Φονικό νέφος προκαλεί ασφυξία και στην Ελλάδα. Όπως γράφουν Τα Νέα της Τετάρτης, από νέα έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) προκύπτει ότι 2.500 άνθρωποι χάνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα από νοσήματα που έχουν ως κύρια αιτία την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Ειδικότερα, ο «σιωπηρός δολοφόνος», όπως τον χαρακτηρίζουν οι επιστήμονες, κοστίζει τη ζωή τουλάχιστον 3 εκατ. ανθρώπων κάθε χρόνο. Μάλιστα εκτός από τους συνήθεις υπόπτους, καυσαέριο και βιομηχανική ρύπανση που μολύνουν τον εξωτερικό αέρα, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται ολοένα και πιο ανησυχητικά δεδομένα για την ποιότητα του αέρα που εισπνέουν οι άνθρωποι εντός της κατοικίας τους.
Η καύση ξύλων σε τζάκια και σόμπες είναι η κύρια αιτία για επιπλέον 3,5 εκατ. πρόωρους θανάτους σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς η άγνοια ή η οικονομική αδυναμία δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να επιλέξουν λιγότερο βλαβερή πηγή θέρμανσης.
Επιβαρυντικός παράγοντας είναι όμως και η μεταφορά σκόνης, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα.
Σύμφωνα πάντα με τους υπολογισμούς των ειδικών, το 90% των θανάτων καταγράφεται σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, σχεδόν δύο στους τρεις εντοπίζονται στη Νοτιοανατολική Ασία και στον Δυτικό Ειρηνικό.
Η νέα έκθεση άντλησε στοιχεία από 3.000 πόλεις ανά τον κόσμο και τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Περισσότεροι από εννέα στους δέκα κατοίκους του πλανήτη στερούνται καθαρού αέρα. Οι επιστήμονες του ΠΟΥ υπογραμμίζουν ότι έτσι εξηγείται ότι χάνονται εκατοντάδες χιλιάδες ζωές ετησίως. Πρόκειται για το 11,6% των συνολικών παγκόσμιων θανάτων που αντιστοιχεί σε 6,5 εκατ. ανθρώπινες απώλειες, σύμφωνα με υπολογισμούς του ΠΟΥ.
Οι μετρήσεις στην Ελλάδα προκαλούν ανησυχία. Η μέση ετήσια συγκέντρωση των ΡΜ10 είναι 34 μg/m3 όπως προέκυψε από τις μετρήσεις σε δέκα περιοχές (Αγία Παρασκευή, Μαρούσι, Λυκόβρυση, Πειραιάς, Αθήνα, Σίνδος, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Βόλος, Πάτρα).
Η μικρότερη μέση ετήσια συγκέντρωση PM10 (26 μg/m3) καταγράφηκε στη Σίνδο και η μεγαλύτερη (42 μg/m3) στη Λυκόβρυση.
Αντίστοιχα, η μικρότερη μέση ετήσια συγκέντρωση PM2,5 (8 μg/m3) καταγράφηκε στη Θεσσαλονίκη και η μεγαλύτερη (16 μg/m3) στη Λυκόβρυση.