Είμαι ένας άλλος», παραδέχεται ο αλβανικής καταγωγής Λαρισαίος Τζιμ Kush. Δήλωση που βρίσκει το σημείο τζι της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της επιστήμης που γεννήθηκε για να ταξινομεί τους μη εξημερωμένους ανθρώπους σε κουτάκια σαν φαινόμενα, ώστε να μην απειλούν τη ορθότητα της Δύσης.
Είναι Άλλος: ο Kush το ξέρει, το νιώθει και μας το πετάει στα μούτρα δυτικότροπα, σε κομμάτια ραπ αυτοσαρκαζόμενα, ενίοτε παραπονιάρικα, «είμαστε ειλικρινείς ομογενείς, μωρέ παιδιά».
Το πλάνο ανοίγει στον όμορφο θεσσαλικό κάμπο. Ο Kush εμφανίζεται με το μαυρισμένο χέρι του ταρίφα μέχρι το κοντομάνικο, μπας κλας σαγιονάρες, αλβανικό ρο που πάει να γίνει μόδα: «Είμαι ένας άλλος, ζω στο Αλμπάνια,/ βγαίνω χωράφια για μεροχάματα./ Πάμε ξαδέρφια, όλοι μ' αμάνικα,/ και καλοκαίρι ζηλεύουν το μαύρισμα».
Στην πρώτη ακρόαση γελούσα με τη σαγιονάρα οικοδομής, το χορευτικό των αγοριών στο γιαπί. Στην τρίτη ακρόαση πρόσεξα κι άλλα. Από τη βεράντα μου είδα την πάλη των τάξεων, ίσα κάτω μέχρι τον θεσσαλικό κάμπο.
Μετά άκουσα το καινούργιο κομμάτι «Δεν έχω χαρτιά», φράση που ζούσαν καθημερινά, βαριά, οι Αφγανοί μαθητές μου το 2009 στη Λέσβο: αν δεν έχεις καρτιά δεν έχει σημασία αν έχεις καρντιά. Άνοιξα μια μπύρα μεσημεριάτικα, όπως ο Kush.
Ο Άλλος στην ανθρωπολογία δεν είναι σαν εμάς. Είναι ο ξένος, φορέας άγνωστων ασθενειών, ιδεών και δεινών, άρα επικίνδυνος. Πρέπει λοιπόν να φωτογραφηθεί, να ινσταγκραμηθεί, να φανεί η άγνοιά του και η απλυσιά του ώστε να απομυθοποιηθεί, να μην απειλεί το καλοστημένο δυτικό οικοδόμημα (κι ας στηρίζεται στο αλβανικό γιαπί). Να μη δείξει το «άλλο» του – δηλαδή την αλήθεια.
Ο Αλβανός Kush αυτο–ινσταγκραμείται από μόνος του· εξάλλου, ο μέσος Έλληνας έχει χαρακτηρίσει αυτόν και την καταγωγή του από καιρό. Δείχνει όλα τα στερεότυπα που έχουμε στο κεφάλι μας για τους Αλβανούς. Μας πετάει (αντι-ανθρωπολογικά) στα μούτρα την αλήθεια δίχως σέξι μούσκουλα και παραμύθια. Και μετά χασκογελάει για να την αποδομήσει, να μην απειλεί τη Δύση.
Δεν κάθεται ήσυχα στο κουτάκι του, αγκαλιά με την πανταχόθεν απόρριψη. Στο τέλος του κλιπ σπεύδει να δείξει ότι το τραγούδι είναι πλάκα, να το ελαφρύνει – αλλά αυτό παραμένει βαρύ.
Το «Είμαι ένας άλλος» δείχνει τον μετανάστη δίχως καρτιά που αρχίζει από Α. Αλβανός, Αφγανός, Αφρικανός, Αλλοδαπός. Θυμάμαι τον Αλβανό εργάτη ενός θείου στο χωριό. Είχε όνομα, αλλά ο θείος τον αποκαλούσε «ο Αλβανός» επί χρόνια. Μια μέρα ο «Αλβανός» έφυγε και δεν του ξαναμίλησε.
Αλλοδαπός: «Αυτός που το πόδι του πατούσε άλλη γη». Τι γίνεται όμως μ' αυτόν που το πόδι του πρωτοπάτησε σε αυτήν; Σε ποια γη δικαιούται να πατήσει αυτό το πόδι; Το ζήτημα της ταυτότητας είναι μεγάλο, ειδικά για τον Άλλο.
Ο Kush ανήκει στην γενιά Αλβανών που μεγάλωσαν εδώ, δίχως συγκεκριμένη μητρική γλώσσα –σχεδόν τέλεια ελληνικά, σχεδόν τέλεια Αλβανικά– ή ξεκάθαρη γεωγραφία: ανήκει λίγο εδώ και λίγο εκεί, δηλαδή πουθενά.
