«Ήµουν 2 χρονών όταν πέθανε ο πατέρας µας και µείναµε ορφανά τρία κορίτσια, ένα αγόρι και η µάνα µας 35 χρονών. Το κάστανο υπήρξε ο λόγος που τρανέψαµε, καθώς σε όλη µας τη ζωή θυµάµαι να µας στηρίζει, αν και τότε δεν είχε την αξία που έχει σήµερα. Πήρε τα πάνω του όταν αρχίσαµε να φτιάχνουµε τις άγριες καστανιές ήµερες», διηγείται µε συγκίνηση η 82χρονη σήµερα Χριστίνα Αλεξανδρίδου, την οποία το Αγρόκτηµα συνάντησε στη Γιορτή Κάστανου της Καρίτσας στις 22 Οκτωβρίου.
Tο ‘41 µε την πείνα φυτεύαµε καλαµπόκι και βρίζα και το αλεύρι τους το ανακατεύαµε µε κάστανο για να µας χορτάσει. Κόβαµε τα κάστανα κοµµατάκια και τα ψήναµε στους χειροποίητους φούρνους µας έξω στην αυλή µέχρι να στεγνώσουν. Κατόπιν τα πηγαίναµε στους τρεις νερόµυλους της περιοχής, στου Κώστα Πάνου, στης ∆έσποινας Καµάκα ή στον κοινοτικό του Ιωάννη Γάλλου και τα αλέθαµε χωριστά από τα σιτηρά. Με σπάτουλα τα ανακατεύαµε όλα µαζί, τα κοσκινίζαµε στην πικνάδα, το µείγµα αυτό το βάζαµε µε προζύµι και αλάτι στην σκάφη και το «πνίγαµε» µε νερό. Το ζυµώναµε µε τα χέρια, το σκεπάζαµε για µία ώρα µε υφαντά σεντόνια να φουσκώσει, λαδώναµε τον ταβά, την καραβάνα ή το ταψί και µε τις χούφτες απλώναµε τη ζύµη. Τα βάζαµε στον φούρνο που καίγαµε κλαδιά από κουµαριά, κουτσουπιά ή αριά για µιάµιση ώρα, ώστε το βαρύ µείγµα να στραγγίσει. Όταν έβγαινε, χοροπηδούσαµε γύρω του ποιος θα αρπάξει το µεγαλύτερο κοµµάτι κι ας καιγόµασταν», θυµάται η κυρία Αλεξανδρίδου και συνεχίζει: «Αυτό το καστανόψωµο το τυλίγαµε σε υφαντά, βαµβακερά τραπεζοµάντηλα και κρατούσε 10 µέρες, ανάλογα βέβαια µε τα άτοµα στην οικογένεια και την πείνα που µας θέριζε» ενώ η κόρη της, Βάσω, συµπληρώνει: «Το ‘48 στρατός και αντάρτες εκτόπισαν όλους τους κατοίκους της Καρίτσας και του Στοµίου στο Οµόλιο. Όταν µετά από καιρό ξαναγύρισαν οι συγχωριανοί µου, βρήκαν ερείπια και στάχτες. Η Ούνρα, οργανισµός που συντόνιζε την αµερικανική βοήθεια στην Ευρώπη, τους έστειλε µουλάρια και ξύλα και ξαναέστησαν το χωριό, το οποίο πήγαινε, καλλιεργούσε και χόρταινε στα κασταναριά. Το φθινόπωρο εκείνο, στα τελειώµατα του Εµφυλίου, ο 22χρονος τότε αντάρτης πατέρας µου, Παύλος, µαζί µε τον 16χρονο Κώστα Παπαρίζο, που κρύβονταν στην παραθαλάσσια σπηλιά του Ψαρόλακκα, µείναν ζωντανοί τρώγοντας για τρεις µήνες κάστανα µε ότι άλλο καρπό έβρισκαν».
