Μια σταγόνα και μια σταγόνα
δεν κάνουν δυο σταγόνες
αλλά μια μεγάλη σταγόνα
από τη ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ του Ταρκόφσκι

Όντας ένας άνθρωπος ήρεμος, τρυφερός και ευαίσθητος, ο Λαρισαίος γλύπτης Φιλόλαος Τλούπας (γενν.1923) – αδελφός του καταξιωμένου φωτογράφου Τάκη Τλούπα – είχε κάνει σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και κατόπιν στο Παρίσι.

Σε αυτό που διακρίθηκε, ως επί το πλείστον, ήταν η γλυπτική διαμόρφωση δημόσιων χώρων, χώρους δηλαδή που χρησιμοποιούνται για αναψυχή, περίπατο, ανάπαυση, κτλ. : πρόκειται για έργα μεγάλων διαστάσεων , άρα με χαρακτήρα μνημειακό, τα οποία μέσω της πρωτότυπης αισθητικής τους παρουσιάζουν μια συμβολική δυναμική της κίνησης. Είναι έργα εμφανώς επηρεασμένα από τον κονστροκτουβισμό, μια και αφορούν συναρμολογήσεις διαφόρων υλικών ( π.χ. ατσάλι με σκυρόδεμα) σε αφηρημένους συσχετισμούς. Διάσημες π.χ. είναι οι υδατοδεξαμενές, ύψους 57 μέτρων, οι οποίες το 1981 κέρδισαν στη Γαλλία το Α΄ βραβείο σε διαγωνισμό γλυπτικής ανοιχτού χώρου. Επιπλέον, δημιούργησε προτομές και ανθρωποκεντρικά γλυπτά, στα οποία διατηρεί μια λιτή γραμμή, δίχως να αποδίδει λεπτομερειακά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Έτσι, κάποτε στη Γαλλία, με βάση μια φωτογραφία, είχε φιλοτεχνήσει το άγαλμα του αναβιωτή των σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων, του Πιερ Ντε Κουπερτέν ˙ μάλιστα, η πολιτεία δεν απάντησε ποτέ στο αίτημα της οικογένειας του γλύπτη για να μεταφερθεί το άγαλμα στην Αθήνα για τους ολυμπιακούς του 2004.

Ο ίδιος αγαπούσε τα πράγματα που δεν τα δίνει εύκολα κανείς σημασία, γι’ αυτό και δημιουργούσε διακοσμητικά αντικείμενα καθώς και κοσμήματα για θεατρικά έργα. Ύστερα από ενασχόληση με την αγγειοπλαστική, κατασκεύασε σουρεαλιστικά ζώα από τερακότα (ψημένο πηλό) , των οποίων η φανταστική μορφή φανερώνει την παιδικότητα με την οποία αντιλαμβανόταν τον κόσμο. Έφτασε μέχρι το σημείο να διαμορφώνει τον προσωπικό του χώρο, κατασκευάζοντας έπιπλα και ένα σπίτι-γλυπτό στην γαλλική επαρχία όπου ζούσε ˙ θα πει εμφατικά : “Το σπίτι μου είναι το καλύτερο μου πορτρέτο”.

Καθετί που δημιουργήθηκε από τον Φιλόλαο δεν αντανακλά ξερά κάτι πραγματικό, τουναντίον, σκορπάει λάμψη σαν φάρος μέσα στη νύχτα, αποκαλύπτοντας έναν ερεθισμό πνευματικό, μια εκκόλαψη σε μη-αντικειμενική κατάσταση. Έχοντας συνειδητοποιήσει την ανάγκη να ανανεωθεί ο ρόλος της γλυπτικής ούτως ώστε να μπορέσει να συναντηθεί με την αρχιτεκτονική, ο Φιλόλαος θέλησε να συνδέσει τα γλυπτά του με το περιβάλλον προκειμένου να αναδείξει μια σχέση διαλόγου ανάμεσα στη φύση και την τέχνη. Ως εκ τούτου, ενώ γνωρίζει πώς να συμφιλιωθεί με την εντοπιότητα που του αναλογεί, πασχίζει να δημιουργήσει πέρα από τις παγίδες της αναγνωρίσιμης πραγματικότητας. Και τι κάνει ; Μέσω στατικής απεικόνισης συλλαμβάνει την κίνηση, ενόσω η φαντασία του πάλλεται, αντηχεί συνεχώς καθώς σφυρηλατεί νέες μορφές με στόχο την αυτονομία τους. Ο γλύπτης μας είναι σαν να πηγαίνει μέχρι τον κενό πυρήνα όπου το είναι οδηγείται στο όριο του και όπου το όριο καθορίζει το είναι. Μόνο που κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα πράγματα φαίνεται να αποκτούν μια άλλη διάσταση ικανή να φωτίζει μια διαφορετική ομορφιά.
Το 2010 ο Φιλόλαος άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι ˙ έκτοτε, όπως λέει και ο Μάλεβιτς ( στα Γραπτά του), απαιτούμε πάντοτε από την τέχνη να είναι κατανοητή μα δεν προσπαθούμε ποτέ να προσαρμόσουμε το πνεύμα μας στην κατανόησή της.

Ζιώγας Απόστολος
(βιολόγος)