Η συγγραφέας Ματίνα Αποστόλου («Σωματίδια», εκδ. Ποταμός) καταγράφει μια ζωή μέσα από έξι στιγμές πλάι στη θάλασσα.
Βγάζω πάντα το ρολόι στην παραλία, δεν μου αρέσει το άσπρο σημάδι που μένει στον καρπό όταν μαυρίζω. Καταχωνιάζω τον χρόνο κάπου μέσα στο νεσεσέρ με τα αντηλιακά, παραδίδω τον λευκό καρπό στον ήλιο και ρωτώ κάθε τόσο τι ώρα είναι, όχι γιατί με νοιάζει, αλλά για να σιγουρευτώ πως ο χρόνος κυλάει όπως πρέπει.
Γύρω στις 8 ήμουν μωρό στην αγκαλιά της μάνας μου, ήρθαμε νωρίς στην παραλία γιατί τους ξενύχτησα πάλι. Δεν ήθελαν να βλέπει ο ήλιος το τρυφερό μου δέρμα και η μητέρα μου, που έκρυβε το λευκό της κορμί σε ένα ξεχειλωμένο ολόσωμο μαγιό -το φορούσε και πέρυσι όταν ήμουν στην κοιλιά της-, με πάστωσε αντηλιακό. Μετέφεραν τις δυσκολίες τους στην άμμο κι αισθανόταν ριγμένη. Ο πατέρας μου κάπνιζε κοιτάζοντας τη θάλασσα και τα πάντα γύρω από αυτή. Εκτός από εμάς. Ανυπομονούσε να μεγαλώσω μήπως κοιμηθεί λίγο περισσότερο. Θέμα χρόνου ήταν.
Κατά τις 10 έτρεξα στην άμμο σέρνοντας πίσω μου μια τεράστια τσάντα με πλαστικά παιχνίδια, η μητέρα μου έβαλε λάδι στα μαυρισμένα της πόδια και γέλασε με κάτι που της είπε ο πατέρας για τον Τ. Ξάπλωσε ευχαριστημένος στην ξαπλώστρα, έκλεισε τα μάτια κι άπλωσε το χέρι πάνω στο μπούτι της μαμάς, αυτοί είχαν τα πάντα σε μια σειρά. Ο φίλος τους ο Τ. είχε γκόμενα και κάθε Αύγουστο με το που έπαιρνε την άδεια και χαλάρωνε, τα έβαζε κάτω και αποφάσιζε ότι θα χώριζε τη Σ., αλλά τον Σεπτέμβρη το μετάνιωνε και καθόταν στ’ αυγά του. Η Σ. κατηγορούσε τον Αύγουστο.
Κατέβηκα με το ζόρι στην παραλία περασμένες 12, κανονικά θα κοιμόμουν τέτοια ώρα, όμως κανονίσαμε το προηγούμενο βράδυ με εκείνον τον επί πτυχίω του Χημικού Πατρών που δεν θυμόμουν το όνομά του, όμως το φιλί του είχε γεύση ακτινίδιο. Οι φωνές των μωρών μού τρυπούσαν το κεφάλι και υπολόγισα πόσα προφυλακτικά είχαν μείνει στην τσάντα απ’ όταν ο Β. μού είπε να το πάμε λίγο πιο χαλαρά, γιατί καλοκαίρι ερχόταν κι ήθελε να πάει διακοπές με τους φίλους του. Η Ε. κοίταζε κάθε τόσο το κινητό της μήπως της έστειλε ο Κ. που έμεινε στην Αθήνα επειδή δούλευε. Η Δ. γύρισε μπρούμυτα, έλυσε το πάνω μέρος του μαγιό και αγριοκοίταξε το μεσήλικα -υπερήλικας στα μάτια της- που τη χάζευε καπνίζοντας.
