Ο Θωμάς Ντούμας εκτρέφει αμερικάνικους βίσωνες στο πιο απομακρυσμένο σημείο του Νομού Λάρισας. Πριν απ' αυτό, είχε αλλάξει τη νυχτερινή ζωή της Ελλάδας.
«Από πολύ μικρό μου άρεσε η φύση. Γεννήθηκα στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι της Λάρισας, σε μια παραδοσιακή οικογένεια κτηνοτρόφων και ζωέμπορων. Ήμουν το πρώτο από τα τέσσερα αγόρια, γι’ αυτό ο πατέρας με κράτησε κοντά του. Στο χωριό οι άνθρωποι είχαν συνολικά 500 αγελάδες για κρεατοπαραγωγή. Κάθε μέρα, συγκεντρώναμε αγελάδες χωριανών και τις βγάζαμε στα βοσκοτόπια. Σε ηλικία 13-14 ετών άρχισα να παίζω τον δεύτερο ρόλο δίπλα στον πατέρα μου. Ήμασταν τέσσερις στο χωριό που κάναμε αυτή τη δουλειά και υπήρχε υγιής ανταγωνισμός. Χρεώναμε "κεφαλιάτικο" για κάθε ζωντανό και κλείναμε εξάμηνες συμφωνίες. Στον καθένα αντιστοιχούσαν περίπου 120 αγελάδες, όποιος, όμως, είχε ικανότητες έφθανε τις 150. Στα 15 ανέλαβα εγώ την αγέλη.
Ήθελα να συνεισφέρω στην οικογένεια. Ήταν δύσκολη δουλειά για ένα παιδί, να συγκεντρώνει τα ζωντανά από τους ιδιοκτήτες και να πρέπει να διαλέξει τα καλύτερα βοσκοτόπια. Το μεγάλο στοίχημα ήταν να γίνουν τα ζώα πιο παραγωγικά. Αν ένας ιδιοκτήτης είχε δέκα αγελάδες κι έβλεπε ότι του έκαναν έξι μοσχαράκια, ήταν ικανοποιημένος. Πηγαίναμε πολλά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. Υπήρχαν άγραφοι νόμοι, η επιλογή στο βοσκοτόπι γινόταν σεβαστή. Κάποιο μπορεί να ήταν καλό τον χειμώνα και κάποιο το καλοκαίρι. Βασικό θέμα ήταν το νερό, όμως υπήρχαν κι άλλα μυστικά. Τα μέρη με σχιστολιθικά πετρώματα έχουν μεγαλύτερη παραγωγή βόσκησης, όμως εκείνα με ασβεστολιθικά πετρώματα, έχουν πιο ποιοτικό χορτάρι.
Στο χωριό δεν υπήρχαν στάβλοι και οι δρόμοι βάλτωναν. Είχαμε ήδη αποκτήσει 20 δικές μας αγελάδες και βάζω θέμα στον πατέρα μου ότι έπρεπε να φτιάξουμε τον δικό μας στάβλο, μακριά από τα σπίτια. Του είπε ότι μόνο έτσι θα καθίσω και θα ανεβάσω το ζωικό κεφάλαιο. Ο πατέρας μου αρχικά αρνήθηκε και χρειάστηκε η παρέμβαση της μάνας μου. Κάναμε τον πρώτο στάβλο επτά χιλιόμετρα από το χωριό, σε σημείο με καλό βοσκοτόπι, και φθάσαμε αμέσως στις 40 αγελάδες.