Μια δεκάρα η ώρα στοίχιζε στους νεροκράτες
«Όλο το καλοκαίρι ποτίζαµε τα κασταναριά µε τα αυλάκια των φυσικών πηγών του Κισσάβου έως αρχές Σεπτέµβρη. Την δεκαετία του ‘50 η κοινότητα όριζε τους νεροκράτες σε κάθε πηγή, αυτοί ήταν υποχρεωµένοι να φέρουν το νερό µε αυλάκι στο κεφαλάρι του κάθε κτήµατος και ενηµέρωναν τον καστανοπαραγωγό πόσες ώρες δικαιούνταν να το κρατήσει. Οι νεροκράτες πληρώνονταν από τους καστανοπαραγωγούς σε δραχµές και η ώρα κόστιζε µία δεκάρα» θυµάται ο 57χρονος αγρότης, πρόεδρος του Συλλόγου «Καλυψώ» και µέλος του ∆.Σ. ΑΣ Καρίτσας, Ιωάννης Γ. Βούντας µε κασταναριά στον Άγιο Παντελεήµονα, το Νέραντζι, την Γρόσια και το Τρανό Ίσωµα.
Και συµπληρώνει: «Μετά τον ∆εκαπενταύγουστο ξεκινούσε µε κλαδευτήρια το πάστρεµα (καθαρισµός εδάφους) από φτέρες και χόρτα. Συµµετείχε όλη η οικογένεια, µέχρι και τα παιδιά στα οποία δίναν µικρά κλαδευτήρια. Κατόπιν πριν τη συλλογή µαζεύαµε µε τσουγκράνες φύλλα και τζιούνες (αγκαθωτό περίβληµα) της περασµένης χρονιάς σε σωρούς και τα καίγαµε. Τότε γέµιζαν κάπνα οι πλαγιές του Κισσάβου... Η συγκοµιδή γίνονταν σε τρίχινα, τρίριγα τσουβάλια των 65-70 κιλών και µεταφέρονταν µε µουλάρια στις αυλές των σπιτιών. Εκείνες τις µέρες άκουγες τραγούδια, χαρούµενες φωνές και πειράγµατα και κοντά στα κάστανα µαζεύαµε και κανένα µανιτάρι από τις ρίζες. Tην εποχή εκείνη διαµόρφωναν τις αυλές σε φυσικά ψυγεία και πλέκοντας ξύλα µε φτέρες έκαναν φράχτες όπου έβαζαν µέσα την παραγωγή σε αβραγιές, δηλαδή άπλωναν στην σειρά τα κάστανα σε πάχος 20 πόντων και τα έβρεχαν κάθε µέρα να διατηρούνται δροσερά µέχρι να πουληθούν. Από κει περνούσε ο έµπορος και παζάρευε την τιµή ανάλογα την ποιότητα κάθε παραγωγού. Μόλις κλείνονταν, τους όριζε ηµεροµηνία να τα ανεβάσουν στην αποθήκη του που βρισκόταν στον κεντρικό δρόµο. Τα σάκιαζαν οι παραγωγοί µε γκαζοτενεκέδες ξανά στα τρίχινα τσουβάλια και τα άδειαζαν στου έµπορα. Η α’ ποιότητα έφευγε στην πρωτεύουσα, η β’ και η γ’ στη συµπρωτεύουσα και όπου υπήρχε ζήτηση. Από κει και πέρα άρχιζε η αναµονή πληρωµής, συνήθως µέχρι τα Χριστούγεννα δίνονταν τα περισσότερα λεφτά, όµως η τελευταία δόση µπορεί να έφτανε και ως το Πάσχα.
