Η Δημοτική Παράταξη “ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΞΙΩΝ ΠΡΑΞΙ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΡΙΣΑ” με επικεφαλής τον κ Παναγιώτης Γούλα, στηρίζει ανεπιφύλακτα τον αγώνα των αγροτών και των κτηνοτρόφων,” οι οποίοι αγωνίζονται, όχι για να κερδίσουν αλλά να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις και οι οικογένειες τους ,από την λαίλαπα των αυξήσεων, τόσο στα καύσιμα, όσο και στις τιμές των αγροεφοδίων και ζωοτροφών”.
Σε ανακοίνωσή της η Παράταξη αναφέρει :
“Την τελευταία 10ετία άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες με αποτέλεσμα να έχουμε: Υψηλές θερμοκρασίες τους καλοκαιρινούς μήνες, πυρκαγιές, ανεμοστρόβιλους, χαλαζοπτώσεις, πλημμύρες σε συνδυασμό με καταστροφές υποδομών, παγετούς , χωρίς την πλήρη αποζημίωση των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων από τον ΕΛΓΑ και με τις υπέρογκες αυξήσεις στην ενέργεια και στο κόστος παραγωγής, οδήγησαν τους αγρότες να φωνάξουν, δεν πάει άλλο και κατέβηκαν με τα αγροτικά τους μηχανήματα στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν και να απαιτήσουν από την Πολιτεία ‘ότι, θα πρέπει να τους στηρίξει με συγκεκριμένες πολιτικές και με μακροχρόνιο σχεδιασμό, με στόχο το συμφέρον της Εθνικής Οικονομίας και των εμπλεκομένων με τον Πρωτογενή Τομέα.
Οι εισαγωγές κρεάτων ( κυρίως βοδινών και χοίρων ) , αγελαδινού γάλακτος (λόγου ποσοστώσεων ) και τυροκομικών προϊόντων πλησιάζουν αθροιστικά στο ύψος των 2,2 δις ευρώ περίπου, καλύπτοντας σταθερά το 35% των εισαγωγών του αγροτικού τομέα, δημιουργώντας ελλείμματα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο.
Το προβλήματα των αγροτών και των κτηνοτρόφων δεν είναι μόνον του πρωτογενή τομέα, όσον αφορά τα αίτια, τις επιπτώσεις και βέβαια τις λύσεις, συνεπώς απαιτείται κοινός στόχος, ενιαία στρατηγική και συντονισμένη δράση απ’ όλους τους εμπλεκόμενους. Αποτελεί πάγια θέση πολλών επιστημόνων, η απόρριψη οποιουδήποτε μέτρου που οδηγεί σε συρρίκνωση, ή ακόμη και αφανισμό των εναπομεινάντων παραγωγικών κύτταρων της χώρα µας.
Η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη στο φαύλο κύκλο των φόρων καθώς όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι σήμερα, απάντησαν µε αύξηση των φορολογικών συντελεστών ως μέτρο για την ανάγκη μειώσεων των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Στη δύσκολη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε, ο πρωτογενής τομέας ,διατηρεί τη θέση του ως ένας σημαντικός κλάδος της οικονομίας όσον αφορά τα κύρια οικονομικά μεγέθη (ακαθάριστη αξία, απασχόληση, εισόδημα, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), την εθνική ασφάλεια (αυτάρκεια τροφίμων), τη διασύνδεσή του με άλλους κλάδους της οικονομίας και κυρίως τη μεταποίηση τροφίμων και το εμπόριο, καθώς και τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας.
Τα τελευταία χρόνια, η αξία των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει συνεχή αυξητική τάση. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι στις ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, ο πρωτογενής τομέας δείχνει να αντιδρά καλύτερα, διατηρώντας μια δυναμική και προοπτικές ανάπτυξης που προσελκύουν το επιχειρηματικό και επενδυτικό ενδιαφέρον. Η έλλειψη υποδομών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του συνόλου της αγροδιατροφικής αλυσίδας αποτελεί το σοβαρότερο μειονέκτημα, αλλά ταυτόχρονα και τη σημαντικότερη προοπτική για την ανάδειξη του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας.
Βασικό μέτρο από την Πολιτεία πρέπει να είναι η οικονομική ενίσχυση για: ίδρυση – επέκταση και εκσυγχρονισμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων στους τομείς του αγροτουρισμού, της οικοτεχνίας και βιοτεχνίας, της μεταποίησης, καθώς και των υπηρεσιών, με στόχο τη συνολική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στις αγροτικές περιοχές και τη δημιουργία εναλλακτικών και συμπληρωματικών εισοδημάτων στους αγρότες, αλλά και στους κατοίκους της υπαίθρου γενικότερα. Μέτρα για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων της χώρας, όπως ευέλικτα σχέδια βελτίωσης, τα οποία αποτελούν το βασικό επενδυτικό εργαλείο για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, με υψηλά ποσοστά ενίσχυσης ειδικά για συλλογικές επενδύσεις από ομάδες και ενώσεις παραγωγών, καθώς και για επενδύσεις από νέους αγρότες και κτηνοτρόφους.
Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κλάδοι της Γεωργίας - Κτηνοτροφίας είναι: της ανταγωνιστικότητας των Ελληνικών προϊόντων, οι καιρικές συνθήκες, η εμπορία και το κόστος παραγωγής.
