Με το ζόρι φτάνει τα 100 μέτρα. Ένα μικροσκοπικό διαγώνιο δρομάκι ανάμεσα στη Φιλελλήνων και την Κύπρου. Η οδός Πανός έτυχε να αποτελέσει ήδη από την Τουρκοκρατία τη βασική αγορά τροφίμων της Λάρισας, μεταπολεμικά υπήρξε στέκι καλοφαγάδων και στα νεότερα χρόνια, το 1985, ήταν η πρώτη που πεζοδρομήθηκε. Κάπως σαν πείραμα, επιλέχθηκε ακριβώς λόγω του μικρού της μεγέθους, με το σκεπτικό ότι οι όποιες παρεμβάσεις δεν θα επηρέαζαν την κυκλοφορία στους λοιπούς άξονες της πόλης. Τα τραπεζάκια βγήκαν στον ήλιο και η εμπορική κίνηση αυξήθηκε τόσο, που όταν ήρθε η ώρα πεζοδρόμησης άλλων οδών, οι έως τότε αρνητικά διακείμενοι επιχειρηματίες προσφέρθηκαν μέχρι και να τη χρηματοδοτήσουν.
Η χάραξη της Πανός είχε γίνει, βέβαια, έναν αιώνα νωρίτερα, το 1882, όταν με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος συντάχθηκε το σχέδιο πόλεως. Έως τότε η περιοχή ήταν μεν αγορά, η οποία αναπτύχθηκε αυθόρμητα ανάμεσα στο γυναικείο και το ανδρικό χαμάμ, εντούτοις υπήρχαν ατάκτως χτισμένα κονάκια και καταστήματα, τα οποία απαλλοτριώθηκαν. Τόσο πριν όσο και μετά την ενσωμάτωση και την ανταλλαγή πληθυσμών, πάντως, περιγράφονται ταβερνεία, ψαράδικα και δεκάδες κρεοπωλεία, έμποροι και αγοραστές από κάθε γωνιά του νομού καθώς και στοιχισμένοι πάγκοι με λογής λογής προϊόντα. Αρνιά κρέμονταν από τα τσιγκέλια, πιτσιρικάδες-βοηθοί με φτερά από ουρά αλόγου έδιωχναν τις μύγες, ενώ ένας πελαργός, ο Χατζής, αποτελούσε τη μασκότ της αγοράς (όπως αναφέρεται σε κείμενο του Γ. Ζιαζιά). Ακόμη και χάνι λειτουργούσε στη συμβολή με τη Φιλελλήνων, για να καταλύουν οι ταξιδιώτες από τα χωριά. Η δυσοσμία από τα ζώα που έδεναν απέξω μαζί με τις σούστες (μονόκαρα) αλλά και από τα καταστήματα, σε μια εποχή δίχως ψυγεία και πάγο, έκανε τις γυναίκες να μην πλησιάζουν στην Πανός και οδήγησε το 1930-32 στην κατασκευή της μεγάλης Δημοτικής Αγοράς στη θέση της σημερινής πλατείας Μπλάνα. Ιχθυοπωλεία και κρεοπωλεία απομακρύνθηκαν από την Πανός διά νόμου. Και όμως, ο δρόμος δεν ερήμωσε. Παρέμειναν τα μπακάλικα και τα τυροπωλεία, άνοιξαν κουρεία, καφενεία και κυρίως ταβέρνες, ενώ ραφτάδικα και υφασματάδικα άκμαζαν στην κατοπινή στοά Κούτσινα.
Αδάμος και Έλατος
Στον σεισμό του 1941, η οδός Πανός, όπως και μεγάλο μέρος της Λάρισας, σχεδόν ισοπεδώθηκε – υπάρχει και φωτογραφία που το πιστοποιεί. Η Κατοχή και οι βομβαρδισμοί δεν επέτρεψαν την άμεση αναδιοργάνωσή της, ωστόσο η αγορά δεν έκλεισε, απλώς υπολειτουργούσε.
