Γράφει ο Κώστας Λ. Χρήστος
Φιλόλογος
«..Ομνύομεν ότι δεν θέλομεν ρίψει τα όπλα….
ει μη αφού αποδιώξομεν τους τυράννους μας...»
(όρκος επαναστατών)
Η επανάσταση για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό στις περιοχές Ραδοβιζίου Άρτας κι Αργιθέας Καρδίτσας ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα τον Ιανουάριο του 1854. Ήταν ένας σκληρός και μακρόχρονος αγώνας, ένθεν κακείθεν της κοιλάδας του Αχελώου, ο οποίος χώριζε αλλά και χωρίζει και σήμερα συνοριακά τις δυο αυτές υπόδουλες εκείνη την εποχή περιοχές.
Οι επικρατούσες τότε πολιτικές και πολεμικές συνθήκες στην ελεύθερη Ελλάδα κι έξω αυτής, καθώς και το δύσβατο αυτών των περιοχών, επέβαλλαν κι επέτρεπαν τη συνεργασία των επαναστατημένων για την καλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα της επανάστασής τους.
Κι εκείνα τα επαναστατικά κινήματα ξεκίνησαν με την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853 - 1856),του γνωστού ως Κριμαϊκού πολέμου, ο οποίος έδωσε θάρρος κι έθρεψε πολλές ελπίδες τότε στους κατοίκους των υπόδουλων ακόμα ελληνικών περιοχών που πίστεψαν ότι η ομόδοξη και προστάτιδα των ορθοδόξων Ρωσία θα κέρδιζε τον πόλεμο επ΄ωφελεία κι αυτών των ίδιων.
Σημειωτέον ότι το Ραδοβίζι, με την πλειάδα των διάσπαρτων χωριών που το απαρτίζουν, είναι ορεινή και ημιορεινή περιοχή, συνορεύουσα βόρεια με τα Τζουμέρκα, δυτικά με την πόλη της Άρτας, νότια με την περιοχή του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας και ανατολικά με την Καρδίτσα και την περιοχή αυτής, την Αργιθέα.
Η τελευταία κειμένη δυτικά των Αγράφων γειτονεύει με το Ραδοβίζι και η επικοινωνία ανάμεσα σ΄αυτές τις όμορες περιοχές γινόταν τότε κυρίως μέσω της ιστορικής και κατεστραμμένης σήμερα γέφυρας του Κοράκου. Ήταν και είναι μια δυσπρόσιτη περιοχή με απόκρημνα βουνά, με πολλές, μεγάλες και μικρές χαράδρες που ευνοούσαν ανέκαθεν τον κλεφτοπόλεμο.
Τόσο το Ραδοβίζι, όσο και η Αργιθέα με τον καθορισμό των ελληνικών συνόρων το 1832 από τον Καποδίστρια και τις Μεγάλες Δυνάμεις εφάπτοντο της βόρειας οριογραμμής του τότε ελληνικού κράτους, δηλαδή Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου. Και οι σκλαβωμένοι κάτοικοι των περιοχών αυτών υπέφεραν τα πάνδεινα ενώ η διαβίωσή τους έβαινε διαρκώς επί τα χείρω.
Και τούτο διότι οι Οθωμανοί είχαν γίνει πιο σκληροί προς αυτούς φορτώνοντάς τους με επιπλέον βαρύτατες φορολογίες, επειδή έβλεπαν ότι συνεχώς συρρικνωνόταν η αυτοκρατορία τους αλλά κι επειδή έχαναν εργατικά χέρια και φόρους, καθώς πολλοί υπόδουλοι ήθελαν να αποφύγουν τη σκλαβιά και να περάσουν στην κοντινή τους ελεύθερη τότε Ελλάδα.