Κάποια στιγμή, στα 19, έπρεπε να φύγω στρατιώτης. Υπηρέτησα 30 μήνες. Ήμουν πειθαρχημένο παιδί και μαθημένος στη σκληρή δουλειά. Έγινα λοχίας κι αργότερα επιλοχίας. Μου έκαναν πρόταση να γίνω μόνιμος και αρνήθηκα. Εγώ ήμουν ελεύθερος, έπιανα τις κορφές για να έχω ορίζοντα. Στον Στρατό, όμως, κατάλαβα ότι έχω διοικητικές ικανότητες, μπορούσα να επικοινωνήσω και να διαχειριστώ από φαντάρους μέχρι επίστρατους. Το τέλος της θητείας μου το έκανα στον Τύρναβο, κοντά στο χωριό μου. Εκεί υπήρχε ένα εργοστάσιο του Στρατού όπου έστελναν τους ανεπιθύμητους. Παρατήρησα ότι δεν υπήρχε μαγαζί για όλους αυτούς όταν έβγαιναν στην πόλη. Ο Τύρναβος είχε τότε λίγα καφενεία κι ένα ζαχαροπλαστείο, που πήγαιναν τα κοριτσάκια, μετά το σχολείο, με τις ποδιές για να φάνε πάστα. Είχε και μία βόλτα, έναν δρόμο 1.000 μέτρα, όπου περπατούσαν πάνω-κάτω οι νέοι, σαν πασαρέλα.
Πιάνω τον πατέρα μου και του λέω ότι σκέφτομαι να κάνω ένα μαγαζί, μια καφετέρια. Εκείνη την εποχή, το 1978, χτιζόταν η πρώτη πολυκατοικία στον Τύρναβο. Έκανα έρευνας αγοράς και σκέφτηκα να ανοίξω την καφετέρια – φοβόμουν να πω τη λέξη «μπαρ» - στον πρώτο όροφο. Θα ήταν οι νύφες επάνω κι από κάτω οι γαμπροί. Πείθω τον συμβολαιογράφο και τον εργολάβο που την έχτιζαν, όμως χρειαζόμουν 20.000 δραχμές, που δεν είχα. Ξαναβάζω μπροστά τη μάνα μου, πηγαίνουμε σε έναν θείο μου, παίρνω τα δανεικά και καπαρώνω το μαγαζί.
Πήρα μαστόρους, άρχισα να το φτιάχνω, όμως ήμουν 24 ετών, κι έπρεπε να βρω συνεταίρο στη δουλειά γιατί δεν την κατείχα. Έκανα μόνος πρόβες με τον δίσκο, πήγαινα στο ζαχαροπλαστείο να δω τα ποτά. Ήρθε στην αρχή ένα παιδί για συνέταιρος, όμως, μόλις το έμαθε ο πατέρας του, τον πλάκωσε στο ξύλο: «Μπαρ θα ανοίξεις, αλήτης θα γίνεις»; Είχα κάνει στον Στρατό έναν φίλο από τον Τύρναβο, τον Δημήτρη, που τελείωνε τότε Τουριστικών Επαγγελμάτων. Μου λέει, «έχω κλείσει σεζόν για Κέρκυρα, αλλά επειδή μου αρέσεις, μόλις γυρίσω, θα δουλέψουμε μαζί». Έλα, όμως, που ο Δημήτρης ερωτεύτηκε στην Κέρκυρα μια Αγγλίδα και αποφασίζει να φύγει μαζί της. Για καλή μου τύχη, είχε ένα πρόβλημα με τα χαρτιά του, μένει εδώ και στήνουμε μαζί το μαγαζί, που το ονομάσαμε Adonis.
To Adonis
Έπρεπε να βγάλουμε την άδεια. Όταν πήγα στον αστυνομικό διευθυντή, έναν Θεσσαλονικιό με καθαρό βλέμμα, μου το ‘κοψε από την αρχή. «Τι καφέ μπαρ μου συζητάς, απαγορεύεται». Του λέω, εγώ θα το ανοίξω κι έλα να με κλείσεις μέσα. Μια μέρα έρχεται ο ίδιος στο μαγαζί και εντυπωσιάζεται από αυτά που είχα φτιάξει. Μου εξηγεί ότι η μόνη λύση είναι να το κάνω καφετέρια-πατισερί. «Θα μου ξηλώσεις το μπαρ»; τον ρωτάω - είχα φτιάξει ένα ξύλινο μπαρ φοβερό. «Όχι, απλώς θα πάρεις κι ένα ψυγείο και θα βάλεις γλυκά». Ανοίγει το μαγαζί και γυρίζει όλη η βόλτα του Τυρνάβου εκεί. Ανεβοκατέβαινε ο κόσμος στις σκάλες. Ξεχρέωσα και τον θειο μου.
