Από 15% – 20% στην καλύτερη περίπτωση, μέχρι 35% – 40% στη χειρότερη, θα μειωθούν οι βροχοπτώσεις στον Θεσσαλικό κάμπο την επόμενη 30ετία με ότι αυτό συνεπάγεται για το υδατικό ισοζύγιο της Περιφέρειας Θεσσαλίας και την επάρκεια νερού για τον πρωτογενή τομέα.
Τα δεδομένα του ερευνητικού προγράμματος Rexus που παρουσιάστηκαν σήμερα στο πλαίσιο εκδήλωσης στην αίθουσα του Παραρτήματος Κεντρικής Ελλάδας του ΓΕΩΤΕΕ στην Λάρισα δείχνουν ότι οι προοπτικές για το περιβάλλον και τον αγροτικό τομέα δεν είναι καλές και ως εκ τούτου απαιτούνται νέες στρατηγικές διαχείρισης του προβλήματος και το κυριότερο έργα που θα θωρακίσουν το υδατικό ισοζύγιο, περιοχών που δοκιμάζονται, όπως η Θεσσαλική Περιφέρεια.
Μιλώντας στην ΕΡΤ Λάρισας ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Εδαφοϋδατικών Πόρων του ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ», δρ. Ανδρέας Παναγόπουλος χαρακτήρισε ως μονόδρομο την επίλυση της εξίσωσης που αφορά το νερό, την ενέργεια, το περιβάλλον και την αγροτική παραγωγή μέσα από μια ολιστική αντιμετώπιση, προκειμένου να αποφευχθούν τα μελλοντικά αδιέξοδα.
Ο κ. Παναγόπουλος αναγνώρισε ότι η Θεσσαλία παρουσιάζει βελτιωμένα επίπεδα αναφορικά με την κατανάλωση του αρδευτικού νερού σε σχέση με την προηγούμενη 20ετία. Ωστόσο, ακόμη και το μετριοπαθές σενάριο προβλέπει μείωση των υδατικών αποθεμάτων περισσότερο στη Νοτιοανατολική Θεσσαλία και λιγότερο στην Δυτική Θεσσαλία.
Στα δεδομένα αυτά αν προστεθεί και η αύξηση των αναγκών άρδευσης σε καλλιέργειες όπως το βαμβάκι κατά 20% – 25% και κατά 35% – 40% σε καλλιέργειες όπως το καλαμπόκι αντιλαμβάνεται το εύρος των προβλημάτων που προδιαγράφονται.
Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει, όπως εξήγησε ο κ. Παναγόπουλος να υπάρξει στροφή σε καλλιέργειες με μικρότερες ανάγκες σε νερό, καθώς και σε δράσεις που θα βοηθούν στην αποταμίευση νερού. Μάλιστα, κρίνεται αναγκαίο να προχωρήσουν άμεσα, στην Θεσσαλία, έργα προς αυτή την κατεύθυνση, τα οποία δεν χρειάζονται μεγάλο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης.
Όσον αφορά το πρόγραμμα REXUS, είναι μια δράση Έρευνας και Καινοτομίας, που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα Ορίζοντας 2020 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιείται από μία κοινοπραξία 17 εταίρων από 7 διαφορετικές χώρες (Ελλάδα, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ολλανδία, Ρουμανία και Κολομβία). H λεκάνη του Πηνειού αποτελεί μία από τις πέντε πιλοτικές περιοχές του έργου.
Στο πλαίσιο του προγράμματος, επιστημονικά ινστιτούτα -από κοινού-αναλύουν, συνδυάζουν και συνθέτουν για πρώτη φορά επιστημονικά δεδομένα για τους τομείς ενέργειας-αγροτικής παραγωγής-νερού και οικοσυστημάτων και των μεταξύ τους σχέσεων και αλληλεπιδράσεων υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, με σκοπό να διαμορφώσουν και να προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των πόρων και των κοινωνιών απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένοι τομείς.
Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα, συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των τομέων (Νερό, Γεωργία, Περιβάλλον και Ενέργεια) και όλων των διοικητικών επιπέδων (ΤΟΕΒ, ΓΟΕΒ, ΥΠΕΝ, ΥΠΑΑΤ, συνεταιρισμοί, επιχειρήσεις κ.α).
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, συζητήθηκαν συγκεκριμένες λύσεις για την ικανοποίηση του συνόλου των προκλήσεων (όπως η επίτευξη και διατήρηση επαρκούς ποσότητας και καλής ποιότητας υδατικών πόρων, η βιωσιμότητα και αειφορία του αγροτικού τομέα, η αποτελεσματική διοίκηση και διακυβέρνηση και η αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων) που αντιμετωπίζει η λεκάνη απορροής του Πηνείου και την προσαρμογή της στην Κλιματική Αλλαγή.