Γι αυτό ενίσχυσαν τις φρουρές τους στη συνοριακή γραμμή και προέβαιναν σε μαστιγώσεις και βίαιο θάνατο σε όσους επιχειρούσαν να την παραβιάσουν. Συνάμα η ζωή των Ραδοβιζινών κι Αργιθεατών γινόταν όλο και πιο οικτρή διότι λησταντάρτικα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα έμπαιναν σ΄αυτές τις περιοχές και τις λυμαίνονταν με αρπαγές περιουσιών και γυναικοπαίδων, απαγχονισμούς κλπ.
Επιπλέον Τουρκαλβανικές ανεξέλεγκτες ομάδες έπαιζαν κι αυτές τον αναρχικό τους ρόλο τρομοκρατώντας και λεηλατώντας τους κατοίκους.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις οδυνηρές για τους υπόδουλους συνθήκες η έκρηξη της επανάστασης ήταν θέμα χρόνου. Κι αυτός ο επαναστατικός πυρετός άρχισε να διαφαίνεται από το 1853 με αψιμαχίες, ανοργάνωτες όμως, σε κατά τόπους χωριά ανάμεσα στους Ραδοβιζινούς και τους Οθωμανούς.
Η αφορμή δόθηκε από τις δολοφονίες των δυο αρματολών και προκρίτων του Ραδοβιζίου, Γιάννη Ψαρογιάννη από το γενικό δερβέναγα της Άρτας τότε Φράσσαρη και του Κ. Σκαλτσογιάννη από τον Ιμπραήμ Καστρινό.(Οκτωβριος 1853).
Οι δολοφονίες αυτές, καθώς ακόμα και η σύγκρουση του Δημ. Σκαλτσογιάννη με τουρκαλβανικό στράτευμα, επιδείνωσαν επικίνδυνα την κατάσταση στο Ραδοβίζι και το άναμμα της επαναστατικής φλόγας στη Ραδοβίζινή περιοχή για πολεμική δράση πλησίαζε .
Μπροστάρηδες σ΄αυτή την επαναστατική προετοιμασία ήταν ο Γιώργος και Κώστας Αγγέλης, ο Κουτρούμπας, ο Γραδούλας,ο Βλαχοδήμος, ο Δημ. Σκαλτσογιάννης, Γιώργ. Κατσικογιάννης, Δημ. Τσιγαρίδας,ο Σωτήρης και Ιωάν. Κοσσυβάκης, οι Ανδρέου, οι Κοτσιλαίοι και αρκετοί άλλοι.
Ο επαναστατικός αναβρασμός άρχισε να παρατηρείται στα χωριά Σκουληκαριά, Δημαριό, Διάσελο, αλλά δεν υπήρχε κεντρική καθοδήγηση, καθότι δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα η επαναστατική προκήρυξη για το γενικό ξεσηκωμό των κατοίκων. Κι αυτή υπογράφτηκε και δημοσιεύτηκε στις 15 Ιανουαρίου 1854 στο μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Μεγαλόχαρη Ραδοβιζίου, που λεγόταν τότε Μπότση.
Συγκεκριμένα : Στις 15 Ιανουαρίου του 1854 συγκεντρώθηκαν σ΄αυτό το μοναστήρι της Μεγαλόχαρης γύρω στους 450 άνδρες οπλισμένοι κι αφού ορκίστηκαν στο ιερό Ευαγγέλιο το «Ελευθερία ή θάνατος» υπέγραψαν τον παρακάτω όρκο τους- προκήρυξη που αναφέρω αποσπασματικά: «Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι Ραδοβιζίου της επαρχίας΄Αρτης, βεβαρυμένοι από τας καταπιέσεις και τους υπερόγκους φόρους , προς δε και τας ατιμώσεις των παρθένων μας από αγρίους και ανεπιδέκτους διορθώσεως κατακτητάς Οσμανλίδας, επαναλαμβάνομεν τον κοινόν αγώνα του 1821 ομνύοντες εις το όνομα του Υψίστου και της Ιεράς ημών Πατρίδος, ότι δεν θέλομεν ρίψει τα όπλα εν ουδεμιά περιπτώσει και περιστάσει, εάν δεν ανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας …. Σπεύσατε λοιπόν αδελφοί εις τον κοινόν αγώνα, αποτινάξατε τον επαχθή ζυγόν της τυραννίας και κηρύξατε με ημάς ενώπιον του Θεού και όλου του κόσμου ότι μαχόμεθα υπέρ Πατρίδος και ότι ο Θεός είναι προστάτης των Χριστιανών.»
