Έχουμε ένα θέμα ερμηνείας, που όπως βλέπετε, εμφανίστηκε και είναι η ισχύς της Συμφωνίας των Πρεσπών. Έχουμε δύο πολιτικούς, ο ένας έχει δηλώσει ότι αν η Ελλάδα αναγκαστεί, θα καταγγείλει τη Συμφωνία και έχουμε έναν άλλο πολιτικό ο οποίος μας εξηγεί ότι δεν υπάρχει αυτό το πλαίσιο. Άρα ποια είναι η ακριβής διατύπωση; Στην πραγματικότητα το όλο θέμα βρίσκεται στο άρθρο 19 εδ. 2  και εδ. 3. Ο ένας ερμηνεύει μ’ έναν απλό τρόπο την όλη διαδικασία, η οποία ούτως ή άλλως αρχίζουμε απλώς με μία συνομιλία μεταξύ των δύο Κρατών, μετά υπάρχει το θέμα της καλής θέλησης από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και στη συνέχεια πρέπει να συμφωνηθεί ότι θα πάμε μαζί στο Διεθνές Δικαστήριο και αν δεν βρεθεί μία λύση εντός των έξι (6) μηνών από αυτήν την Απόφαση σε σχέση με το συμφωνητικό, θα μπορεί να υπάρχει μία μονομερής διαδικασία, η οποία θα πάει ούτως ή άλλως στο Δικαστήριο. Ο ένας ερμηνεύει το γεγονός της μονομερούς πρόσβασης στο Δικαστήριο στο τέλος, ως μία καταγγελία μονομερή και ο άλλος θεωρεί ότι αυτό το πλαίσιο που λέει ο πρώτος δεν υπάρχει, γιατί ούτως ή άλλως πηγαίνουμε στο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλά αυτό που πρέπει να καταλάβουμε, μπορεί αν φαίνεται μία τεχνική λεπτομέρεια, είναι ότι, όντως στο τέλος της διαδικασίας η Ελλάδα μπορεί μόνη της να πάει στο Διεθνές Δικαστήριο, αλλά δεν θα είναι μία απόφαση που θα πάρει μόνη της, θα είναι μία Απόφαση που θα παρθεί από το Διεθνές Δικαστήριο το οποίο θα μπορεί  να ακυρώσει τη Συμφωνία από τη στιγμή που δεν τηρείται από το άλλο Κράτος. Αυτό λοιπόν που έχει σημασία σε αυτό το θέμα ερμηνείας για να μην βλέπουμε μία τεχνητή αντιπαράθεση είναι ότι ο ένας το κοιτάζει σ’ ένα γενικό πλαίσιο, μπορεί η Ελλάδα στο τέλος της διαδικασίας να πάει στο δικαστήριο; Η απάντηση είναι ναι και μπορεί να πάει ακόμα και μόνη της αν δεν υπάρχει κοινό πλαίσιο δηλαδή ένα συμφωνητικό το οποίο καθορίζει ποιες είναι οι διαφωνίες που έχουμε μεταξύ μας. Από τη άλλη πλευρά ο άλλος το κοιτάζει εντελώς διαδικαστικά και από τη στιγμή που ούτως ή άλλως καταλήγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μία μονομερής καταγγελία. Άρα το τεχνικό κομμάτι είναι σωστό, αν καταλάβουμε το εξής: όταν μπορούμε να κάνουμε μία συμφωνία μεταξύ δύο χωρών και υπάρχει πλαίσιο καταγγελίας που είναι καταγεγραμμένο και αυτό μπορεί να γίνει μονομερώς, τότε μπορεί όντως να υπάρξει αυτή η διαδικασία. Και αυτό μάλιστα, άμα κοιτάξετε καλά την ενδιάμεση συμφωνία θα δείτε ότι προβλεπόταν μετά από ένα χρονικό διάστημα να μπορεί να το κάνει ο ένας από τους δύο. Αυτό που γίνεται τώρα στην Συμφωνία των Πρεσπών είναι διαφορετικό γιατί, ούτως ή άλλως έτσι όπως την μάζεψαν, έκαναν ότι μπορούσαν για να καταλήγουμε    ούτως ή άλλως στο Διεθνές Δικαστήριο και να μην μπορεί να γίνει μόνο από το ένα Κράτος εναντίον του άλλου. Η ιδέα ποια ήταν; Ήταν να είναι κλειδωμένη η διαδικασία και να πρέπει αναγκαστικά να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο. Άρα καταλαβαίνουμε ότι τα δομικά προβλήματα που είχε η συμφωνία, τα έχει ακόμα και σε αυτό το επίπεδο. Τώρα που βλέπουμε ότι επίσημα δεν τηρείται η Συμφωνία από το άλλο Κράτος, τώρα που βλέπουμε ότι επίσημα μπορούμε να πούμε ότι επειδή δεν τηρείται, μπορούμε να σταματήσουμε την ενταξιακή πορεία του άλλου Κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  βλέπουμε επίσης ότι μέσω του άρθρου 19 εδ. 2 και 3 πρέπει να κοιτάξουμε προσεκτικά την όλη διαδικασία. Άρα καταλαβαίνουμε, άμα το σκεφτούμε λίγο πιο σφαιρικά, ότι αυτοί που συμφώνησαν γι’ αυτήν την συγκεκριμένη συμφωνία, ήξεραν από πριν ότι άμα άφηναν ένα πλαίσιο όπου θα μπορούσε μόνο μία χώρα  να καταγγείλει την άλλη ότι δεν τηρεί, το πιο πιθανό που θα γινόταν είναι ότι μόλις  θα άλλαζαν οι πολιτικές συνθήκες και θα άλλαζε η Κυβέρνηση, είτε από τη μία χώρα, είτε από την άλλη, είτε από τις δύο, όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση, σίγουρα θα υπήρχε αυτή η τάση, επειδή υπήρχε μία πλειοψηφία που δεν την ήθελε. Άρα για να  κλειδώσει τη συμφωνία σ’ ένα πλαίσιο που να μην είναι εύκολο να γίνει αυτή η διαδικασία μόλις καταρρεύσει ένας από τους δύο πολιτικούς από τα δύο μέρη που θα την είχαν υπογράψει, το έκαναν  με αυτόν τον τρόπο. Άρα πρέπει να καταλάβουμε το εξής: ότι ακόμα κι αν έγινε με αυτόν τον τρόπο, ακόμα κι αν η συμφωνία είναι κλειδωμένη μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου, υπάρχει αυτή η δυνατότητα στο τέλος, δηλαδή στην εξάντληση του άρθρου 19 εδ 2 και εδ 3, η δυνατότητα να πάει και μία χώρα, μόνη της, να καταγγείλει αυτή τη συμφωνία, βέβαια όχι μόνη της, αλλά στο Διεθνές Δικαστήριο και είναι αυτό που θα πάρει την Απόφαση από τη στιγμή που θα κινηθεί η όλη διαδικασία. Αυτή είναι η πραγματικότητα, αυτή είναι η Στρατηγική και δεν είναι ένα θέμα ερμηνείας, το πλαίσιο είναι πολύ ξεκάθαρο, καταλαβαίνουμε ακριβώς γιατί διατυπώθηκε με αυτόν τον τρόπο,  γιατί την υπέγραψαν με αυτόν τον τρόπο αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχει αυτή η δυνατότητα, άρα είναι καλό να το ξέρουμε για να μην μπερδευόμαστε, υποτίθεται, σε τεχνικές και τεχνητές διαφορετικές ερμηνείες. 

