Το τραγικό περιστατικό της Γένοβας, με την κατάρρευση της γέφυρας του λιμανιού και τους 40 νεκρούς, φέρνει στην επιφάνεια το θέμα της συντήρησης των παλαιών γεφυρών στη χώρα μας. Στη Θεσσαλία η γέφυρα στην κοιλάδα των Τεμπών είναι μία από τις περιπτώσεις που χρήζουν άμεσου επανελέγχου καθώς η κατασκευή της ανάγεται στο μακρινό 1959.
Το κενό ασφαλούς διέλευσης στη χώρα μας είναι μεγάλο καθώς οι περισσότερες γέφυρες που χτίστηκαν πριν από τη δεκαετία του ’90 ελέγχονται μόνο αν εντοπιστεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Ουσιαστικά είναι αφημένες στην τύχη τους.
«Μια γέφυρα του ’50 χτίστηκε με διαφορετική τεχνολογία, οπλισμό, σκυρόδεμα και ήταν σχεδιασμένη για να δεχθεί διαφορετικά φορτία», εξηγεί, μιλώντας πρόσφατα στην Καθημερινή, ο Κώστας Σπυράκος, διευθυντής του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ. «Το σκυρόδεμα στις κατασκευές αυτές έχει χρόνο ζωής μόλις 50 χρόνια λόγω της έντονης καταπόνησης που δέχεται και της συνεχούς έκθεσής του στο περιβάλλον. Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχει ούτε υποχρέωση ούτε σχεδιασμός για τον έλεγχο των γεφυρών».
Ο κ. Σπυράκος εκτιμά ότι "οι γέφυρες πρέπει να ελέγχονται λεπτομερώς το λιγότερο μία φορά κάθε δύο έτη. Τα προβλήματα μιας γέφυρας δεν φαίνονται με γυμνό μάτι, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει αν ένας άνθρωπος που βήχει είναι βαριά άρρωστος ή όχι. Οι έλεγχοι πρέπει να γίνονται από απόλυτα εξειδικευμένο προσωπικό, με τη βοήθεια οργάνων».
Οι έλεγχοι εξετάζουν τη σοβαρότητα των εξωτερικών ρηγματώσεων στο σκυρόδεμα, αν υπάρχουν καθιζήσεις ή προβλήματα με τις θεμελιώσεις, αν ο οπλισμός έχει οξειδωθεί, αν οι συνδέσεις και το «κατάστρωμα» της γέφυρας είναι σε καλή κατάσταση.
Το 2015 η Εγνατία Οδός είχε προτείνει την επιθεώρηση και μελέτη αναβάθμισης περίπου 1.200 γεφυρών, όμως για μια σειρά από λόγους το πρόγραμμα απεντάχθηκε τελικά από το ΕΣΠΑ και δεν προχώρησε.
Η ιστορία της γέφυρας στην κοιλάδα
Η γέφυρα Τεμπών έχει συνολικό μήκος 210 μέτρα, πλάτος 14 μέτρα και περιλαμβάνει αφενός τη γεφύρωση του Πηνειού ποταμού (μήκος 154 μέτρα) και αφετέρου την άνω διάβαση της σιδηροδρομικής γραμμής Λαρίσης - Θεσσαλονίκης (μήκος 56 μέτρα).
Η κατασκευή της έγινε το 1959 και τα εγκαίνιά της πραγματοποιήθηκαν στις 3 Σεπτεμβρίου 1960 από τον υπουργό Δημοσίων Έργων Σόλωνα Γκίκα.
Η γεφύρωση του Πηνειού ποταμού αποτελείται από ένα κεντρικό άνοιγμα 73 μέτρων και δύο εκατέρωθεν ανοίγματα των 40,5 μέτρων έκαστο. Το κατάστρωμα της γέφυρας βρίσκεται σε ύψος 18 μέτρων πάνω από τη στάθμη των υδάτων του ποταμού. Ο φορέας της γέφυρας έχει κατασκευαστεί καθ'όλο το μήκος από προεντεταμένο σκυρόδεμα (μπετόν πρεκοντραίν). Το τμήμα της άνω διάβασης της σιδηροδρομικής γραμμής αποτελείται από δύο ανοίγματα (25,9 και 30,1 μέτρα).
Η θεμελίωση της γέφυρας παρουσίασε πολλές δυσχέρειες, λόγω του μεγάλου βάθους του ποταμού, της αμμώδους σύστασης του υπεδάφους και της παρουσίας πολλών και μεγάλων πηγών στις θέσεις των βάθρων. Συνολικά, το έργο απαίτησε εκσκαφές 13.100 m3, σιδηρές πασσαλοσανίδες 172 τόννων, σκυρόδεμα 8.400 m3, σιδηρούν οπλισμό 270 τόννων, καλώδια προέντασης 52 τον. και λιθορριπές 3.000 m3.
Η συνολική δαπάνη της γέφυρας ανήλθε στο ποσό των 13,6 εκ. δραχμών (με τιμές εποχής). Το έργο μελετήθηκε και κατασκευάστηκε από Έλληνες τεχνικούς. Την τεχνική μελέτη εκπόνησε ο πολιτικός μηχανικός Ζεράρ Ναχνικιάν και την κατασκευή ανέλαβε η "Τεχνική Eταιρία Οδών & Οδοστρωμάτων".
Κώστας Τόλης