Την υπέγραψαν οι Πρόκριτοι του Ραδοβιζίου : Ιωάννης Κοσσυβάκης-Δημήτριος Κόκκας-Κώστας Κοσμάς-Βασίλειος Νάκος-Ντούλας Βάσος-Κολιός Μαυρομμάτης-Κώστας Πάνου Στούμπος-Δημήτριος Σκαλτσογιάννης-Γεώργιος Κατσικογιάννης-Κώστας Ντερέκος-Καραγιάννης Κοτζίλας-Κων/νος Τσιγαρίδας».
Η επανάσταση πλέον στο Ραδοβίζι είχε αρχίσει. Δέκα μέρες αργότερα , στις 25 Ιανουαρίου 1854, οι Θεσσαλοί Αργιθεάτες απέναντι του Αχελώου και στο χωριό Βραγκιανά ξεκίνησαν κι αυτοί την επανάσταση από το μοναστήρι της «Παναγίας Επισκοπής» ορκιζόμενοι κι αυτοί τον ίδιο σχεδόν όρκο : «Ορκίζομαι εις το ιερόν ευαγγέλιον, εις την Αγίαν Τριάδαν και τον Εσταυρωμένον, ότι λαμβάνων εις χείρας τα όπλα δεν θέλω καταθέσει αυτά ει μη αφού αποδιώξω τους τυράννους μου Οσμανλήδες από την γήν των πατέρων μου, αποκαθιστών ελευθέραν την πατρίδαν μου.
Ορκίζομαι προσέτι εις τον Ύψιστον ότι θέλω υπερασπίζεσθαι την σημαίαν και τους συντρόφους μου, χύνων αν χρεία το καλέσει και την τελευταίαν σταλαματιάν του αίματός μου υπέρ αυτών». Μπροστάρηδες σ΄αυτόν τον θεσσαλικό ξεσηκωμό μπήκαν Θεσσαλοί οπλαρχηγοί: μεταξύ αυτών ο Γωργ. και Αθαν. Αλεξανδρής, Γεώργ. Καραούλης, ο Γιαννούλης Οικονόμου, ο Γεώργιος Καναβός, καθώς κι άλλοι Πρόκριτοι των χωριών που ξεσήκωσαν κι οργάνωσαν τους κατοίκους για την επανάστασή τους. Το αρχηγείο της επανάστασής τους το είχαν στο χωριό Πετρίλο.
Στο επαναστατικό κίνημα του 1854 στην περιοχή του Ραδοβιζίου δόθηκαν νικηφόρες μάχες αρχικά από τους Ραδοβιζινούς επαναστάτες στα χωριά και τοποθεσίες: Αστροχώρι, μοναστήρι Ροβέλιστας, Σέση Άνω Καλεντίνης, Ρεκίστιανα, Δημαριό, Μεγάρχη. Οι Τούρκοι όμως κατέβασαν πολύ οργανωμένο στρατό από τα Γιάννενα στην Άρτα και ετοιμάζονταν για γενική επίθεση στα χωριά του Ραδοβιζίου. Οι επαναστάτες έδωσαν λυσσώδεις μάχες στο Πέτα που ήταν το πέρασμα για να τους φράξουν το δρόμο προς το Ραδοβιζι.
