιμετωπίσεις, την σκοπιά την οποία θα επιλέξεις.
Η απαίτηση πρέπει να είναι μία: Η μελέτη πρέπει να υπακούει στα συμφέροντα και τις ανάγκες των πολιτών της πόλης, πρέπει να βάζει μπροστά τα ζητήματα της οδικής ασφάλειας, πάνω, πέρα και έξω από τα ζητήματα του κόστους. Όποιος τεχνοκράτης μπορεί να αξιολογήσει πόσο κάνει μία ανθρώπινη ζωή, απέναντι στην υπογειοποίηση, την υπεργειοποίηση, στη βύθιση ή στην παράκαμψη, εγώ θα τον χειροκροτήσω. Αλλά αυτό η στόχευση της μελέτης πρέπει να είναι το συμφέρον της πόλης και των πολιτών της.
Η μελέτη θα πρέπει να «πατάει» στο ΣΒΑΚ, καθώς η Λάρισα έχει και εφαρμόζει Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας που εκκινεί από την λογική ότι όλοι οι χρήστες αντιμετωπίζονται ισόνομα και δίκαια από το Σχέδιο. Αυτή τη στιγμή ο ΟΣΕ παρασιτεί σε βάρος όλων των υπόλοιπων χρηστών, κόβοντας την πόλη στα δύο, και θα συνεχίσει να το κάνει όσο η κατάσταση δεν αλλάζει.
Παράλληλα, στην Ευρώπη και στη Στρατηγική Οδικής Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για πρώτη φορά αποτυπώθηκε στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Οδικής Ασφάλειας, έχει ανοίξει κουβέντα για το όραμα των μηδενικών απωλειών. Οι άνθρωποι έχουν «λύσει» το κομμάτι των ασφαλών μεταφορών και αυτή τη στιγμή η συζήτηση αφορά το γεγονός πως δεν είναι ηθικά και κοινωνικά αποδεκτό έστω και ένας άνθρωπος εντός του αστικού ιστού να πεθάνει ή να τραυματιστεί σοβαρά. Όσο ο ΟΣΕ μένει με τους όρους αυτούς μέσα στον αστικό ιστό της πόλης, αυτό το πράγμα, για τη Λάρισα αλλά και όποια πόλη στην Ελλάδα, θα είναι ένας στόχος ανέφικτος.
Εν κατακλείδι, δεν γίνεται να ζητήσουμε τίποτα λιγότερο από αυτά τα οποία εξαγγέλθηκαν το 2019 και να στοχεύσουμε από εδώ και πέρα σε μια ολική αστική ανάπλαση της περιοχής, η οποία εκτός από το τί θα γίνει με τις γραμμές, θα απαντά και στο ερώτημα τί θα γίνει με τον χώρο που θα αποδεσμεύσουν οι γραμμές, πώς θα αναβαθμιστεί περιβαλλοντικά και αισθητικά και πως αυτός ο χώρος θα αποδοθεί στους πολίτες».