Στην αρχή έμεναν σε σκηνές. Η πρώτη βροχή μετά τον κατακλυσμό, όμως, αναγκάζει τους πλημμυροπαθείς της Φαρκαδόνας να μετακινηθούν. Πολλοί από αυτούς οδηγήθηκαν στο καμπ του Κουτσόχερου, που πριν από λίγο καιρό φιλοξενούσε 900 πρόσφυγες – πρόσφυγες και οι ίδιοι της κλιματικής κρίσης. Μια γυναίκα από τους νέους ενοίκους των οικίσκων θυμάται ότι έβλεπε τους οικίσκους και αναρωτιόταν «πώς ζει κόσμος εκεί μέσα». Τώρα, λέει, «ζούμε εμείς εδώ». Η δημοσιογράφος Αλεξία Καλαϊντζή πραγματοποίησσε για λογαριασμό της Καθημερινής ένα οδοιπορικό στον καταυλισμό των πλημμυροπαθών:
Στη χωματερή της Φαρκαδόνας Τρικάλων, φορτηγά –το ένα πίσω από το άλλο– ξεφορτώνουν τόνους από έπιπλα, συσκευές και προσωπικά αντικείμενα. Οι περιουσίες τόσων οικογενειών έχουν μετατραπεί σε βουνά από λασπωμένα και δύσοσμα σκουπίδια, μια άμορφη μάζα από την οποία δύσκολα ξεχωρίζεις αυτό που ήταν άλλοτε μια ξύλινη πόρτα, ένα φόρεμα, μια κοσμηματοθήκη.
«Εξήντα χρόνια, μια ζωή κόπος για να αποκτήσω αυτά», είπε η Ελένη Μητρούσια δείχνοντας στοιβαγμένα στο πεζοδρόμιο όλα τα πράγματα που πέταξε από το σπίτι της. Η 76χρονη δεν μένει πια εδώ. Ζει προσωρινά στην αδελφή της. Επιστρέφει στη Φαρκαδόνα μόνο για να δει τη γειτονιά της και να καθαρίσει. Ερχόμενη την έπιασε το κλάμα: «Είναι ο δικός μας τόπος αυτός; Σαν να έχουν ραντίσει τα πάντα με στάχτη». Οπως μας είπε, δεν έχει λάβει ακόμα την αποζημίωση για να ξεκινήσει μεγαλύτερης κλίμακας εργασίες μέσα στο σπίτι. Χωρίς να γνωρίζει πόσο καιρό θα μπορεί να φιλοξενείται αλλά και πότε θα μπορέσει να κατοικήσει ξανά στο σπίτι της, η αγωνία και η ανασφάλεια για την επόμενη ημέρα μεγεθύνονται, συναισθήματα που μοιράζονται όλοι οι κάτοικοι που συναντήσαμε.
Η Φαρκαδόνα μοιάζει ακόμα πόλη βομβαρδισμένη: άδεια, βουβή και καλυμμένη από ένα παχύρρευστο στρώμα λάσπης που κολλάει παντού. Το πέρασμα της κακοκαιρίας ήταν σαρωτικό. Σπίτια και καταστήματα έμειναν για ημέρες κάτω από το νερό με αποτέλεσμα να έχουν καταστραφεί τα πάντα. Οι κάτοικοι, διασκορπισμένοι στα γύρω χωριά, έρχονται πίσω με αυτοκίνητα δικά τους ή φίλων τους για να πετάξουν πράγματα και να καθαρίσουν. Οσο γρήγορα όμως και αν κάνουν, η διαδικασία τού να καθαρίσουν, να επισκευάσουν και να επιπλώσουν ξανά από το μηδέν τις κατοικίες τους θα διαρκέσει, στις περισσότερες περιπτώσεις, μήνες. Κάτω από το βάρος της βροχής που έχει αρχίσει να πέφτει ξανά στη Θεσσαλία, το οικιστικό αναδεικνύεται ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα.