Οι 6.000 Τούρκοι όμως ήταν υπέρτεροι στον αριθμό κι οργάνωση, μπροστά στους 600 Ραδοβιζινούς κι άλλους εθελοντές μαχητές που συνέδραμαν τον αγώνα τους. Οι Τούρκοι πέρασαν προς τα χωριά του Ραδοβιζίου, προέβησαν σε εμπρησμούς ναών και οικιών, λεηλασίες και σφαγές κατοίκων, όσοι δεν πρόλαβαν να κρυφτούν στα δάση και στις λαγκαδιές.
Οι ίδιες καταστροφές συνέβησαν κι απέναντι στην Αργιθέα, στην οποία οι επαναστάτες είχαν αποσυρθεί προς στιγμή για να ανασυνταχθούν αργότερα. Κι αναφέρω εδώ ότι το επίσημο ελληνικό κράτος τότε δε συμμετείχε ενεργά σ΄αυτά τα επαναστατικά κινήματα, καθότι ήταν δεσμευμένο απέναντι στις Μ. Δ. ότι δεν θα υπέθαλπε και δεν θα συμπαραστεκόταν σε επαναστάτες ένδον κι έξω των τότε ορίων του, διότι οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρές και θα επιβάλλονταν σκληρότατες κυρώσεις από αυτές . Έτσι εκείνοι οι επαναστάτες και κάτοικοι, ένθεν κακείθεν του Αχελώου σ΄αυτές τις περιοχές, σήκωναν μόνοι τους τα σταυρό του μαρτυρίου τους.
Το 1866 εκδηλώνεται ένα μικρότερο σε διάρκεια επαναστατικό κίνημα στις παραπάνω περιοχές. Ραδοβιζινοί και Αργιθεάτες συνεννοήθηκαν να συμπαρασύρουν από κοινού τους Τούρκους προς τη γέφυρα του Κοράκου, όπου τη φύλαγαν επαναστάτες των δυο πλευρών. Ο οξύνους Ι. Κοντονίκας, υποχώρησε με το στρατό του σκοπίμως από τις Πηγές, όπου τους επιτέθηκαν οι Τουρκοι, προς τη γέφυρα στην οποία ακροβολισμένοι Θεσσαλοί και Ραδοβιζινοί μαχητές εκατέρωθεν αυτής τους επιτέθηκαν με σφοδρότητα καθώς προσπαθούσαν να την περάσουν.
Οι Τούρκοι είχαν πολλές απώλειες στη γέφυρα , ενώ ο επικεφαλής τους Χατζή Εμίν Μπέης τραυματίστηκε, ενώ από την πλευρά της Αργιθέας μεριά ο Χαλήλ πασάς δεν ανέλαβε δράση φοβηθείς εκείνα τα άγρια και κακοντράχαλα βουνά γυρίζοντας πίσω προς την Θεσσαλία.. Παράλληλα οι Τούρκοι διαμαρτυρήθηκαν στις Μ. Δ. ότι η ελέυθερη Ελλάδα υποκινεί τους επαναστάτες.
Τότε αυτές διέταξαν τον Γάλλο Πρόξενο της Ηπείρου, Σαμπουαζώ, να μεταβεί στην επαναστατημένη περιοχή και να διερευνήσει τα καταγγελθέντα. Μεταβαίνοντας αυτός στη γέφυρα του Κοράκου συνάντησε τους επικεφαλής των επαναστατών Ραδοβιζίου – Θεσσαλίαςτους προέτρεψε να σταματήσουν τις εχθροπαραξίες με τους Τουρκους.
Τότε ο οπλαρχηγος του Ραδοβιζίου Σωτ. Κοσσυβάκης του απαντησε: «ημείς βαρυνθέντες τα πολλά βάσανα, τα οποία επί τοσούτον υποφέρομεν, απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν , ως δια της προκηρύξεώς μας εγνωστοποιήσαμεν και εις τα Δυνάμεις ότι είμεθα όλοι ραγιάδες του Ραδοβιζίου και του εκείθεν ποταμού Ραδοβιζίου κι ότι διατηρούμεθα από συνδρομάς των ομογενών μας και των φιλελλήνων….και απεφασίσαμεν να αποθάνωμεν παρά να καταθέσωμεν τα όπλα στους τυράννους μας ως μας συμβουλεύετε….».
