Την ιστορία που ακολουθεί έχει γράψει ο Ηλίας Καννέλης, στα ΝΕΑ, με αφορμή τα γεγονότα στην «Αυγή», την εφημερίδα της ΕΔΑ τα χρόνια πριν από τη δικτατορία, του ΚΚΕ εσωτερικού (του κόμματος της κομμουνιστικής ανανέωσης) τη Μεταπολίτευση και, στη συνέχεια, διαδοχικά, της ΕΑΡ, του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ.
"Είναι αρχές της δεκαετίας του 1980. Στα γραφεία της οργάνωσης του ΚΚΕ εσωτερικού Λάρισας, ο παλαιός καπετάνιος του ιππικού του ΕΛΑΣ, Μίμης Μπουκουβάλας, που μετά τη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ το 1968 είχε πάει με τους ανανεωτές, καλεί μερικούς νεολαίους (Ρηγάδες, όπως λέγαμε τότε τα μέλη της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, της οργάνωσης νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού). Εχει μπροστά του το δελτίο με τις κυκλοφορίες της κομματικής εφημερίδας, της «Αυγής», σε ολόκληρη τη Θεσσαλία.
«Σύντροφοι», απευθύνεται στους νεολαίους με βαθιά φωνή, «έχω παρατηρήσει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Στο χωριό Ραψάνη, στους πρόποδες του Ολύμπου, όπως ξέρετε το κόμμα δεν έχει οργάνωση. Από το δελτίο κυκλοφορίας, όμως, βλέπω ότι η εφημερίδα πουλάει ένα φύλλο καθημερινά. Θέλω λοιπόν να σας αναθέσω μια αποστολή: να πάτε στη Ραψάνη, να βρείτε τον αγοραστή της εφημερίδας και να τον στρατολογήσετε, να φτιαχτεί τοπική οργάνωση».
Ο ένας από τους νεολαίους έχει αυτοκίνητο. Οπότε το επόμενο Σάββατο, μια παρέα ξεκινά για τη Ραψάνη. Ωραίο χωριό που παράγει ωραίο κόκκινο κρασί, η αποστολή μοιάζει με ωραία εκδρομή – αν και το περιβάλλον είναι εχθρικό, στο χωριό πολλοί ψηφίζουν το δογματικό ΚΚΕ (έτσι το λέγαμε τότε). Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένα περίπτερο, ο πιο θρασύς της παρέας ρωτάει τον περιπτερά. Εκείνος τον κοιτάζει καχύποπτα, του υποδεικνύει όμως ένα σπίτι στην άκρη του χωριού. Οι νεολαίοι κατευθύνονται για εκεί.
Χτυπούν, δεν απαντά κανείς. Περιμένουν απέξω. Κάποια στιγμή, από ένα ανηφορικό δρομάκι, βλέπουν να ανεβαίνει μια ηλικιωμένη κυρία – μια γιαγιά, όπως τότε εικονογραφούσαν τις γιαγιάδες στα χωριά, με μαύρο φουστάνι και τσεμπέρι. Είναι φορτωμένη κλαδιά και σέρνει με ένα σχοινί μια κατσίκα. Φτάνει και βλέπει με έκπληξη κάποιους να την περιμένουν.
«Εμένα θέλετε παιδιά;», ρωτάει – είναι έντονη η θεσσαλική προφορά.
«Εσάς».
«Δυο λεπτά».
Δένει την κατσίκα σε μια αυλή, αφήνει τα κλαδιά και έρχεται να ανοίξει την εξώπορτα. Μπαίνει στο σπίτι και οι νεολαίοι την ακολουθούν. Κάθονται σε ένα δροσερό, τακτοποιημένο δωμάτιο με τζάκι, πλάι στο οποίο είναι όλες οι εφημερίδες σε στοίβες. Τους σερβίρει τσίπουρο.
«Τι με θέλετε, εμένα, μια γριά γυναίκα;».
«Για την “Αυγή”».
«Α, την εφημερίδα. Ο άντρας μου πριν πεθάνει μου είπε: “Να παίρνεις την εφημερίδα καθημερινά για να την ενισχύεις. Είναι η εφημερίδα που γράφει το δίκιο”. Ξέρετε, εγώ δεν έμαθα γράμματα, δεν μπορώ να διαβάσω. Αλλά τον μακαρίτη τον αγαπούσα. Και κάνω ό,τι μου ζήτησε. Να, εδώ δίπλα είναι όλες οι εφημερίδες».
Οπως είναι ευνόητο, δεν έγινε κατορθωτό να γίνει οργάνωση του ΚΚΕ εσωτερικού στη Ραψάνη.
***
Ηταν άλλα χρόνια. Σκέπτομαι μόνο πόση σχέση έχει η σημερινή «Αυγή» με εκείνη, εκείνης της εποχής, που έγραφε «το δίκιο». Και πόσος κόσμος έχει στο μεταξύ εξαπατηθεί στο όνομα των ιδεολογιών που υπόσχονταν «το δίκιο»....
Λ.Ε. kosmoslarissa.gr