Χάρη στα γρήγορα αντανακλαστικά και στους δεσμούς της τοπικής κοινωνίας, ήδη κάποιοι κάτοικοι έχουν μεταφερθεί και φιλοξενούνται προσωρινά σε συγγενείς, ενώ κάποιοι άλλοι μπήκαν σε άδεια σπίτια όμορων χωριών που ανήκουν σε Ελληνες που ζουν στο εξωτερικό. Ο Απόστολος και η Ευγενία Πυρρώτη δεν είχαν καμία από τις δύο επιλογές. Το σπίτι τους πλημμύρισε ενώ του γιου τους καταστράφηκε ολοσχερώς. «Μας φιλοξένησε ο συμπέθερός μας πάνω από μια εβδομάδα. Πόσο όμως να κάτσεις στους άλλους. Δεν νιώθεις καλά», είπε ο 65χρονος, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν προσωρινά στις λευκές σκηνές που είχαν στηθεί στο διπλανό χωριό. Ο πρόχειρος καταυλισμός στο Γριζάνο, που έφτανε να φιλοξενεί περίπου 100 άτομα, τους βόλευε γιατί ήταν κοντά στο σπίτι τους στη Φαρκαδόνα και μπορούσαν εύκολα να πηγαινοέρχονται για να καθαρίζουν, όμως οι συνθήκες δεν ήταν καλές. Μια βροχή στα μέσα της εβδομάδας είχε ως αποτέλεσμα να μπει νερό σε σκηνές. «Ηταν πολύ δύσκολα. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι κοιμήθηκαν στα αυτοκίνητά τους. Ερχεται χειμώνας, πρέπει άμεσα να γίνει κάτι», περιέγραψε ο πατέρας Βασίλειος, ιερέας του χωριού, που φρόντιζε για τη μεταφορά γευμάτων στους πλημμυροπαθείς και έζησε από πρώτο χέρι την κατάσταση. Το ζευγάρι των συνταξιούχων ήταν ανάμεσα σε αυτούς που αποφάσισαν να φύγουν. «Θα πάμε στο Κουτσόχερο», μας είπαν όταν τους συναντήσαμε στο Γριζάνο να φορτώνουν τα τελευταία τους πράγματα στο αυτοκίνητο. Το Κουτσόχερο απέχει περίπου μισή ώρα από εκεί.
Η δομή στο Κουτσόχερο που άλλοτε φιλοξενούσε 900 πρόσφυγες, φιλοξενεί σήμερα περίπου 90 πλημμυροπαθείς και η επιταγή της πολιτείας, σύμφωνα με τον διοικητή της δομής, Απόστολο Παπαπαρίση, είναι να καθαριστούν και να ετοιμαστούν 100 οικίσκοι για τη φιλοξενία τουλάχιστον 420 ατόμων. Ανάμεσά τους ο Απόστολος και η Ευγενία.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι μεταφέρθηκε στον οικίσκο Χ4, ένα κοντέινερ δηλαδή 18 τετραγωνικών μέτρων με δύο μονά κρεβάτια, μια κουζινούλα και ένα μπάνιο. «Αγοράσαμε αυτό για να μη γεμίζουμε λάσπες», είπε η γυναίκα δείχνοντας ένα χρωματιστό χαλάκι. «Είπαν θα φέρουν καρέκλες, φουρνάκι και πλυντήριο. Μακάρι». Ανοίγοντας τα ντουλάπια, πρόσεξε την κατσαρόλα που υπήρχε σε ένα χάρτινο κουτί. Χάρηκε που μπορεί να μαγειρέψει κάτι. Ο δήμος, όπως είπε, στέλνει μια φορά την ημέρα φαγητό –γεύμα και ξηρά τροφή– και μάλιστα το απόγευμα. «Χθες μας προσκάλεσαν φίλοι και πήγαμε αλλού να φάμε. Μια μανέστρα λασπωμένη μας έδωσαν εδώ. Τι να σου κάνει;», είπε ο σύζυγός της, ρίχνοντας το βλέμμα του στις ρωγμές του κάθετου καθρέφτη δίπλα από την πόρτα. Το καινούργιο αυτό περιβάλλον δεν θυμίζει σε τίποτα το σπίτι που με τόσο μεράκι και αγάπη είχαν ετοιμάσει. Τα ξύλινα έπιπλα ήταν όλα παραγγελία, ενώ είχαν μόλις αγοράσει ένα ολοκαίνουργιο ψυγείο το οποίο αναγκάστηκαν να πετάξουν. «Από τη μια ημέρα στην άλλη, την πατάς», μονολόγησε ο κ. Πυρρώτης, που παρά τις αντιξοότητες προσπαθεί να μη χάσει την αισιοδοξία του. Πιάνει το χέρι της Ευγενίας, με την οποία ζει μαζί 45 χρόνια. «Από τη σκηνή, καλύτερα είναι», αναφώνησε, προσθέτοντας πως έτυχε οι γείτονες από το χωριό να έχουν εγκατασταθεί στα διπλανά κοντέινερ. «Πάλι γειτονιά είμαστε»!