Και συμπλήρωσε ο Γ. Καραουλης: «είμεθα δούλοι Έλληνες που ζητούμε την ελευθερία μας, εκλαμπρότατε…» Ύστερα ο Σαμπουαζώ αποχώρησε προς τα Γιάννενα κάνοντας αυστηρές συστάσεις σε Έλληνες και Τούρκους .
Το τελευταίο επαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκε το 1878. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ξεσηκώνονται και πάλι, ενώ είχε ξεκινήσει από το 1877 ο β΄ Ρωσοτουρκικός πόλεμος με τις πολεμικές επιχειρήσεις να επικεντρώνονται στο χώρο των Βαλκανίων. Με την ελπίδα και πάλι ότι η Ρωσία θα κέρδιζε αυτή τη φορά τον πόλεμο και θα ήταν με το μέρος τους επιδόθηκαν και πάλι σε πολεμικές επιχειρήσεις .
Στο μεν Ραδοβίζι δόθηκαν μάχες εναντίον των Τούρκων στην Υψηλή Παναγιά , έξω από το Δημαριό, και στο Κλείτσοβο. Συλλαμβάνεται όμως ο οπλαρχηγός Σωτήρης Κοσσυβάκης , η επανάσταση ατονεί και στον Ξηρόκαμπο Βελεντζικού στις 28 Μαρτίου 1878 η τότε Προσωρινή Κυβέρνηση του Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων, με Πρόεδρο τον Αναγνώστη Μαυρογιάννη, και οι οπλαρχηγοί των επαναστατικών σωμάτων συντάσσουν προκήρυξη – ψήφισμα με αποδέκτες την τότε κυβέρνηση του ελληνικού κράτους και τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Με αυτή τους ζητούσαν ενισχύσεις για τον μέχρι εσχάτων αγώνα τους, στέλνοντας μάλιστα και τα τέκνα τους στην ελεύθερη Ελλάδα και παρακαλούσαν τους ελεύθερους Έλληνες να τα φροντίσουν, καθόσον αυτοί ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν για την ελευθερία τους! Σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις δόθηκαν τότε κι απέναντι στην Αργιθέα στις τοποθεσίες Πετρίλο, Σοφάδες, Μουζάκι και Ματαράγκα.
Τέλος το 1878 διεξήχθη το Συνέδριο του Βερολίνου, στο οποίο οι Μ. Δ. συζήτησαν και θέματα της ταραγμένης τότε βαλκανικής χερσονήσου, στην οποία ήθελαν να επιβάλουν την τάξη σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Η Ελλάδα, όπως κι άλλες εμπλεκόμενες χώρες σε πόλεμο, έστειλαν τους εκπροσώπους τους. Τους δικούς μας εκπροσώπους δεν τους άφησαν να συμμετάσχουν στο Συνέδριο αλλά τους ζήτησαν να επιδώσουν στους Σύνεδρους τα αιτήματά τους μέχρι να τους ανακοινώσουν τις αποφάσεις του Συνεδρίου!
Το Συνέδριο που ήθελε την ηρεμία στις περιοχές των εξεγέρσεων αποφάσισε για τη χώρα μας να μετακινήσει βορειότερα τα σύνορά της, με βορειοδυτικά πλέον σύνορό της τον Άραχθο ποταμό.
Παραχωρήθηκαν δηλαδή στην Ελλάδα οι βορειοανατολικές του Αράχθου περιοχές, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το Ραδοβίζι, καθώς και η Θεσσαλία πλην της Ελασσόνας. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου επικυρώθηκαν και ίσχυσαν έκτοτε με τη Συνθήκη της Κων/πολης το 1881.