Το 1950, ο ερευνητής Νίκος Παπαθεοδώρου ήταν 12 ετών και οι γονείς του τον έστελναν στην Πανός για ψώνια. Θυμάται την αγορά σε πλήρη άνθηση. Απαριθμεί δέκα ταβέρνες, αρκετά μπακάλικα και φούρνους, περιγράφει έναν δρόμο που ήταν «η χαρά των γλεντζέδων και των καλοφαγάδων» και σημειώνει ότι όλα τα «υψηλά» πρόσωπα που έρχονταν στη Λάρισα δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσουν από την Πανός και την ψησταριά του Αδάμου, με το φημισμένο αρνάκι και το κοκορέτσι. Είναι το παλαιότερο εν λειτουργία κατάστημα του δρόμου, το οποίο από το 2000 «τρέχει» η τρίτη γενιά, ο Αδάμος και ο Γιάννης Κωνσταντίνου. Θυμούνται τον παππού Αδάμο, που ήταν κυνηγός και έκανε το μαγαζί στέκι τους, αλλά και εξαίρετος μάγειρας (έφτιαξε πρώτα τη Μικρή Φωλιά το 1936). Μιλούν για την άνοδο της πολιτιστικής ζωής της Λάρισας, που έφερνε στα τραπέζια του σημαντικές διασημότητες, αλλά και για τη «δυνατή» περίοδο των δεκαετιών 1980 και 1990. «Δεν υπάρχουν ντοκουμέντα, αλλά είχε έρθει ο Ωνάσης, καθώς ήθελε να αγοράσει το κάστρο του Πλαταμώνα. Τον έφερε εδώ ένας φίλος του μαγαζιού, διευθυντής της Ολυμπιακής τότε. Η Κάλλας ενθουσιάστηκε με τις κουρτίνες και ο παππούς τις κατέβασε επιτόπου και της τις χάρισε», περιγράφει ο Αδάμος.
Μεγάλη ιστορία και φήμη έχει και η δεύτερη ταβέρνα που έχει απομείνει στην Πανός, ο Έλατος. Πλάι στις σούβλες με τα φημισμένα κρεατικά από τους κτηνοτρόφους της Ελασσόνας, ο Αλέξανδρος Γκαμπέτας, επίσης τρίτη γενιά, μιλάει για τον παππού του τον Θόδωρα, που άνοιξε το μαγαζί αρχικά σε γειτονικό χώρο, ενώ ο πατέρας του Νίκος μάς δείχνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες του δρόμου και του μαγαζιού. «Το 1950, το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Αργότερα, από το 1970, το ψητό έγινε η νοοτροπία διασκέδασης του Λαρισαίου. Επίσης, υπήρχε πια ευημερία, χάρη στην οποία όλα τα μαγαζιά της Πανός γνώρισαν δόξες», μας λέει ο Αλέξανδρος, ο οποίος ανδρώθηκε μέσα στην ταβέρνα και συνέχισε την επιχείρηση αυθόρμητα, από αγάπη: «Στην πρώτη Γυμνασίου πήρα χατζάρα στο χέρι πρώτη φορά. Ήταν Πάσχα και έκοβα τα αρνιά, έμαθα πλάι στους παλιούς τεχνίτες», περιγράφει. Όλοι τους θυμούνται φημισμένα μαγαζιά σαν το Παντοπωλείο Μπαρμπούτη και το ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου, το οποίο «μας μεγάλωσε όλους με κρέμα πρόβεια και λουκουμάδες. Όλοι εκεί αρραβωνιάστηκαν!», αναφέρει ο Αδάμος.