Βασικό μειονέκτημα των αγροτικών περιοχών είναι, ο πολυκερματισμός και η γεωγραφική πολυμορφία του που ενώ συνιστούν πρόβλημα υπό μια ενιαία, ομοιογενή πολιτική εγγυήσεων/ ενισχύσεων, αποτελούν ταυτόχρονα και ευκαιρία για μια πολιτική ολοκληρωμένης ανάπτυξης. Οι περιοχές της υπαίθρου, και κυρίως οι νησιωτικές, ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, είναι πιο ευάλωτες στην εγκατάλειψη και γήρανση του πληθυσμού, στον κίνδυνο φτώχειας, στην έλλειψη προσβασιμότητας (μεταφορές, ενέργεια, κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές, ψηφιακό αναλφαβητισμός, έλλειμμα σε καινοτομία & ειδικότερα στην αγροτική επιχειρηματικότητα). Τα περισσότερα χωρία της υπαίθρου εγκαταλείφθηκαν, χωρίς ούτε ένα κάτοικο την χειμερινή περίοδο, τα δε σχολεία κλείσανε προ 15ετίας. Δεν συζητάμε για καμία γεωργική εκμετάλλευση των υπαρχόντων αγρών, η δε κτηνοτροφία φθίνει , με την συνταξιοδότηση των υπαρχόντων διότι δεν υπάρχουν νέοι αντικαταστάτες.
Λόγου της μεγάλης αύξησης της ανεργίας και της οικονομικής κρίσης την τελευταία 10ετία, παρατηρείται τάση επιστροφής στην ύπαιθρο, κυρίως ανθρώπινου δυναμικού νέας ηλικίας και υψηλής κατάρτισης ( επιστήμονες). Ο αγροτικός τομέας επανακτά τη διαχρονική του σημασία σε συγκυρία κρίσης και είναι αυτός που μπορεί να αξιοποιήσει εν δυνάμει συγκριτικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για να τροφοδοτήσει την ανάκαμψη και την ανάπτυξη.
Στις ημιορεινές και στις ορεινές περιοχές της υπαίθρου , παρατηρούμε 2 τάσεις, όσον αφορά την ανάπτυξή τους. Η μια καταγράφει στην εγκατάλειψη μεγάλων περιοχών ακόμα και ως περιοχών βιώσιμης κατοίκησης και οικονομικής δραστηριότητας. Η δεύτερη τάση συνδέεται με την ήπια τουριστική ανάπτυξη, την αναδυόμενη βιολογική γεωργία, την αντοχή ορισμένων παραδοσιακών προτύπων, κ.λπ.
Ωστόσο διαπιστώνονται κοινά προβλήματα αναπτυξιακής υστέρησης, προσβασιμότητας, δημογραφικής αποδυνάμωσης και κατακερματισμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η Πολιτεία μπορεί να στηρίξει με αναπτυξιακά προγράμματα (Leader, τοπικά αναπτυξιακά, ΕΣΠΑ, διασυνοριακά, κτλ) , για την ενδυνάμωση της δραστηριότητας στον αγροδιατροφικό τομέα (και των συμπληρωματικών μεταποιητικών δραστηριοτήτων σχετικής κλίμακας), η προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού (χειμερινός, φυσιολατρικός, θρησκευτικός) και η εν γένει διαφοροποίηση της τοπικής οικονομικής βάσης μπορούν να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη των περιοχών αυτών, στη διατήρηση της οικολογικής αξίας (όσον αφορά στα συστήματα παραγωγής, στη βιοποικιλότητα, στην παραγωγή τοπικών ποιοτικών προϊόντων), καθώς και στη συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού.
Οι κύριοι παράγοντες που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι η επιρροή του γεωγραφικού ανάγλυφου και των δημογραφικών τάσεων που θέτουν φραγμούς στη διάχυση ανάπτυξης από τους πόλους, και η επιμονή της οικονομικής κρίσης. Οι στρατηγικοί στόχοι που ιδιαιτέρως τις αφορούν είναι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού πλεονεκτήματος, η ενίσχυση της τάσης επιστροφής στον αγροτικό τομέα και η αναδιάρθρωση του, η επικέντρωση του τουρισμού σε εμπλουτισμό και διεύρυνση του τουριστικού προϊόντος.
Όσον αφορά στην αγροτική ανάπτυξη, η γενικότερη αναπτυξιακή στρατηγική , του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, θα πρέπει να είναι κοινή για όλη την χώρα, αφού τα προβλήματα της υπαίθρου είναι κοινά σε όλες τις περιφέρειες και αποσκοπεί στην ανασυγκρότηση των δραστηριοτήτων παραγωγής και κατοίκησης, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντική εποχικότητα και υποχώρηση, κατά βιώσιμο οικονομικά και περιβαλλοντικά πρότυπο.
Η αγροτική ανάπτυξη θα πρέπει να συνεχίσει να στοχεύει σε ένα λειτουργικό μοντέλο με έμφαση στην παραγωγή ιδιότυπων προϊόντων (προϊόντα τοπικά, ειδικού τύπου και τεχνολογίας, Π.Ο.Π, Π.Γ.Ε, υψηλής ποιότητας, κ.λπ.), στις ορεινές – νησιωτικές περιοχές και λιγότερο ευνοημένες περιοχές, ως μια δυνατότητα διαφοροποίησης με βάση τη ποιοτική αξία του και απόκτησης προστιθέμενης αξίας για τους κατοίκους των περιοχών αυτών.
Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, θα πρέπει να δώσει οριστικές λύσεις, στα σημαντικά προβλήματα των αγροτών και κτηνοτρόφων, με γενναίες μεταρρυθμίσεις, με ισχυρές επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα, για να εξασφαλίσουν οι εμπλεκόμενοι, σταθερά, αξιοπρεπή και ασφαλή εισοδήματα, επ’ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, του Πρωτογενή Τομέα και της Χώρας γενικότερα.”