 

Άρθρο 19 εδ. 2 και εδ. 3

  1. -…-
  2. Σε περίπτωση που το ένα Μέρος θεωρεί ότι το άλλο Μέρος δεν δρα σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρούσας Συμφωνίας, το Μέρος αυτό θα γνωστοποιήσει κατ’ αρχάς στο άλλο Μέρος τις ανησυχίες του και θα αναζητήσει μία λύση μέσω διαπραγματεύσεων. Εάν τα Μέρη δεν μπορέσουν να επιλύσουν το ζήτημα διμερώς, μπορεί να συμφωνήσουν να ζητήσουν από το Γενικό Γραμματέα Ηνωμένων Εθνών να κάνει χρήση των καλών υπηρεσιών του για την επίλυση του ζητήματος.
  3. Οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ των Μερών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας και δεν έχει επιλυθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο Άρθρο 19 (2), μπορεί να υποβληθεί στο Διεθνές Δικαστήριο. Τα Μέρη πρέπει πρώτα να προσπαθήσουν να συμφωνήσουν σε κοινή υποβολή στο εν λόγω Δικαστήριο κάθε τέτοιας διαφοράς. Ωστόσο, εάν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μετά την παρέλευση εξαμήνου ή μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος όπως τα Μέρη αμοιβαία θα συμφωνήσουν, τότε κάθε τέτοιου είδους διαφορά δύναται να υποβληθεί από οποιοδήποτε από τα Μέρη μονομερώς.