Το μαγαζί πήγαινε σφαίρα. Μετά από πέντε χρόνια, είπαμε να ανοίξουμε ένα δεύτερο, για να τραβήξουμε πάνω τη Λάρισα, που είχε καλά μπουζούκια και μια-δυο ντίσκο. Εμείς θέλαμε να ανεβάσουμε τις οικογένειες και τους μεγαλύτερους. Κάναμε, τότε, μια ντίσκο-ρέστοραν, το Afroditis, στον Προφήτη Ηλία. Μόνο ο Ζουγανέλης είχε τότε ντίσκο-ρέστοραν στην Αθήνα, το 9+9, που πήγαινε ο Καραμανλής. Φέραμε σεφ γαλλικής κουζίνας από την Αθήνα, είχαμε φανταστικό ήχο και dj μάγκα. Γέμιζε κάθε βράδυ 350-400 άτομα. Ανέβαινε κόσμος κι από Αθήνα.
Ήθελα να ανοιχτώ στην Κέρκυρα, να κάνω μια καλοκαιρινή ντίσκο. Δεν είχα την αυταπάτη ότι θα χτυπήσουμε το Bora – Bora του Ραπτάκη. Ο συνεταίρος, όμως, έκανε πίσω και χωρίσαμε. Λέω στη γυναίκα μου, τη Ράνια, θα πάω στη Λέσβο. Ένας φίλος μού είπε ότι στον Μόλυβο παραθέριζαν καλοί τουρίστες. Πηγαίνω και σαν καλός τσομπάνης που ήμουν, βρίσκω έναν λόφο με καλή πρόσβαση και φοβερή θέα - τα αστέρια και τον Μόλυβο απέναντι, φωτισμένο κάθε βράδυ. Ήρθε ο δήμαρχος, ένας μποέμ τύπος με μεγάλο στρόγγυλο καπέλο: «Στο χωριό μου υπάρχει ένας νόμος, που τον εκτελεί κι ο Πρωθυπουργός. Θες να κάνεις ντίσκο; Θα βάλεις πέτρα, ξύλο, μόνωση, κεραμίδι». Του λέω, «Αν και μ' αρέσεις, διαφωνούμε. Εγώ θέλω ο τουρίστας να κοιτάει τον ουρανό και τα αστέρια, αυτό πουλάω».
Κατηφορίζω στο Πλωμάρι. Κάνω πάλι έρευνα αγοράς, πόσα ξενοδοχεία υπήρχαν, κοιτάω τα παλιά εργοστάσια, τα σαπουνοποιεία, σκέφτομαι «εδώ θα υπάρχουν γόνοι». Το Πλωμάρι είχε 1.000 κατοίκους, αλλά το καλοκαίρι ανέβαιναν Αθηναίοι και Θεσσαλονικείς. Βρίσκω ένα οικόπεδο στον Άγιο Ισίδωρο, μια παραλία φανταστική. Ο ιδιοκτήτης ήταν σαν τα νερά της Χαλκίδας, το μεσημέρι θετικός, το βράδυ αρνητικός. «Ήρθες εσύ από τη Λάρισα να μου πάρεις το οικοπεδέλι, εκεί βοσκάω τα γουμάρια, βοσκάω τις κότες», έλεγε. Τελικά, τα βρίσκουμε κι ανοίγω την περίφημη ντίσκο San Lorenzo. Και γίνεται χαμός. Τετρακόσια άτομα κάθε βράδυ. Δεν είναι ψέμα ότι ήμουν ο πρώτος που έκανε την υπαίθρια ντίσκο στην Ελλάδα. Η Kahlua στην Κω και η La Scala στη Ρόδο ήταν ημι-υπαίθριες.