Ένα θαύµα της εποχής, ο πρώτος διαλογέας
«Με λαµαρίνες και ξύλα κατασκευάσαµε το 1967 µε τον πατέρα µου Ιωάννη την πρώτη µηχανή διαλογής κάστανου. ∆ουλεύαµε 40 µερόνυχτα συνέχεια µε δύο ώρες ύπνο µόνο, για να µην χάσει τα σχέδια, τα οποία ο πατέρας µου είχε πάντα στο µυαλό» διηγείται ο 80χρονος σήµερα ∆ηµήτρης Ι. Γάλλος. Όταν τελείωσε τη µεταφέραµε 200 µέτρα στα χέρια µε τη βοήθεια συγγενών και φίλων και την τοποθετήσαµε στην αποθήκη του εµπόρου Αστερίου Αλβανού. Σαν τη βάλαµε µπρος και ρίξαµε τα κάστανα στην κοπάνα, ρίγη χαράς συνεπήραν και µας και τους δεκάδες συγχωριανούς που σπρώχνονταν για να δουν το θαύµα της εποχής. Άρχισε να βγάζει τρία µεγέθη κάστανου καθώς γυρνούσαν τα κόσκινα, µε το τελευταίο να κινείται παλινδροµικά. Στο πίσω µέρος είχε τις υποδοχές από όπου έπεφταν οι ποιότητες, η α’ πίσω και οι β’ και γ’ δίπλα από τις πάντσες. Την ώρα ξεχώριζε 600 κιλά κάστανου, ιλιγγιώδες νούµερο! Βέβαια σταµάτησαν οι γυναίκες που κάναν την διαλογή και µείναν λίγες για να βγάζουν τα σκάρτα.
Στην Αθήνα δώσαµε σε γραφείο να κάνει πρόταση τους Έλληνες βιοµηχάνους και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόµενο να αγοράσουν την ευρεσιτεχνία και να την βγάλουν µαζικά στο εµπόριο. ∆εν ενδιαφέρθηκε κανείς και το σκεπτικό τους ήταν ότι δεν θα πουλούσαν όπως πίστευαν πολλά µηχανήµατα. Έτσι φτιάξαµε άλλους δύο διαλογείς, που τους νοικιάζαµε µε τον τόνο, τον πρώτο στους τοπικούς εµπόρους Χαδούλη και Αντώνη Βαρδάτσικο, τον δεύτερο στον Αστέριο Αλβανό και τον τρίτο στον Σαλονικιό Κώστα Φιλιππίδη» καταλήγει ο ίδιος και συµπληρώνει µε συγκίνηση: «Φωτογραφίες κιτρινισµένες και ένας διαλογέας που σαπίζει στην αποθήκη µου µαρτυρούν τα περασµένα µεγαλεία µας, µα η ζωή συνεχίζεται και κάθε χρόνο µε την οικογένειά µου ξανασµίγουµε εκεί ψηλά στα κασταναριά»...
Τα µεροκάµατα στα κασταναριά ήταν ο θησαυρός µας
«Κάθε χρόνο έκανα 130 µεροκάµατα στη συγκοµιδή, την διαλογή και τις αποθήκες, από τα οποία τα πρώτα έµπαιναν στον οικογενειακό προϋπολογισµό και τα υπόλοιπα για τα προσωπικά µου έξοδα. Εκείνα τα λεφτά ήταν ο θησαυρός µας, φτιαχνόµασταν, ντυνόµασταν και ταξιδεύαµε σε συγγενείς» αναφέρει η Χρυσούλα Ι. Γάλλου, αδελφή του 80χρονου ∆ηµήτρη και κόρη του εφευρέτη Ιωάννη Γάλλου.
«Αναµνήσεις γλυκόπικρες, χαραγµένες στο µυαλό όλων µας, που σκαλίζουµε κάθε χρόνο όταν βρισκόµαστε µε τις ξενιτεµένες φίλες µου, την Χάιδω από την Αυστραλία, την Βέτα και την Χαρίκλεια από την Αµερική, την Αγγελική από τον Καναδά, την Κούλα από την Μελιβοία και την Χριστίνα από απέναντι» συµπληρώνει η ίδια.
agronews.gr (Βασιλική Πασχάλη-Τσαντοπούλου)