Η επικείµενη τηλεοπτική µεταφορά της «Μεγάλης χίµαιρας» επαναφέρει το βλέµµα στο κλασικό αυτό µυθιστόρηµα του Μ. Καραγάτση. Επειτα και από το προ ετών επιτυχηµένο θεατρικό ανέβασµα σε σκηνοθεσία ∆ηµήτρη Τάρλοου, εγγονού του Καραγάτση, η «Μεγάλη χίµαιρα» δείχνει αξιοσηµείωτη ανθεκτικότητα στον χρόνο (εκδόθηκε το 1953 αλλά διαδραµατίζεται στη δεκαετία του ’30), έχοντας πυκνούς χαρακτήρες γραµµένους µε αίµα και µε σάρκα, καθώς και όλο εκείνο το ψυχογραφικό υπόστρωµα που αφενός δείχνει την ικανότητα και το ενδιαφέρον του Καραγάτση να αφοµοιώνει επιρροές από την ψυχανάλυση του 20ού αιώνα και αφετέρου τη σύγχρονη δυναµική που µπορεί να προκαλεί το βιβλίο αυτό σε ζητήµατα φύλου, σεξουαλικού πάθους, ιεραρχίας, αυτοπραγµάτωσης και ενοχής.

Τα γυρίσµατα της νέας παραγωγής (Foss Productions και Boo Productions από ελληνικής πλευράς και Mompracem Films από ιταλικής), σε σενάριο Παναγιώτη Ιωσηφέλη και σκηνοθεσία Βαρδή Μαρινάκη, θα γίνουν σε φυσικούς χώρους στην Ελλάδα και στην Ιταλία, µε έµφαση στη Σύρο, όπου διαδραµατίζεται το µεγαλύτερο κοµµάτι της «Μεγάλης χίµαιρας», αλλά και στην Αθήνα, στην Τήνο, στη Μύκονο και στη ∆ήλο.

Ολη αυτή η γεωγραφία της «Μεγάλης χίµαιρας» στην οποία µας οδηγεί ο Καραγάτσης µάς δίνει την αφορµή να κατανοήσουµε ένα ανάγλυφο τόπων και τοπίων τα οποία συµπρωταγωνιστούν στην πλοκή και στο χτίσιµο των χαρακτήρων. Η Μαρίνα, η ηρωίδα, Γαλλίδα από τη Ρουάν της Νορµανδίας, βρίσκεται παντρεµένη µε τον Γιάννη, γόνο αστικής οικογένειας από τη Σύρο. Στο Πισκοπιό (Επισκοπιό), λοφώδες

αριστοκρατικό προάστιο της Ερµούπολης, ζει στο παλιό αρχοντικό («τριγυρισµένο από κήπο γεµάτο λουλούδια χειµωνικά») µε την πεθερά της. Ο σύζυγος ταξιδεύει ως πλοίαρχος, ιδιοκτήτης της «Χίµαιρας». Ο αδελφός του, Μηνάς, που σπουδάζει νοµικά στην Αθήνα (µένει στη ∆εξαµενή) και στη Γερµανία, ποθεί τη Μαρίνα, η οποία µέσα στη µοναξιά της ενδίδει στην επιθυµία της σάρκας.

Ο Καραγάτσης, καθώς επιχειρεί να ορίσει όλους τους ήρωές του µέσα από µια σωµατικότητα αλλά και µια ιδιότυπη πνευµατικότητα, τους παραδίδει ως σεξουαλικά υποκείµενα, ακτινογραφώντας την ελληνική γεωγραφία µε έντονο συµβολισµό.

Στην αποµόνωση του Πισκοπιού, µε τα παλιά αρχοντικά και τα ψηλά δέντρα, η Ερµούπολη είναι ένας τόπος όπου τα πάντα συµβαίνουν («Στη Σύρα τα πάθη του κορµιού είναι παντοδύναµα»). Οι κοινωνικές τάξεις (στον Αγιο Νικόλαο των πλουσίων γίνεται ο γάµος της Μαρίνας και η κηδεία της κόρης της), οι γεωγραφικές καταβολές (οι Κασιώτες που προέρχονται από την υπόδουλη Ελλάδα), οι µοναχικοί περίπατοι µε θέα τις Κυκλάδες (η Μαρίνα «βυθίζει το κορµί της στη χαδιάρικη χλιάδα του Αιγαίου»). Επισκέπτεται την Τήνο και τη Μύκονο (µε την εσπερινή ατµόσφαιρα «εξωπραγµατική και ονειρική»).

Ο συµβολισµός της θέας από ψηλά ως ψυχική αγωνία, ανάγκη και ενατένιση επαναλαµβάνεται και στην Αθήνα, όπου η Μαρίνα ανεβαίνει στην Ακρόπολη. Η Ελλάδα είναι η χώρα «της ψυχικής επαγγελίας της». Η ίδια βρίσκει συχνά καταφύγιο στους αρχαίους συγγραφείς (και στο διάβασµα, συµβολικά στη «Μαντάµ Μποβαρί» και στη «Μήδεια») αλλά και στην κλασική µουσική. Σµιλεύει κόγχες απόδρασης.

Στην Ακρόπολη, αγναντεύει το τοπίο (όπως κάνει και στη Σύρο). Είχε προσεγγίσει την Αττική µε το πλοίο, γεµάτη αγωνία για το συναπάντηµα µε την Αθήνα. Αναφέρονται η Συγγρού, η Αµαλίας, το Ζάππειο, το δωµάτιο του Μηνά στη ∆εξαµενή (µε έργα του Λύτρα, του Παρθένη, του Οικονόµου στους τοίχους). Ο Μηνάς κατηφορίζει στην Ασκληπιού, στο σπίτι του Παλαµά, για την καθιερωµένη επίσκεψη κάθε Τρίτη «στον Γέρο».

Η εµπειρία στην Ακρόπολη για τη Μαρίνα είναι µυσταγωγική. Κοιτάει τον ορίζοντα «πέρα από τον αστερισµό της φωτισµένης πολιτείας». Με τον Μηνά πηγαίνουν βόλτα στην Πάρνηθα, τρώνε στη Βαρυµπόµπη, «κάτω από τα πεύκα και τ’ αστέρια», φθάνουν έως το διάσελο του Τατοΐου.

Ο συµβολισµός ακόµη και της οικονοµικής κρίσης του ’30 υπογραµµίζεται από το ναυάγιο της «Χίµαιρας», τη µοναξιά στο Πισκοπιό. Μια Γαλλίδα στην ερηµιά της Σύρας (η πολιτεία «της φωτεινής χαράς» είχε µεταβληθεί σε πολιτεία «σιωπηλή και θλιβερή»). Ο θάνατος της κόρης της, µε τις συµβολικές τελετουργίες της κηδείας και της ταφής, οδηγούν στο τυπικό της αρχαίας τραγωδίας.

Νίκος Βατόπουλος Καθημερινή