Αργότερα άνοιξα τη δεύτερη San Lorenzo στο Πυθαγόρειο της Σάμου. Χίλια άτομα κάθε βράδυ. Εκεί είχα έναν Αμερικάνο dj, τον Στιβ. Αυτός ήταν φίλος της Μαντόνα, που τότε ήταν στα πρώτα της βήματα – είμαστε τέλη δεκαετίας ’80 - και τον έπαιρνε στο τηλέφωνο για να παίζει τραγούδια της. Με ρωτούσε ο Στιβ τι να κάνει, και του απαντούσα «Ό,τι λέει το αφεντικό θα κάνεις. Τώρα, αν είναι φίλη σου, δοκιμαστικά παίξε μερικά τραγούδια της, πριν ανοίξει το πρόγραμμα». Στο Πυθαγόρειο μεγάλωσαν τα καλοκαίρια τα παιδιά μου. Έρχονταν Άραβες με θαλαμηγούς και κρουαζιερόπλοια. Εκεί έμαθα τη σαμπάνια Cristal, μέχρι τότε ήξερα μόνο την Dom Perignon. Κάναμε φιέστες, θεματικές βραδιές, ερχόταν μανεκέν από την Αθήνα, ράβαμε 200 κοστούμια και αλλάζαμε όλο το μαγαζί, για μια βραδιά.
Αργότερα, έκανα στη Λάρισα δύο ακόμα San Lorenzo - ένα καθαρό κλαμπ κι ένα πριβέ μπαρ. Κι επίσης, έναν πολυχώρο την Πολιτεία, σαν τον Μύλο της Θεσσαλονίκης, αλλά πιο πολυτελές. Όμως, το μυαλό μου ήταν εδώ, στο χωριό και το κτήμα. Είχα φτιάξει, στο μεταξύ, δεύτερη δουλειά με ζώα στο χωριό. Το 1996 κλείνω τον πολυχώρο κι επιστρέφω στο βουνό, για να κάνω το βιολογικό κτήμα. Ο τόπος είχε μόνο πουρνάρια κι έναν οικίσκο. Όλα αυτά τα έκανα με τα χέρια μου, μαζί με τη γυναίκα μου. Υπήρχαν λίγα ιδιόκτητα χωραφάκια και την υπόλοιπη έκταση την αγόρασα, υπάρχει κι ένα κομμάτι που νοικιάζω από το Δημόσιο – σύνολο είναι 3.800 στρέμματα περιφραγμένα.
Η επιστροφή στο βουνό
Αρχικά, έφερα τον ελληνικό παραδοσιακό μαύρο χοίρο. Παλιά ράτσα, για να τη βρω πήγα ως τη λίμνη Κάρλα στον Βόλο, όπου ένας παππούς κρατούσε δέκα χοιρομητέρες. «Θα μαγειρεύεις και θα μοσχοβολάει η γειτονιά», μου είπε. Ήθελα να φέρω τη γεύση στο τραπέζι του Έλληνα. Τρία πράγματα είναι η συνταγή της επιτυχίας: η ράτσα, η προσαρμογή στα βοσκοτόπια και η διατροφή, δηλαδή ρίζες, βελανίδια, βότανα.