«Ελεγα, πώς ζει κόσμος εδώ; Τώρα ζούμε εμείς»
Ένας από τους ενοίκους του πρώην προσφυγικού καμπ στο Κουτσόχερο είναι ο Δημοσθένης Μητρούσιας, όπου εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του σε παραδιπλανό κοντέινερ στην αρχή της εβδομάδας. «Ψάχνουμε να δούμε ποιοι είναι από τη Φαρκαδόνα να μιλήσουμε λίγο. Τι άλλο να κάνουμε; Καθόμαστε και δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Από την κακιά την ξέρα, καλό είναι και το χαλάζι», σχολίασε χαμογελώντας ο 83χρονος άνδρας. Οπως είπε, ο γιος τους τους έφερε πράγματα να μαγειρέψουν για να μην περιμένουν μέχρι αργά τη σίτιση του δήμου. Αναμένει τώρα και τα τραπεζάκια που του υποσχέθηκαν για να μην τρώει στο πόδι. Το ζευγάρι πήγε για λίγες ημέρες, με τη βοήθεια του παιδιού τους, στη Λάρισα όπου κατάφεραν να αγοράσουν μερικά ρούχα και παπούτσια αλλά και τα φάρμακά τους. «Εβλεπα να συμβαίνει στα άλλα κράτη και έλεγα θα έρθει και εδώ αλλά δεν θα προλάβει να το ζήσει η δική μου γενιά. Το ζήσαμε όμως», σχολίασε η σύζυγός του, Αγγελική. Αυτό που ανησυχεί τα δύο ζευγάρια είναι πως δεν έχουν λάβει ακόμα την αποζημίωση από το κράτος. «Ο έλεγχος ήρθε αλλά ακόμα δεν πήραμε λεφτά», δήλωσε η Ευγενία Πυρρώτη, αναρωτώμενη πώς θα μπορέσουν να ξαναφτιάξουν το σπίτι τους ώστε να είναι βιώσιμο αν δεν λάβουν οικονομική υποστήριξη. Ο κ. Μητρούσιας συμφώνησε: «Εδώ θα ξεχειμωνιάσουμε. Δεν έχουμε πάρει ακόμα δραχμή».
Οσο περνούν οι ημέρες, όλο και περισσότεροι κάτοικοι δηλώνουν πως θέλουν να μεταφερθούν στο Κουτσόχερο. Στη δομή, τα συνεργεία καθαριότητας είναι επί ποδός.
Εκτός από την απολύμανση και τις απεντομώσεις, θα γίνουν και κάποιες ανακαινίσεις, όπως στα πατώματα, αλλά και αλλαγές σε περίπτωση που κάτι είναι σπασμένο ή πολύ βρώμικο, όπως δήλωσε στην «Καθημερινή» της Κυριακής ο διοικητής της δομής, Απόστολος Παπαπαρίσης. «Εχουν γίνει ήδη παραγγελίες για τραπέζια, καρέκλες, κουρτίνες αλλά και ντουλάπες. Θα δοθούν ατομικές τηλεοράσεις και θα φέρουμε δύο τηλεοράσεις με μεγάλη οθόνη που θα τοποθετηθούν στην αίθουσα αναμονής». Απαντώντας στην κριτική για την αυστηρή είσοδο και έξοδο στη δομή, ο διοικητής διευκρίνισε πως από την πρώτη στιγμή οι άνθρωποι που μένουν στη δομή μπορούν να έρχονται και να φεύγουν ελεύθερα, οποιαδήποτε ώρα μέσα στην ημέρα. Στην είσοδο μόνο, διευκρίνισε, η φύλαξη ρωτάει το όνομά τους για να δει αν είναι στη λίστα. Αντίστοιχα, σημείωσε, μπορούν να τους επισκεφθούν στον χώρο συγγενείς και φίλοι. Οι νέες οικογένειες που έρχονται προσπαθούν να εξοικειωθούν με τον καινούργιο χώρο. Το προσωπικό ενημερώνει τους γονείς για τα ζητήματα μεταφοράς παιδιών στα σχολεία, ενώ τους δείχνει πού υπάρχει γυμναστήριο και αίθουσα υπολογιστών. Στις σημάνσεις έχουν μείνει ακόμα τα αραβικά γράμματα.
Μια γυναίκα κοιτάει γύρω της. Περνούσε συχνά από τη δομή πηγαίνοντας στη Λάρισα. Πάντα στεκόταν το βλέμμα της στους παρατεταγμένους οικίσκους. «Γύριζα το κεφάλι μου και έλεγα πώς ζει ο κόσμος εδώ. Και όμως ποτέ μη λες ποτέ. Εφτασε η ώρα να ζούμε εμείς εδώ. Από εκεί που δεν το περιμένεις».
kosmoslarissa.gr (από το ρεπορτάζ της Αλεξίας Καλαϊτζή στην Καθημερινή)