Στις 2 διαβάζαμε τα βιβλία μας στον ίσκιο απ’ τα αλμυρίκια και τα πόδια μας συμμετείχαν σε ένα παιχνίδι που καταλαβαίναμε μόνο οι δυο μας. Ενώνονταν μέχρι να σχηματιστεί υγρή υποψία αλμυρού ιδρώτα, απομακρύνονταν, στέγνωναν κι ενώνονταν ξανά. Το κορμί μου ντοπαρισμένο με σίδηρο και φυλλικό, ο γιατρός σύστησε ηρεμία και χαλάρωση για γρήγορα αποτελέσματα. Αν ήμασταν οι Μπέκαμ, ο γιος μας θα λεγόταν Δρυμώνας, μα δεν είμαστε, κι ίσως καλύτερα. Είδαμε ζευγάρια εκνευρισμένα γιατί κάποιος απ’ τους δυο ξέχασε κάτι πάρα πολύ σημαντικό στο δωμάτιο, είχε μόνο αυτή τη δουλειά να κάνει κι όμως δεν την έκανε. Εφυγαν από το ενοικιαζόμενο των 50 ευρώ με τόσες προσδοκίες, με μία μόνο βδομάδα μπροστά τους για να περάσουν αξέχαστα, κι ο χρόνος κυλούσε νεράκι.
Συμφωνήσαμε εμείς να μη γίνουμε ποτέ έτσι.
Η ώρα είναι 4 κι είστε ενοχλημένοι μαζί μου. Είπα πως πήρα το βιβλίο σου από το δωμάτιο, αλλά το ξέχασα κι ο παρ’ ολίγον Δρυμώνας, σχεδόν έφηβος πια, θα προτιμούσε να μείνει στην Αθήνα και να παίζει με τους φίλους του. Σου γυρίζω την πλάτη και μιλώ με τις φίλες μου. Οι σύντροφοί μας γίνονται ανυπόφοροι, το παραδεχόμαστε και το παίρνουμε πίσω. Αστειευόμαστε για το φοιτητή με τις μεγάλες πλάτες που περνά μπροστά μας και για λίγο προσπαθούμε να θυμηθούμε πότε ήταν που φλερτάραμε μαζί του και σε πόση ώρα οι γιοι μας θα είναι συνομήλικοί του. Δεν έχουμε εικόνα του κορμιού μας, εμφανιζόμαστε ημίγυμνες μπροστά σε όλο τον κόσμο και θέλουμε ο κόσμος να μας φλερτάρει για να τον απορρίψουμε, αναζητούμε επιβεβαίωση για να δείξουμε την ηθική μας ανωτερότητα, δεν το παραδεχόμαστε καν. Η Κ. λέει πως τον Αύγουστο αναθερμαίνονται τα πράγματα με τον Γ., φταίει το αλάτι, η ζέστη, ποιος ξέρει, εμένα η ζέστη με ενοχλεί, ο ιδρώτας με διαολίζει, το αλάτι μού φέρνει φαγούρα. Η Σ. δεν μπορεί να συνηθίσει τόσες ώρες με τον Π. Στην Αθήνα βρίσκονται μόνο για ύπνο, τρελό είναι τώρα που το σκέφτεται. Συμφωνούμε κουνώντας τα κεφάλια μας.
Χαζεύεις στο κινητό σου και μ’ έχεις ήδη συγχωρέσει.
Ο μικρός, όχι ακόμα.
Κατά τις 6 βλέπω τους γονείς μου με τις πετσέτες και τα καρεκλάκια τους. Συνταξιούχοι, ξέγνοιαστοι επιτέλους από τις λαχτάρες που τους φέρναμε, μεταφέρουν την ηρεμία τους στην άμμο. Γνωρίζονται καλά πια, ξέρουν πού θα τοποθετηθεί το καθετί, δεν χρειάζονται κουβέντες. Ο ήλιος δεν καίει όπως πριν, ο πατέρας μου έκοψε το τσιγάρο κι άρχισε το κολύμπι, κολυμπούν μαζί γιατί αυτό έχουν συμφωνήσει, τους βλέπω να ξεμακραίνουν, τους καμαρώνω και μου λείπουν ήδη.
Σε ρωτάω αν θα έρθεις να καθίσεις δίπλα μου να δούμε αγκαλιά τη δύση. Μου λες ναι, φοράω το ρολόι κι αφήνουμε τον χρόνο να μας κατακλύσει.
Αντέξαμε κι αυτό το καλοκαίρι.