Οι βίσωνες προέκυψαν από την αγάπη μου για τους Ινδιάνους και το ιερό τους ζώο. Απευθύνθηκα στο Ινστιτούτο της Βόρειας Ντακότα των ΗΠΑ και έφερα 40 ζωντανά, με πλοίο ως την Αμβέρσα κι από εκεί οδικώς στη Λάρισα. Πριν από αυτό, ήρθαν στο κτήμα Αμερικάνοι ειδικοί και γεωπόνοι, έλεγξαν το κλίμα, τα βοσκοτόπια κι έδωσαν την έγκριση. Ο βίσωνας είναι δύσκολο και απρόβλεπτο ζώο. Αυτή, όμως, είναι η γοητεία του. Για να συνεννοηθείς με το άγριο ζώο, πρέπει να σκεφτείς σαν αυτό - κι ο άνθρωπος έχει τέτοια ένστικτα. Χρειάζονται πρακτικές γνώσεις, που μετά από 100 χρόνια θα τις λέμε επιστήμη, τώρα όμως τις λέμε «τσομπαναρική»
Οι βίσωνες όταν αγριέψουν, δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Έχουν το διπλάσιο σίδερο από τα βοοειδή, διπλάσια πρωτεΐνη από το μοσχάρι, όλη αυτή η εκρηκτικότητα είναι η φύση τους. Στην αρχή κι εγώ μάθαινα. Έχασα ζώα. Έτρεχαν όπως στις ταινίες και προσπαθούσα να σταματήσω στα 3 χιλιόμετρα μια αγέλη 40 βισώνων. Απορώ πώς δεν με σκότωσαν. Κατάλαβα ότι πρέπει να τους αφήσεις να βγάλουν τη φύση τους και μετά γίνονται αρνιά.
Το αρσενικό, αν πιάσει 5-6 χρόνια, μπορεί να φθάσει σε βάρος τον έναν τόνο, το θηλυκό 700 κιλά. Σφάζω κάθε δύο χρόνια, στα 250 κιλά το σφάγιο. Σήμερα έχω 57 βίσωνες. Αν θέλω να τους βρω, ξυπνώ στις 5 τα χαράματα. Αν με πάρεις ο ήλιος, τους χάνω γιατί μπαίνουν κάτω από τεράστια πουρνάρια. Τα άγρια ζώα βόσκουν νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα, λόγω και της θερμοκρασίας. Στην περιοχή έχει λύκους, αλλά δεν τους πλησιάζουν.
Τα κατσίκια είναι το τρίτο κομμάτι του κτήματος, το πολυτελείας. Θέλει πολύ δουλειά και είναι πολύ ευαίσθητο. Έχω 350 κατσίκια, ισπανική ράτσα από τη Μούρθια, που βγάζει πολύ ποιοτικό γάλα, με πρωτεΐνη και λιπαρά. Το επόμενο σχέδιο είναι να γίνει κάθετη η μονάδα. Με την κόρη μου σχεδιάζουμε ένα αλλαντοποιείο, εδώ στην κορυφή. Θέλει να το προχωρήσει στην ωρίμανση, να κάνει το προσούτο. Συνεργαζόμαστε με τα καλύτερα βιολογικά ντελικατέσεν και επιλεγμένα σημεία πώλησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είμαστε το μοναδικό κτήμα σήμερα που παράγει πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα, αποκλειστικά από ελευθέρας βοσκής ζώα.
Δεν μου λείπουν τα μαγαζιά και η νύχτα. Πρέπει να ξέρεις να φεύγεις από το παιχνίδι πριν σε διώξουν. Εγώ έκανα 1.500 άτομα να διασκεδάζουν κάθε βράδυ, ήταν μια γιορτή. Κι αυτό έχει ένα τέλος. Μπορείς στην Αμερική να διοικείς μια αλυσίδα 100 εστιατορίων ή κλαμπ από το γραφείο σου σε έναν πύργο. Εκείνο, όμως, είναι πλέον διοίκηση επιχειρήσεων, δεν είναι πάρτι. Εδώ δεν είναι Λος Άντζελες να γραφτεί το όνομά σου σε αστέρι στο πεζοδρόμιο. Στην Ελλάδα, όση επιτυχία κι αν κάνεις, το όνομα κρατάει για δύο γενιές. Ήρθα εδώ, γιατί ο τόπος με ξεκουράζει, με βοηθάει η επαφή με το περιβάλλον και τη φύση. Είναι ευλογία να μπορείς να επιλέξεις να γυρίσεις στον τόπο σου - όχι για να αποσυρθείς, αλλά για να δημιουργήσεις».
Info: Douma Vital Farm
Φωτογραφίες Αλέξανδρος Αβραμίδης
vice.com (Kώστας Κουκουμάκας)