Για πολλά χρόνια η Πανός ήταν συνδεδεμένη με το φαγητό, αφού υπολογίζεται ότι μέχρι πριν από μία δεκαετία λειτουργούσαν περισσότερες από 15 κοσμικές ταβέρνες. Η αλλαγή που επήλθε σταδιακά φαίνεται ότι ακολούθησε εν πολλοίς τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές ολόκληρης της πόλης. Όταν η χρυσή εποχή των επιδοτήσεων παρήλθε, οι ταβέρνες έκλεισαν. Και όταν η μόδα στη Λάρισα επέβαλε τον καφέ, εμφανίστηκαν τα πρώτα σύγχρονα καταστήματα – όπως το πρώτο Mikel της Λάρισας, που βρίσκεται στη συμβολή με την Κύπρου. Ο πραγματικός πρωτοπόρος, ωστόσο, ήταν το Bukowski eatery & drink του Ντίνου Ευαγγέλου, ο οποίος τόλμησε πριν από μία δεκαετία να δημιουργήσει στη θέση του Παντοπωλείου Μπαρμπούτη ένα ξεχωριστό γαστρομπάρ, σε έναν δρόμο όπου έως τότε ερχόσουν για κοψίδια.
«Οδός Παντός»
Το γοητευτικό στην Πανός είναι ότι διατηρεί τα πολλά της πρόσωπα. Δεν κατακλύζεται από καφέ και εστιατόρια, έχει λίγο από όλα: ένα χρυσοχοείο, δύο καταστήματα ένδυσης, μία κάβα, το παλιό καφεκοπτείο του Μωυσιάδη (από το 1968), που καβουρδίζει καφέ τα πρωινά, ιατρεία και δικηγορικά γραφεία, ένα ελληνάδικο κλαμπ, το τσιπουράδικο Ντόκος. Τα πρωινά βλέπεις εργαζομένους και κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας να κάνουν ψώνια και να πίνουν καφέ, ενώ το βράδυ που τα ρολά των καταστημάτων κατεβαίνουν, ο μέσος όρος ηλικίας πέφτει και οι μουσικές δυναμώνουν. «Οδό Παντός» την είχε αποκαλέσει σε άρθρο του, το 1906, ένας παλιός δημοσιογράφος ονόματι Μακρής στην τοπική εφημερίδα Μικρά, καθώς εκεί έβρισκες τα πάντα. Κι αυτό συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Το τελευταίο μαγαζί που άνοιξε, πριν από τρεις μήνες, είναι το μπαρ Sips + Sins, των Θάνου Σιδέρη και Νίκου Κωστάκη. Για τους νεαρούς ιδιοκτήτες, η Πανός δεν ήταν τυχαία επιλογή. «Είναι ένας δρόμος που ενώνει σχηματικά τη χειμερινή πιάτσα (το κέντρο δηλαδή) με την καλοκαιρινή, το Φρούριο», λέει ο Θάνος και ο Νίκος συμπληρώνει: «Τη διαλέξαμε λόγω διαφορετικής αύρας. Ήμουν για χρόνια μπάρμπαν και ονειρευόμουν να ανοίξω το δικό μου μαγαζί. Όποτε περνούσα από την Πανός, σκεφτόμουν ότι εδώ θέλω να το κάνω». Ο μοντέρνος σήμερα χώρος τους έχει στεγάσει στο παρελθόν καφενείο, πιτσαρία και τουριστικό γραφείο.
Για τους ίδιους λόγους άνοιξε στην ιστορική οδό το κουρείο του πέρυσι και ο νεαρός Αντώνης Μήτσιος. «Είναι ωραίο στενό, πιο γειτονιά, παρότι στο κέντρο. Έχει μια ζεστασιά σε σχέση με τους άλλους απρόσωπους πεζόδρομους», θα πει, και πράγματι έτσι νιώθεις στην Πανός. Ίσως ευθύνεται γι’ αυτό το μικρό της μέγεθος, αλλά κυρίως οι παλιοί μαγαζάτορες και οι οικογενειακές επιχειρήσεις που αγκαλιάζουν τους νέους γείτονες. Τέτοια περίπτωση είναι το τυροπωλείο του Αγορογιάννη, μέσα στο οποίο βρήκαμε σύσσωμη την οικογένεια. Κτηνοτρόφοι πάππου προς πάππου, Βλάχοι από τη Σαμαρίνα Γρεβενών που ξεχειμώνιαζαν στην κοιλάδα των Τεμπών, ξεκίνησαν την επαγγελματική τυροκόμηση τη δεκαετία του 1950. Το 1970 σταμάτησαν την κτηνοτροφία και η λιανική πώληση στο σημείο αυτό ξεκίνησε το 1980. Τότε υπήρχαν ήδη στην Πανός δύο τυράδικα, μας λέει ο κ. Τάκης. Όπως εξηγεί, κατάφεραν να επιβιώσουν μόνο όσα καταστήματα ανέλαβαν οι νεότερες γενιές, όπως οι γιοι του στη δική του περίπτωση.
Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στο σύγχρονο Παντοπωλείο Αγραφιώτη, όπου τα ηνία ανέλαβε ο νεαρός Πάνος, επίσης τρίτη γενιά. Ο πατέρας του Χρήστος διατηρούσε στο ίδιο σημείο μια φημισμένη κάβα που, πέρα από τη λιανική και χονδρική πώληση ποτών, παρήγε και τα δικά της αποστάγματα – φημισμένο είναι ακόμα και σήμερα το τσίπουρό τους από Μαύρο Μοσχάτο διπλής απόσταξης χωρίς γλυκάνισο. Η κάβα μετατράπηκε σε παντοπωλείο το 2008, διαθέτοντας στην αγορά επιλεγμένα, χειροποίητα προϊόντα μικρών παραγωγών από όλη την Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων στην Πανός λειτούργησε πριν από λίγα χρόνια και το WE, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο δημοφιλή εστιατόρια της Λάρισας, και αντιστοίχως το Fluxus, αμφότερα με το δικό τους κοινό. Το ωραίο όμως είναι ότι ακριβώς δίπλα βρίσκεις μια θεόστενη πόρτα που οδηγεί σε μια επίσης θεόστενη σκάλα και διάδρομο, όπου ανακαλύπτεις το δισκοπωλείο Underground tales. Εκεί ο Λευτέρης Κουτσιούκης έστησε πρόσφατα το «αρχηγείο» του μαζί με την κολεκτίβα freedom, όπου φτιάχνουν φανζίν και περιοδικά free press και διοργανώνουν συναυλίες και άλλες δράσεις, ανάμεσα σε ροκ, τζαζ, μέταλ βινύλια. Σε ειδικό ράφι βρίσκονται οι κυκλοφορίες από λαρισαϊκές μπάντες, όπως οι Hidden in the basement και οι Telma, οι οποίοι συχνάζουν στον χώρο, ενώ την ίδια στιγμή στο διπλανό διαμέρισμα η μοδίστρα Ευδοξία Μούλια μοιράζεται τις αναμνήσεις της από την οδό, επιδιορθώνοντας ρούχα.
Αν αφήσεις τους παλιούς, θα απαριθμούν με τις ώρες τις αλλεπάλληλες χρήσεις κάθε καταστήματος. Ποιο μετακόμισε πότε και πού, τι ήταν πριν και τι έγινε μετά, ονόματα σωρό – είναι να απορείς που δεν μπερδεύονται. Με σκακιέρα μοιάζει η Πανός, όπου τα πιόνια αλλάζουν διαρκώς θέσεις, αλλά το παιχνίδι μένει πάντα ίδιο. Το πώς πήρε βέβαια την ονομασία της δεν μπόρεσαν να μας το πουν, αν και ο βουκολικός, τραγόμορφος θεός Πάνας, θεός της φύσης και των ποιμένων, μια χαρά ταιριάζει στη Λάρισα εν γένει, πόσω μάλλον σε έναν δρόμο γεμάτο κρεοπωλεία και σούβλες κάποτε. Λέγεται, παρ’ όλα αυτά, πως στο υπόγειο μιας αποθήκης, στο μέσον του δρόμου, υπάρχει ένας βωμός με απεικονίσεις του θεού, πάνω στον οποίο ο τελευταίος ζαχαροπλάστης έφτιαχνε τα τσουρέκια του. Αλλά κάθε πόλη δεν οφείλει να έχει τους αστικούς μύθους της;
(Φωτογραφίες: Δημήτρης Τοσίδης)
Ολγα Χαραμή (kathimerini.gr)