Το Σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Δοξαρά συνέβη, σαν σήμερα, το απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου 1972 στη σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα στους σταθμούς Ορφανών Καρδίτσας και Δοξαρά Λάρισας όπου συγκρούστηκαν η αμαξοστοιχία «Ακρόπολις Εξπρές», που εκτελούσε το δρομολόγιο Μόναχο –Αθήνα και μια αμαξοστοιχία (που έκανε πολλές στάσεις και ήταν γνωστή ως «πόστα» γιατί μετέφερε και το ταχυδρομείο), η οποία κατευθυνόταν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
Από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν 19 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 44. Πρόκειται για ένα από τα πιο πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα που έχουν συμβεί στην Ελλάδα.
Λίγα χρόνια αργότερα, στη Θεσσαλία, από τη μετωπική σύγκρουση δύο τρένων, μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών του Δοξαρά (Λάρισας) και των Ορφανών (Καρδίτσας), 21 (ή 19 σύμφωνα με άλλες πηγές) άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν.
Το ένα τρένο είχε ξεκινήσει στις 13.30 από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό την Αθήνα, ενώ το άλλο, στις 9:30 από τον Πειραιά με προορισμό τη συμπρωτεύουσα.
Δύο Πειραιώτες μηχανοδηγοί, οι Πολίτης και Σταματίου παρέλαβαν τη ντιζελάμαξα ALCO.A323 και κατευθύνθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Εκεί, η Α323, μπαίνει επικεφαλής του τρένου που πριν λίγο είχε φτάσει με μικρή καθυστέρηση από το Μόναχο. Τελικός προορισμός για την υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας «Ακρόπολις Εξπρές», ήταν η Αθήνα. Στις 13.30, το «Ακρόπολις», ξεκίνησε από τη συμπρωτεύουσα. Με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, το «Ακρόπολις» έφτασε στη Λάρισα, όπου έκανε μία σύντομη στάση και συνέχισε την πορεία του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου, δίνει εντολή αναχώρησης στην αμαξοστοιχία 121, Πειραιά-Θεσσαλονίκης, γνωστότερη σαν «πόστα».
Επρόκειτο για ένα τρένο που έκανε στάση σε όλους τους σταθμούς. Πίσω από την ντιζελομηχανή της, βρισκόταν ένα βαγόνι-ταχυδρομείο ιταλικής κατασκευής, δύο επίκουρες κλειστές φορτάμαξες και δύο επιβατάμαξες. Στη μία από αυτές, επέβαιναν 30 στρατιώτες του Πυροβολικού, που από τη Θήβα πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας.
Η διασταύρωση των δύο τρένων, προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό των Ορφανών, είτε στον σταθμό του Δοξαρά. Οι δύο σταθμάρχες, Νικόλαος Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφωνούσαν μεταξύ τους, καθώς ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στον σταθμό του άλλου. Τη διαφωνία τους κλήθηκε να επιλύσει ο ρυθμιστής κίνησης των τρένων Γεώργιος Χαλιώτης, από την Αθήνα.
Οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ, δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας. Το «Ακρόπολις», πέρασε κανονικά από τον Δοξαρά, χωρίς να σταματήσει, καθώς είχε προτεραιότητα, ενώ και ο Γκέκας έδωσε εντολή να ξεκινήσει η «πόστα» από τα Ορφανά!
Τα δύο τρένα πλέον, μόνο με ένα θαύμα δεν θα συγκρούονταν. Στο μεταξύ, ο βοηθός μηχανοδηγός τις 121 Σακελλαρίου, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον προϊστάμενο της «πόστας», ότι υπήρχε πρόβλημα θέρμανσης, άφησε τη θέση του και πήγε στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι, ο μηχανοδηγός Σύρμας, που καθόταν δεξιά, δεν είχε ορατότητα προς τα αριστερά, απ' όπου ερχόταν η υπερταχεία.
Έχει γραφτεί, ότι οι μηχανοδηγοί της Α323, άκουγαν στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση του αγώνα ποδοσφαίρου Πανιώνιου-Ολυμπιακού, που διεξαγόταν εκείνη τη μέρα (και όχι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού όπως αναγράφεται σε κάποια σάιτ, υπάρχει και σχετικό βίντεο στο διαδίκτυο με το γκολ του Υβ Τριαντάφυλλου που έδωσε τη νίκη στον Ολυμπιακό…) και πιθανότατα ήταν απορροφημένοι.
Ένας βοσκός, από ένα γειτονικό ύψωμα βλέποντας τα δύο τρένα να πλησιάζουν το ένα το άλλο, έβγαλε την κάπα του και έκανε νόημα στους μηχανοδηγούς του «Ακρόπολις». Αυτοί νόμισαν ότι τους χαιρετάει και ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό! Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «Ακρόπολις», με ταχύτητα 100 km/h, και η Α121 συγκρούστηκαν μετωπικά. Η ντιζελομηχανή του «Ακρόπολις» συνέθλιψε τη μηχανή της «πόστας», ενώ και τα τρία πρώτα βαγόνια της, έγιναν συντρίμμια. Στον παγωμένο θεσσαλικό κάμπο,μέσα στο χιονόνερο,21 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν.Η νέα σιδηροδρομική τραγωδία,συγκλόνισε ολόκληρη τη χώρα.
Ως υπαίτιοι του δυστυχήματος, οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη ,οι δύο σταθμάρχες και ο Χαλιώτης, κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονίες εξ αμελείας και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών.
Η δίκη σε πρώτο βαθμό, έγινε τον Νοέμβριο του 1972 και οι τρεις καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από 3 έως 5 έτη χωρίς αναστολή.
Στο Εφετείο, τον Ιανουάριο του 1973, ο Γκίκας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και οδηγήθηκε στη φυλακή, ενώ οι άλλοι δύο αθωώθηκαν. Θορυβημένη η κυβέρνηση της χούντας από το δεύτερο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, μετά το Δερβένι, ανακοίνωσε δια του αντιπροέδρου της Στυλιανού Παττακού, τον εξοπλισμό των τρένων με ραδιοτηλέφωνα.
newshub.gr / protothema.gr/ wikipedia.gr