Σ' αυτήν τη γενιά έχω μια φίλη από τον χορό, την Μπι, η μητρική της είναι η ελληνική, ήρθε μικρή εδώ, είναι φιλόλογος, μηδέν λάθη στο λεπτό, πήγε Βαρκελώνη για το διδακτορικό (στη μητρική της έχει τραύμα γερό) και μετά πάλι εδώ, γιατί είναι η πατρίδα της, και τη μισο-αγαπάει, μιλάει καλύτερα από την Έλλη Στάη... Με την Ελλάδα έχει σχέσεις αγάπης-μίσους, όχι ανάμεσα σε ίσους, όπως με τη μητέρα, όπως με τον εραστή, όπως με την πατρίδα που σε (α)φιλοξενεί.
Η γενιά που μεγάλωσε στην Ελλάδα (άρα μήπως είναι Έλληνες;) έχει το εργαλείο, όχι πια το αλφάδι, αλλά τη γλώσσα, και μπορεί να μας τη λέει – δεν κάνει πια την κλώσα: «Αφεντικό τι θες; Μαζεύουμε ελιές./ Δε με αφήνεις ήσυχο, δουλεύω Κυριακές./ Αν είναι δυνατόν, όλοι είναι στους καφενές,/ πίνουν αραχτοί τον καφέ τους τον εσπρές./ Μαζεύουνε το χρήμα και το κάνουν Μερσεντές».
Η γλώσσα είναι πατρίδα, προσοχή όμως, η γλώσσα στην οποία σκέφτεσαι, αγαπάς, μιλάς, αυτή γίνεσαι. Δεν ξέρω σε ποια γλώσσα σκέφτεται ο Kush, αλλά έχει το kush κους. Και μας τη λέει χωρίς να μας πονάει, αυγά δεν σπάει: δεν θέλει να αρπάξει το γκάνι να μας γαζώσει, όπως άλλοι ράπερ. Δεν ψάχνει κώλους, φόνους. Ίσως δεν έζησε ακραία φτώχεια ή βία: έχει παράπονο αλλά όχι απελπισία. Είναι πιο απαλός, πιο επαρχιακός.
Τι θέλει το alter ego του, ο αφηγητής του; Μεγαλύτερο αμάξι, σαν Έλληνας. Τις Κυριακές να πίνει εσπρές στον καφενές, σαν Έλληνας. Να παίζει ξύλο με τον πατέρα του.
Ο σκληραγωγημένος, μπαμπάτσικος πατέρας λέει, «Έχετε να φάτε / γι' αυτό δουλειά δεν πάτε./ Γι' αυτό κι εγώ γράφτηκα σε μια σχολή καράτε». Τέλος, θέλει σεβασμό. Γκόμενα. Αλλά εκείνη έχει μεγαλύτερο αμάξι από αυτόν και περιφρονεί στο βίντεο τον Αλβανό που τη φλερτάρει.
Το ζήσανε οι πατεράδες τους, ο θείος μου που ήταν γκασταρμπάιτερ στη Μερσεντές. Βέβαια, δεν είμαστε ρατσιστές, ούτε οι κυρίες που βάλανε τα παιδιά τους σε ιδιωτικό, γιατί «το δημόσιο της Κυψέλης είναι τίγκα στα Αλβανάκια, άλλο επίπεδο». Ειλικρινά τώρα, τι σκέφτεσαι όταν ακούς «Αλβανός»; Ίσως να αλλάξαν τα πράματα γι' αυτήν τη γενιά. Κάποιοι Αλβανοί είναι μικροαστοί, κάποιοι ράπερ, κάποιοι αναρχικοί, κάποιοι φασίστες (όχι, δεν είναι το ίδιο πράγμα, Νικ Κέιβ).
Όλοι έχουν αντιμετωπίσει τον ρατσισμό – και αυτοί που κάθονταν κάτω απ' το μπαλκόνι μου στην πλατεία και έβριζαν την Ελλάδα (που τους πλήγωσε βαθιά, όπως φέρ' ειπείν τους Πομάκους στην Ξάνθη, που δεν είχαν δικαίωμα να έχουν περιουσία στο όνομά τους μέχρι κάποτε).
Το κομμάτι με τα 4.000.000 views κάνει για τους Αλβανούς πολλά, διότι εδώ μιλάνε οι ίδιοι, όπως στο «Heart, not shoes», ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής του 2009, στο οποίο έγραφαν οι ίδιοι οι Αφγανοί.
Από την άλλη, το κομμάτι κάνει ντου με διάθεση κατάκτησης. Είναι ίσως εύκολο σουξέ, εφόσον πατάει σε μια πιο συμπαθητική ενορχήστρωση της πιασάρικης μελωδίας του Νίνο. Είναι παρωδία, ελληνωδία, με ενσωματωμένη κάθαρση. Τα Βαλκάνια ξαδέρφια μας ψάχνουν ταυτότητα μέσα από τα στερεότυπα. Πάμε ξαδέρφια! Όλοι μ' αμάνικα.
Εύη Λαμπροπούλου (lifo.gr)