Σαφέστερη από κάθε άλλη φορά τα τελευταία χρόνια, η φετινή Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων έκανε στροφή στη φιλοσοφία της επιλογής θεμάτων. Το μήνυμα προς τους υποψηφίους είναι ότι η ορθή επίλυση των θεμάτων για τις υψηλές βαθμολογικές κλίμακες από το 16-17 και άνω, απαιτεί στέρεες βάσεις και συνδυαστική γνώση της ύλης και από προηγούμενες τάξεις του λυκείου.
Αυτό απαιτεί ενίσχυση της κριτικής σκέψης και όχι μόνο παπαγαλία. Ετσι, τα φετινά θέματα δυσκόλεψαν ιδιαίτερα τους υποψηφίους, με τις πρώτες εκτιμήσεις για τις βαθμολογικές επιδόσεις να έχουν πτωτικό πρόσημο.
Η εκτίμηση είναι ασφαλέστερη για τα τέσσερα από τα πέντε επιστημονικά πεδία σχολών, καθώς για το πεδίο των επιστημών υγείας απομένει, την Τρίτη, η εξέταση στο κρισιμότερο μάθημα για τις πλέον περιζήτητες σχολές: η Βιολογία που οδηγεί στις ιατρικές. Πάντως, τα θέματα στη Χημεία, που εξετάστηκε την Παρασκευή, κρίθηκαν δυσκολότερα του 2017.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε στην «Κ» ο μαθηματικός-αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης, «φέτος διερευνάται το συνολικό υπόβαθρο των μαθητών που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της δωδεκαετούς φοίτησής τους στο σχολείο και όχι μόνο το στενό πλαίσιο των γνώσεων της Γ΄ Λυκείου».
Από την πλευρά του, ο χημικός Δημήτρης Τακόπουλος των φροντιστηρίων «έλιξ-Θεσσαλονίκη», κάνει λόγο στην «Κ» για «θέματα με σωστή φιλοσοφία, που ζητούν από τους υποψηφίους να μην έχουν μόνο αποστηθίσει τη θεωρία αλλά να την έχουν αφομοιώσει ώστε να μπορέσουν να την αξιοποιήσουν στην επίλυσή τους». Βεβαίως, σύμφωνα με τη φιλόλογο Αμαλία Τριπαμπούκη από το φροντιστήριο «Εκπαίδευση Θεωρητικό», πολλά θα κριθούν από τις οδηγίες που θα δοθούν στους βαθμολογητές.
Ειδικότερα, καθώς οι Πανελλαδικές Εξετάσεις ξεκίνησαν την Παρασκευή 8 Ιουνίου, οι εκτιμήσεις είναι ευκρινέστερες για τη βαθμολόγηση των γραπτών της Νεοελληνικής Γλώσσας Γενικής Παιδείας. Στους υποψηφίους δόθηκε κείμενο του διακεκριμένου κλασικού φιλολόγου Δημήτρη Μαρωνίτη και τους ζητήθηκε να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με το μορφωτικό και παιδαγωγικό ρόλο του σχολείου στον 21ο αιώνα και να προτείνουν τρόπους για την αναβάθμιση της παιδαγωγικής λειτουργίας του. Μπορεί το θέμα να θεωρείται πως έχει διδαχθεί και άρα μελετηθεί, ωστόσο η εικόνα των πρώτων γραπτών δείχνει ότι οι υποψήφιοι δυσκολεύτηκαν στη σύνταξη της περίληψης, καθώς και στην ανάπτυξη με ευκρίνεια και τεκμηρίωση επιχειρημάτων για τον παιδευτικό ρόλο του σχολείου. Ουσιαστικά, δεν αποκλείεται να υπάρχει μείωση των γραπτών με βαθμολογίες από 17 και πάνω (πέρυσι το ποσοστό ήταν 5,79%) και υπερσυγκέντρωση των υποψηφίων στις χαμηλότερες βαθμολογικές κλίμακες από 17 έως και 10. Στον αντίποδα δεν διακρίνεται πανωλεθρία, με αύξηση του ποσοστού των γραπτών κάτω από τη βάση.
Στα άλλα μαθήματα
Ως προς τα μαθήματα των τριών ομάδων προσανατολισμού (ανθρωπιστικών σπουδών, θετικών σπουδών και σπουδών οικονομίας και πληροφορικής), η γενική εικόνα είναι ότι τα θέματα που ετέθησαν ήταν δυσκολότερα από πέρυσι. Αυτό οδηγεί σε χειρότερες επιδόσεις από το 2017 ως προς τα άριστα γραπτά• γεγονός που θα αυξήσει τα ποσοστά των γραπτών σε χαμηλότερες επιδόσεις, και θα προκαλέσει υπερσυγκέντρωση υποψηφίων στη βαθμολογική κλίμακα μεταξύ 10 και 15.
Ενδεικτικά, δυσκολότερα από πέρυσι κρίθηκαν τα θέματα στα Μαθηματικά και στη Φυσική (κρίσιμα μαθήματα για τις σχολές θετικών επιστημών), όπως και τα θέματα στις Αρχές Οικονομικής Θεωρίας (σχολές οικονομίας και πληροφορικής).
Πιέσεις αναμένεται να δεχθούν οι επιδόσεις για τις σχολές ανθρωπιστικών επιστημών, οι οποίες θα είναι μικρότερες στις περιζήτητες νομικές και φιλολογίες και θα κλιμακώνονται όσο ο βαθμολογικός πήχυς κατεβαίνει. Στο Αρχαία το αδίδακτο κείμενο ήταν απόσπασμα από τη «Ρητορική» του Αριστοτέλη, στον οποίο οι μαθητές δεν είναι εξοικειωμένοι. Ωστόσο, το μάθημα που δίνει το στίγμα της πτώσης είναι η Ιστορία. Οπως ανέφερε στην «Κ» η κ. Τριπαμπούκη «τα θέματα ήταν πολύ απαιτητικά, για πάρα πολύ καλά διαβασμένους μαθητές με ανεπτυγμένη την κριτική και αφαιρετική ικανότητα».
Βεβαίως, σύμφωνα με τον κ. Στρατηγάκη στις φετινές εξετάσεις υπάρχουν δύο αλλαγές στο χάρτη του μηχανογραφικού που μπορεί να επηρεάσουν τις βάσεις. Η ένταξη των παιδαγωγικών σε όλα τα επιστημονικά πεδία θα αυξήσει τη ζήτηση γι’ αυτά, αφού δεν θα χρειάζεται να δώσει ο υποψήφιος επιπλέον μάθημα. Επίσης, η ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής μέσω της συγχώνευσης των ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιώς δημιουργεί νέο δεδομένο, καθώς δεν υπάρχουν μέτρα σύγκρισης με το 2017.
Απόστολος Λακασάς (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)